Κρατώντας τη Λευκωσία ζωντανή – Από τον Θεόδωρο Χατζήζαχαρια

Το 1974 έγινε ένας πόλεμος τραγικός για το νησί μας. Πολλά έχουν γραφτεί. Είναι βέβαιο, ότι υπήρξε ένας συνδυασμός προδοσίας και εγκληματικής αμέλειας. Στον πρώτο γύρο, ο Κύπριος εθνοφρουρός έτρεξε πρόθυμα να καταταγεί για να υπερασπιστεί την πατρίδα του. Στον δεύτερο γύρο όμως, μετά από όλα όσα έγιναν, η κατάσταση ήταν δραματική.

Οι στρατιώτες δεν είχαν κουράγιο ούτε το όπλο τους να σηκώσουν, σερνόντουσαν. Η προδοσία, οι ήττες και η εγκατάλειψη από τους διοικητές τους και τους ανωτέρους τους, σε συνδυασμό με το πραξικόπημα και όσα ακολούθησαν τους είχαν καταρρακώσει. Ειδικά όμως η απώλεια εκατοντάδων συναδέλφων τους, μπροστά στα μάτια τους και πολλές φορές αμαχητί, πριν καν προλάβουν να βγουν από τα στρατόπεδά τους, ή να πάνε στους χώρους διασποράς, τους είχαν κάνει να είναι ζωντανά ράκη. Η τουρκική αεροπορία πολυβολούσε ανενόχλητη, με σφαίρες τον Κύπριο εθνοφρουρό, ο οποίος κρατούσε… τα μαρτίνια. Η Ελλάδα βροντερά απούσα. Τα ελληνικά μαχητικά, που θα τόνωναν το ηθικό δεν εμφανίστηκαν ποτέ. Έστω και δύο φάντομ να πετούσαν πάνω από την Κύπρο και να έριχναν δύο βόμβες, θα άλλαζαν άρδην την ψυχολογία της μεριάς μας. Αλλά οι προδότες των Αθηνών δεν τα έστειλαν ποτέ. Αν και είπαν δεν μπορούσαν
να έρθουν στην Κύπρο, εντούτοις ήρθαν τα μεταγωγικά νοράτλας, που ήταν 30 χρόνια παλαιότερα! Tο ηθικό ήταν στο μηδέν και τα τάγματα του πεζικού σε κατάσταση αποσύνθεσης. Όλα αυτά συνοψίζονται στην αναφορά του Γιωργίτση μεταξύ πρώτης και δεύτερης φάσης της εισβολής. «Πεζικόν: Ηθικόν καταπεπτωκός, αξιόμαχος κατάσταση μηδαμινή». Οι Τούρκοι σε όλο το μέτωπο, πήραν αυτά που ήταν στα σχέδιά τους και λίγο παραπάνω, όπως στην περιοχή του Βαρωσιού.


Υπήρξαν ελάχιστες εξαιρέσεις. Η πιο τρανταχτή εξαίρεση και η πιο επιτυχημένη και μοναδική στο είδος της, ήταν το θρυλικό 336 τάγμα πεζικού
του Αλευρομάγειρου. Το τάγμα αυτό μάλιστα, ήταν τάγμα επιστρατεύσεως, τάγμα εφέδρων, καθώς επίσης και το τάγμα της Αμμοχώστου. Όλοι σχεδόν οι άνδρες του, ήταν από την Αμμόχωστο, από την πόλη και επαρχία Αμμοχώστου, από τα Kοκκινοχώρια, το Παραλίμνι, τη Σωτήρα, την Μεσαορία, την Καρπασία. Αυτό το τάγμα, αποτελούμενο από 1000 άνδρες, μαζί με κάποια άτακτα τμήματα, από τα οπισθοχωρούντα διαλυμένα τάγματα και με έναν λόχο του 211 τάγματος πεζικού, συνολικής δύναμης 1400 ανδρών, μαζί με την ΕΛ∆ΥΚ και την Α’ ΜΚ που ήταν στο αεροδρόμιο, είναι που κράτησαν την Λευκωσία. Όχι μόνο έμειναν στις θέσεις τους, αλλά έκαναν και αντεπιθέσεις εναντίον των Τούρκων. Επίσης, ήταν η μόνη περιοχή της Κύπρου και η πιο καίρια που οι Τούρκοι δεν πήραν αυτά
που είχαν στα σχέδια τους. ∆ηλαδή, το αεροδρόμιο και τις δυτικές συνοικίες της Λευκωσίας. Στον Άγιο Παύλο γράφτηκαν στιγμές άπειρου ηρωισμού.
