«Έμπνέομαι με αυτά που βλέπω γύρω μου»

Λένε πως η λαϊκή ποίηση πρέπει να αντιπροσωπεύει τη φωνή του πολίτη. Να μιλά στις καρδιές των ανθρώπων. Αν όντως ισχύει τότε θα πρέπει να κατατάξουμε τον Κοσμά Γ. Οικονόμου στους σύγχρονους Κύπριους λαϊκούς ποιητές της γενιάς του, καθώς εδώ και χρόνια μέσα από τα ποιήματα του μεταφέρει τις φωνές και τις σκέψεις των ανθρώπων. Πρόσφατα κυκλοφορήσε το τρίτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή «Περιλοές με σέβος».

Από τον Ζανέττο Λουκά

Κύριε Οικονόμου, πρόσφατα κυκλοφορήσατε την ποιητική συλλογή σας με τίτλο: «Περιλοές με σέβος». Τι περιλαμβάνει το βιβλίο αυτό;
Το βιβλίο αυτό, το οποίο είναι το τρίτο που εκδίδω, περιλαμβάνει την «παραγωγή» μου από το 2015 (όταν είχα παρουσιάσει το δεύτερό μου βιβλίο με τίτλο «Που την καρκιάν στην πένναν») μέχρι το 2021. Αρχίζει με την ενότητα των Ποιημάτων και συνεχίζει με την ενότητα των Ερωτικών (δίστιχα – τετράστιχα – εξάστιχα) και των Γνωμικών (μονόστιχα – δίστιχα – τετράστιχα). Ακολουθεί μια μικρή ενότητα με χαρακτήρες που το Α ως τ’ Ω, όπου παρουσιάζω 24 διαφορετικούς χαρακτήρες μέσα από δίστιχα με τα 24 γράμματα του αλφαβήτου. Η έκδοση ολοκληρώνεται με τις Ευχές, ένα μικρό δείγμα από τις έμμετρες ευχές που καταχωρώ στο Ημερολόγιο του Μουσείου Μύλοι Χατζηγιώρκη, του οποίου έχω την επιμέλεια από το 2017 (τον πρώτο χρόνο της έκδοσής του) και εκδίδεται κάθε χρόνο. Ένα μικρό φωτογραφικό ένθετο στο οποίο η κάθε φωτογραφία συνοδεύεται από σχετικό δίστιχο, χρωματίζει κυριολεκτικά την έκδοση. Την επιμέλειά της είχε ο ποιητής και συγγραφέας κ. Παντελής Ν. Κακολής και τις διορθώσεις ανέλαβε ο φιλόλογος – ιστορικός Δρ. Άγγελος Σμάγας. Την έκδοση χαιρετίζει ο λαϊκός ποιητής κ. Αντώνης Ν. Κατσαντώνης, Πρόεδρος του Παγκύπριου Ομίλου Λαϊκών Ποιητών & Φίλων της Ποίησης. Η αρχική παρουσίαση της έκδοσης έγινε στις 27 Μαΐου 2022 στο Κοινοτικό Συμβούλιο Φρενάρου ενώ μια δεύτερη παρουσίαση έγινε στις 28 Νοεμβρίου 2022 στο «Σπίτι της Κύπρου» στην Αθήνα.

Ποια η απόφαση να το εκδώσετε;

Λαμβάνοντας υπόψη ότι βρίσκομαι επίσημα στον χώρο της διαλεκτικής/ λαϊκής ποίησης από το 2012 (με την έκδοση της πρώτης μου ποιητικής συλλογής με τίτλο «Κάθε στίχος τζι ένας σπόρος») και έκτοτε με την παρουσία μου σε διαγωνισμούς, εκδηλώσεις, εκπομπές και άλλες δραστηριότητες σχετιζόμενες με τη διαλεκτική/ λαϊκή ποίηση, έκρινα πως ήρθε ο καιρός να δώσω ξανά το παρών μου, με μια έκδοση. Η υλοποίηση της ιδέας άρχισε να πραγματοποιείται την ίδια περίοδο με το πρωτόγνωρο ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού, τον Μάρτιο του 2020, ξεκινώντας με την κατηγοριοποίηση του υλικού που είχα. Συνέχισα έχοντας πάντα κατά νουν να παρουσιάσω στον αναγνώστη υλικό το οποίο να δικαιολογεί την απόφασή μου για έκδοση, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, και όχι απλά για να πω ότι έγραψα ακόμα ένα βιβλίο. Το υλικό που είχα, λοιπόν, πέρασε από το απαραίτητο κοσκίνισμα και λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο την καλαίσθητη έκδοση των Εκδόσεων Κώστα Επιφανίου αλλά, πολύ περισσότερο, και τα σχόλια τα οποία πήρα από όσους το διάβασαν, πιστεύω ότι η προσπάθειά μου άξιζε τον κόπο αφού τολμώ να πω ότι έχω παρουσιάσει μια αξιόλογη έκδοση στο αναγνωστικό κοινό.