Ήταν όλοι Αμμοχωστιανοί, όλοι γνωστοί. Φώναζαν ο ένας τον άλλο με τα μικρά τους: «Ρε Παννίκκο, Λάκη, Γιωρκή». Ήταν αγαπημένοι και είχαν υψηλό φρόνημα. Οι αξιωματικοί τους ήταν δίπλα τους, στην πρώτη γραμμή. Το μυστικό της επιτυχίας ήταν αυτό. 70 έφεδροι αξιωματικοί, μικροί ηγήτορες ήταν δίπλα στους στρατιώτες, καθοδηγώντας τους και δίνοντας τους το παράδειγμα. Τόσοι πολλοί αξιωματικοί, μετέπειτα δικηγόροι, γιατροί, βουλευτές και ο υπουργός υγείας. Πολέμησαν γενναία. Χρηστάκης Σολωμής, Αντώνης Καρράς, Λάκης Σοφρωνίου, Νίκος Κουτσού, Παμπόρης και τόσοι άλλοι.

Θα διηγηθώ κάποιες μικρές ιστορίες, δίνοντας το στίγμα των ημερών. Ο Σέρκης Γιάννου, έφεδρος από το Παραλίμνι, παντρεμένος, είχε και μία κορούλα, πολεμούσε στο 336 τάγμα πεζικού στην πρώτη γραμμή, με τον συγχωριανό του Αντώνη Καφέτζιη. Ο αδερφός του Κόκος Γιάννου, επίσης έφεδρος, παντρεμένος, με τρία παιδιά και η γυναίκα του έγκυος στο 4ο, πολεμούσε στην Αμμόχωστο. Εγκαταλειμμένος, με μια ομάδα 10 εφέδρων έξω από τα τείχη, στο τούρκικο λύκειο μαζί με τον Αντώνη Φουτούλλη, ο οποίος ήταν επίσης από το Παραλίμνι. Παραδίπλα πέθανε από οβίδα ο επίσης Παραλιμνίτης Βουκκαλής. Εκεί ο Κόκος Γιάννου στις 14 Αυγούστου, δέχθηκε ριπή από αεροπλάνο που έκανε βύθιση. Έξι με εφτά σφαίρες, δύο ίντσες η κάθε μία καρφώθηκαν όλες στο στήθος του. Ο γενναίος αυτός άνδρας, που είχε απολυθεί το 1967 και είχε 4 παιδιά, πήγε να πολεμήσει, εθελοντικά, για την πατρίδα. Και τις σφαίρες τις δέχθηκε κατάστηθα και όχι στην πλάτη. Πήγαν γύρω γύρω από την καρδιά. Τον γλίτωσε ο χωριανός του Φουτούλλης και κάποιοι Σωτηρκάτες που τον μετέφεραν στο «Marko hotel». Εκεί ο γιατρός Χατζηκακού, του έδωσε τις πρώτες βοήθειες και έζησε. Ήταν δεκαπέντε ημέρες σε κώμα αφού είχε κάνει αρκετά χειρουργεία.
Πίσω στο 336 Τ.Π. ο Σέρκης Γιάννου και ο Καφέτζιης περικυκλώθηκαν από Τούρκους. Ο Σέρκης Γιάννου τότε, ορκίστηκε στον Απόστολο Ανδρέα, αν ζήσει και κάνει γιο θα τον ονομάσει Ανδρέα, έστω και αν τη γυναίκα του την λέγαν Αντρούλλα. Εκείνη την στιγμή, είδε ένα μμονοπάτι και κάτι του έλεγε να το ακολουθήσει. Το είπε στον Καφέτζιη, αλλά αυτός δεν τον ακολούθησε. Πήγε από αυτό το μονοπάτι και γλύτωσε. Πίσω του άκουσε ριπή. Ο Καφέτζιης μάλλον έπεφτε νεκρός. Το τάμα του το εκπλήρωσε και σήμερα τον μεγάλο του γιο, τον λένε Ανδρέα.

Η πιο ωραία όμως ιστορία για μένα, είναι αυτή του Σωτηρκάτη Γιωρκή Αθανάση. Ο Γιωρκής ήταν ένας λεβέντης νέος. Όλοι στη Σωτήρα ήθελαν να κάνουν
παρέα μαζί του, καθώς ήταν ο «ζωηρός» του χωριού. Στο στρατό πέρασε δύσκολα, αφού λόγω του χαρακτήρα του, τον φόρτωσαν στις φυλακές. Μετά το στρατό δούλευε σε αγροτικές εργασίες. Όταν έγινε ο πόλεμος, έτρεξε να καταταγεί έφεδρος. Στη μάνα του που ανησυχούσε, είπε: «Μεν φοάσαι μάνα τζιαι ννα πάμε να τους δώκουμε έναν πάτσο τζιαι να στραφούμε». Μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου, ήταν ανήσυχος. Έκανε περιπολίες με τον ανθυπολοχαγό Νίκο Κουτσού και ήθελε να πηγαίνουν κοντά στους Τούρκους. Ήθελε διακαώς να κάνει καταδρομική να μπει σε πολυβολείο τούρκικο. Και το έκανε. Κοιμόταν πάντα έξω, κάτω από μία ελιά. ∆εν φοβόταν. Κρατούσε πάντα πάνω του, ένα μαχαίρι και 2 χειροβομβίδες. Όταν τον ρωτούσαν τι τις θέλεις, τους έλεγε μπορεί να χρειαστούν. Στον δεύτερο γύρο, ήταν σε μία ηρωική έξαρση, όπως λέει ο Κουτσού. Είχαν κάνει φυλάκιο ένα σπίτι. Ο Γιωρκής ήταν στην κουζίνα και έβαζε εναντίον των Τούρκων με το πολυβόλο του, τραγουδώντας το αγαπημένο του τραγούδι «με λένε Γιώργο». Όταν οι Τούρκοι σχεδόν τους περικύκλωσαν, ο Κουτσού διέταξε απαγκίστρωση. Έφυγαν όλοι οι στρατιώτες και έμειναν τελευταίοι ο ανθυπολοχαγός και ο Γιωρκής να τους καλύπτουν. Όταν ο Κουτσού του λέει πάμε και εμείς, ο Γιωρκής προς στιγμήν έκανε να τον ακολουθήσει, αλλά αμέσως μετά στράφηκε πίσω. Πήγε πίσω στο πόστο του. ∆εν έφυγε ποτέ. ∆εν γύρισε ποτέ την πλάτη στον εχθρό. Γεννημένος στο χωριό Σωτήρα, δεν ήξερε τί θα πει φεύγω. Όταν οι Τούρκοι άρχισαν να μπαίνουν στο σπίτι, τους υποδέχθηκε ο Γιώργος όρθιος, με τις χειροβομβίδες του… Μετά από αυτό το συγκλονιστικό γεγονός, οι Τούρκοι φοβόντουσαν να πλησιάσουν, ή να μπουν στα φυλάκια μας. Αυτό έδωσε το χρόνο στην πλευρά μας να κρατήσει τη γραμμή.