Θυμάστε το πρώτο ποίημα που γράψατε, το οποίο έγινε η αφορμή για την έκδοση του νέου σας βιβλίου;
Όπως ανέφερα και στην αρχή, αφορμή για την έκδοση των Περιλοών ήταν η απόφασή μου να παρουσιάσω τη δουλειά των τελευταίων χρόνων και όχι κάποια αφορμή από συγκεκριμένο ποίημα. Στέκοντας στη φράση «πρώτο ποίημα», όμως, φέρνω στον νου το παλαιότερο ποίημα μου που έχω καταγεγραμμένο, με τίτλο «Κατακλυσμός 1991», το οποίο διακρίθηκε σε διαγωνισμό ραδιοφωνικής εκπομπής, ανήμερα του Κατακλυσμού, στις 27 Μαΐου 1991 κι ενώ ακόμα υπηρετούσα τη θητεία μου στην Εθνική Φρουρά. Το ποίημα με τίτλο «Σ’ εσέναν Φώτη Πίττα», που απήγγειλα σε εκδήλωση προς τιμήν του ήρωα – δασκάλου του Φρενάρους (απ’ όπου έχω κατά το ήμισυ την καταγωγή μου) στις 28 Φεβρουαρίου 2015, είναι χρονολογικά το πρώτο στις Περιλοές.


Η ποιητική συλλογή με τίτλο: «Περιλοές με σέβος»

Για ποια θέματα γράφετε συνήθως; Ποια είναι η πηγή έμπνευσής σας;
Πηγή έμπνευσης είναι η καθημερινότητα, ό,τι υπάρχει γύρω μας. Οι ανθρώπινες σχέσεις, η φιλία, η αγάπη, ο έρωτας, ο ίδιος ο άνθρωπος! Έμπνευση για ένα δίστιχο ή ένα ποίημα, μπορεί να δώσει μια συνηθισμένη εικόνα της καθημερινότητας την οποία ίσως και να μην εκτιμούμε διότι – λανθασμένα – τη θεωρούμε ως δεδομένη. Φέρτε στο μυαλό σας την ανατολή ή τη δύση του ήλιου, τη φουρτουνιασμένη ή γαληνεμένη θάλασσα, το χάδι του συντρόφου, την αγκαλιά της μάνας. Όλα αυτά είναι πηγές έμπνευσης. Γι’ αυτά προσπαθώ να γράφω κι εγώ.
Ποιο είναι πιστεύετε το κριτήριο που ξεχωρίζει ένα καλό ποίημα;
Είναι δεδομένο πως ο κάθε άνθρωπος κρίνει με τα δικά του κριτήρια άρα το καλό ποίημα είναι κάτι υποκειμενικό. Παρόλα αυτά δεν μπορεί ένα καλό ποίημα να μην περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δύο βασικά συστατικά. Εύστοχο μήνυμα και όμορφες εικόνες! Και βέβαια αφού μιλάμε για διαλεκτική/ λαϊκή ποίηση ένα «καλό ποίημα» θα ξεχωρίσει, κατά την άποψή μου, από την προσεγμένη ομοιοκαταληξία, την τήρηση με θρησκευτική ευλάβεια στο παραδοσιακό στιχουργικό μέτρο, το βαθμό δυσκολίας της στιχουργικής τεχνοτροπίας και βέβαια από την ισορροπημένη και προσεγμένη χρήση των λέξεων της κυπριακής διαλέκτου.

Ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας ποίημα από την πρόσφατη ποιητική σας συλλογή;
Όλα τα ποιήματα έχουν τη δική τους σημασία και το καθένα είναι ξεχωριστό – αυτό πιστεύω ότι αισθάνεται και ο καθένας που γράφει, για τα δημιουργήματά του. Σίγουρα έχω ιδιαίτερη αδυναμία σε κάποια, θα έλεγα με εκφράζουν καλύτερα, και μέσα από αυτά θα πω ότι ξεχωρίζω «με βραχεία κεφαλή» το ποίημα «Σαν πω φιλίες έκαμνα», που έγραψα με αφορμή τη γνωριμία μου με τον αγαπητό Χαμπή Τσαγγάρη, τον γνωστό Χαμπή τον χαράκτη, τον Μάιο του 2017. Βέβαια το ποίημα που με έχει σημαδέψει δεν είναι άλλο από το «Προσκύνημα», με το οποίο σε σύνθεση και ερμηνεία του φίλου Θεόδουλου Παπαγεωργίου κερδίσαμε το 1ο βραβείο στο Διαγωνισμό Σύνθεσης Κυπριακού Τραγουδιού του ΡΙΚ, πριν από δέκα κιόλας χρόνια, τον Απρίλιο του 2013.

Από το 2012 και το πρώτο σας βιβλίο με τίτλο «Κάθε στίχος τζι’ ένας σπόρος», μέχρι το «Περιλοές με Σέβος», τι εισπράξατε από τη σταδιοδρομία σας στη ποίηση;
Αυτή είναι μια διαδρομή δέκα και πλέον χρόνων. Η έκδοση του πρώτου μου βιβλίου του 2012 σε συνδυασμό με την επιτυχία που είχε το «Προσκύνημα» ένα χρόνο μετά, με ώθησαν στο να διαφοροποιήσω τον τρόπο και τη σκέψη γραφής μου. Συνειδητά πιστεύω πως πέρασα από ένα κάπως ανάλαφρο θεματολόγιο (όπως παρουσιάζεται στο πρώτο μου βιβλίο) σε ένα πιο ουσιώδες θεματολόγιο όχι μόνο στα ποιήματα αλλά και στα ερωτικά και στα γνωμικά. Εδώ θέλω να αναφέρω την καθοριστική επίδραση που είχα από τη γνωριμία μου το 2012 με τον ποιητή και συγγραφέα, τον αγαπημένο μου δάσκαλο Παντελή Ν. Κακολή, όσον αφορά το γράψιμό μου. Η γνωριμία μου με τον κ. Κακολή, και η σχέση που εξελίχθηκε στην πορεία, ήταν ίσως το πρώτο κέρδος που εισέπραξα σ’ αυτή τη διαδρομή. Συνεχίζοντας έκανα γνωριμίες και φιλίες όχι μόνο με ανθρώπους που κινούνται στον χώρο της διαλεκτικής/ λαϊκής ποίησης αλλά και με ανθρώπους του πολιτισμού γενικότερα. Μέσα από αυτές τις γνωριμίες και σε συνδυασμό τόσο με τη συμμετοχή μου σε πολιτιστικές εκδηλώσεις όσο και σε οργανωμένα σύνολα (όντας Γραμματέας του Παγκύπριου Ομίλου Λαϊκών Ποιητών & Φίλων της Ποίησης και του Πολιτιστικού Ιδρύματος Λευτέρη Οικονόμου), πιστεύω πως ωρίμασα και ως άνθρωπος και ως δημιουργός. Το να σου αφιερώνουν χρόνο και να συνομιλούν μαζί σου για θέματα διαλεκτικής/ λαϊκής ποίησης άνθρωποι που έχουν αφήσει το στίγμα τους στα πολιτιστικά και πνευματικά δρώμενα του τόπου από διαφορετικό πεδίο δράσης, είναι κέρδος. Με τη ίδια συγκίνηση και την ίδια χαρά δέχομαι και σήμερα τη θερμή χειραψία κάποιου ακροατή, μετά από μια απαγγελία μου, όπως και τότε που πρωτόβγαινα για να απαγγείλω. Μεγάλο κέρδος. Οι όποιες αρνητικές εμπειρίες εκμηδενίζονται από την πλειάδα των ευχάριστων και μπορώ να πω ότι αξιοποιούνται προς όφελος και βελτίωση! Καταλήγοντας, η αγάπη, η ενθάρρυνση και ο καλός λόγος του κοινού που διαβάζει το έργο μου είναι η κινητήριος δύναμη για τη συνέχεια!


Με τους συντελεστές της παρουσίασης στο Σπίτι της Κύπρου τον δρα Άγγελο Σμάγα, τον καθηγητή Ανδρέα Ι. Βοσκό και τον μουσικό Κυριάκο Μαρκουλλή.

Στη σύγχρονη Κυπριακή κοινωνία, ποια θέση κατέχει η ποίηση και τι αντιμετώπιση έχουν οι ποιητές; Μπορεί ο σημερινός ποιητικός λόγος να αντιπροσωπεύσει επάξια τη φωνή του πολίτη;

Η διαλεκτική/ λαϊκή ποίηση πάντα είχε θέση στην κυπριακή κοινωνία. Σε κάποιες εποχές ήταν περισσότερο δημοφιλής και σε κάποιες άλλες λιγότερο, αλλά πάντα ήταν εκεί. Σήμερα μάλιστα, ίσως να διάγει μια από τις δημοφιλέστερες περιόδους με τις ευκολίες που παρέχουν τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Ο κόσμος της Κύπρου αγαπά και δείχνει την εκτίμησή του στη διαλεκτική/ λαϊκή ποίηση και πιστεύω πως, ναι, αντιπροσωπεύει τη φωνή του πολίτη. Η πολιτεία πιστεύω πως πρέπει έμπρακτα να δείξει περισσότερο ενδιαφέρον στη διαλεκτική/ λαϊκή ποίηση όχι μόνο για την ανάδειξή της αλλά πολύ περισσότερο για τη διάδοση και τη συνέχεια της.

Τι θα συμβουλεύατε τους νέους ποιητές που ασχολούνται με τη διαλεκτική / λαϊκή ποίηση;
Το κάθε τι με το οποίο καταπιανόμαστε θέλει χρόνο, υπομονή και προπαντός αγάπη. Το χάρισμα είναι κάτι που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε αλλά αν δεν το καλλιεργήσεις, δεν αρκεί από μόνο του. Το να σου αρέσει η διαλεκτική/ λαϊκή ποίηση είναι ένα, το να θέλεις να γράψεις είναι άλλο. Με αυτό το σκεπτικό έχω γραμμένο ένα μονόστιχο γνωμικό στις Περιλοές, «Άλλον εν το αρέσκει μου τζι’ άλλον εν το περνά μου». Όποιος όμως θέλει να γράψει έμμετρη ποίηση στην κυπριακή διάλεκτο, να το δοκιμάσει. Να διαβάσει παλιούς λαϊκούς ποιητές, να χωνέψει τα στιχουργικά μέτρα, να πειραματιστεί με τις στιχουργικές τεχνοτροπίες, να ξέρει τη σωστή έννοια των λέξεων της κυπριακής διαλέκτου που χρησιμοποιεί και να ψάχνεται χωρίς να περιμένει την αναγνώριση και τη καταξίωση αμέσως μόλις ταιριάξει δυο ευκαιριακά δίστιχα. Αυτά έρχονται με το πέρασμα του χρόνου και την αξία του έργου του καθενός.

Αν σας έλεγα να μου δώσετε δύο απ’ τα πιο αγαπημένα σας δίστιχα ποια θα επιλέγατε;
Δύο αγαπημένα μου δίστιχα είναι τα παρακάτω:

Μέσ’ στην παράδοση βαθκειά όποιος εν ριζωμένος

στέκει δεντρόν αλύιστον πό’ν το ξορτσιάζει ξένος.

Το «γιατί» εν αννοιχτάριν τζιαι το «ξέρω» κλειωνιά

για τον νουν κάθε αθρώπου μέσα στον ψευτοτουνιάν.