Το γιατί το 336 πέτυχε είναι πολλοί οι λόγοι. Όμως αυτοί απλά οι άνδρες έκαναν το καθήκον τους. Έφεδροι, πεζικάριοι. Έμειναν εκεί, στην πρώτη γραμμή. ∆εν οπισθοχώρησαν. Έκαναν αντεπιθέσεις. ∆εν έδωσαν ούτε χιλιοστό. Όταν ο Τούρκος, είπε στον Αλευρομάγειρο να οπισθοχωρήσουν 500 μέτρα, ο Αλευρομάγειρος τους απάντησε: «Ούτε χιλιοστό». Όταν μετά τις μάχες και την εκεχειρία, πήγε μια γύρα από όλα τα φυλάκια, διαπίστωσε υψηλό ηθικό. Όταν πήγαν στο νοσοκομείο να δουν τους τραυματίες, αυτό που τους κλόνισε περισσότερο από τα βόλια και κατέρρευσαν, ήταν το εξής. Τρεις από τις τέσσερις πτέρυγες, ήταν τραυματίες του 336 τάγματος πεζικού. Πάνω από 100 τραυματίες, πάνω από 50 νεκροί και αγνοούμενοι. Και εκεί ένας στρατιώτης, παράλυτος και ανίκανος να μιλήσει, για τον οποίον οι γιατροί τους είπαν ότι έχει λίγες ώρες ζωής, προσπαθούσε με νοήματα να τους ρωτήσει, εάν κρατήσαμε τη γραμμή. Και τότε ο Αλευρομάγειρος του είπε, «τα φυλακισμένα μνήματα (που ήταν στον τομέα ευθύνης του 336) είναι ελεύθερα».
Οι άνδρες του 336 ΤΠ, που ήταν στην περιοχή των φυλακισμένων μνημάτων είπαν: «Ακόμα και όλοι να φύγουν, εμείς δεν θέλουμε και δεν έχουμε το δικαίωμα να φύγουμε. Θα μείνουμε εδώ να γίνουμε λιώμα». Παραμονές του 2ου γύρου, πήγε ο διοικητής με τους ανθυπολοχαγούς και ορκίστηκαν στα φυλακισμένα μνήματα. Περισσότερο πήγαν για να πάρουν θάρρος, από αυτά τα νέα παιδιά της ΕΟΚΑ. Η ΕΛ∆ΥΚ, που μάχονταν στα αριστερά του τάγματος, επίσης έδινε θάρρος σε αυτούς τους άνδρες, να σταθούν και αυτοί εκεί δίπλα τους και να πολεμήσουν. Ακόμη και οι δεσμοφύλακες των φυλακών, πολέμησαν εθελοντικά. Έδωσαν όπλα ακόμα και σε φυλακισμένους. Αφανείς ήρωες σε αυτή την υπόθεση, οι γιατροί και νοσηλευτές του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας, οι οποίοι παρέμειναν στο νοσοκομείο, ενώ η Λευκωσία είχε αδειάσει. Έτσι οι άνδρες αυτοί ένιωθαν ασφάλεια, ξέροντας ότι το νοσοκομείο ήταν δίπλα τους. Αυτοί οι ηρωικοί γιατροί και νοσηλευτές, σκεφτόντουσαν τί να κάνουν. Η Λευκωσία σειόταν από τις εκρήξεις, από τις αεροπορικές επιδρομές και όλοι είχαν φύγει. Τότε τους φέρνουν έναν τραυματία και συγκινημένοι αποφάσισαν. Εφ ́όσον έστω και ένας στρατιώτης μείνει και πολεμά, εμείς θα είμαστε δίπλα του. Και έμειναν εκεί, συμβάλλοντας στο να μείνουν και οι στρατιώτες και απαλύνοντας τις πληγές, των τραυματισμένων ανδρών του 336 τάγματος επιστρατεύσεως.

Και δόξα περισσή τους πρέπει, καθώς ήξεραν πως οι Μήδοι στο τέλος θα διαβούν. Πολεμούσαν ενώ ήξεραν πως η πόλη τους έπεσε. 2000 συνολικά άνδρες, από 3 τάγματα της Αμμοχώστου πολέμησαν στην Λευκωσία.

Αν ήταν στο Βαρώσι όπως μου λέει ο Σέρκης Γιάννου, άνδρας του 336 ΤΠ, «δεν θα πιάνναν το Βαρώσι οι Τούρκοι». Αλλά δεν το μετανιώνουν. «Πολεμήσαμε για ναν ελεύθερη η Κύπρος μας μου είπε. Ταπεινός. Εκάμαμεν ότι θα έκαμνεν οποιοσδήποτε στη θέση μας, μου λέει. Είχεν πολλούς σαν εμάς.» Ούτε φαμφάρες, ούτε φουμίσια. Αυτοί ήταν οι άνδρες του 336 τάγματος επιστρατεύσεως. 90% Αμμοχωστιανοί. Εφέδροι, εθελοντές με υψηλό ηθικό! Ελάλεν το η ψυσιή μας. Όχι δεν νιώθω προδομένος. Επολεμήσαμεν για ναν ελεύθερη η Κύπρος μας. Έχει πολλούς σαν εμάς. Από τους αξιωματικούς ο Κουτσού μας βοήθησε. Μου είπε πολλές φορές, στη συνομιλία μας, πως εμείς κρατήσαμε τη γραμμή μας. Είμασταν καμία 30αριά. Μία φάση που είμασταν περικυκλωμένοι, οπισθοχωρήσαμε λίγο, 100 μέτρα. Ο Αλευρομάγειρος τότε, φώναζε από τα μετόπισθεν, πίσω. Και έριξε και 2 ριπές πάνω από τα κεφάλια μας. Και πήγαμε πίσω μέχρι το τέλος. Οι Τούρκοι πλησίαζαν στα 200 μέτρα, τους χτυπούσαμε και δεν ξανασηκώνονταν. ∆εν πλησίαζαν άλλο. Είχαν πολλές απώλειες. ∆εν είχαμε στο νου μας να φύουμε. Να φύουμε να πάμε που; Είμαστεν αποφασισμένοι να κρατήσουμεν την γραμμή. Εκείνη την ώρα δεν εσκεφτούμαστεν οικογένεια και άλλα. Μόνο ότι επολεμούσαμεν για την πατρίδα. Όταν κινδύνεψα τάχτηκα στον Απόστολο Ανδρέα. Έτσι μου ήρθε εκείνη την ώρα, και έβγαλα τον γιο μου Ανδρέα. Είμαστε περήφανοι. Αλλά κάναμε ότι θα έκανε κάθε άλλος στην θέση μας. Του απάντησα όχι. Οι παραπάνω ετρέχαν να φύγουν. Τότε μου είπε ότι δίπλα τους, παραμονές του 2ου γυρού είχε 20-25 λοκάτζιες, κληρωτούς τζιαι σηκωστήκαν και φύγανε. Ο Γιάννου ήταν γεννημένος το 1951, παντρεμένος με μία κόρη. Έτρεξε πρόθυμος να καταταγεί σαν έφεδρος. Του Καλλή του Σωτηρκάτη του είπαν αρκετές φορές να πάει να δει την οικογένεια του. Αυτός όμως αρνιόταν
να φύγει σκαστός. ∆εν του έδινε άδεια ο Αλευρομάγειρος. Και σκοτώθηκε. Ο Σέρκης μεταξύ πρώτου και δευτέρου γύρου, ήρθε μόνο μία φορά να δει την οικογένεια του και πήγε πίσω. Ήταν σε ένα σπίτι που το κάναν φυλάκιο. Ο Αθανάση Γιωρκής ήταν πιο μπροστά. Έχει την πληροφορία, ότι ήταν ο τελευταίος που έμεινε.