H παραδοσιακή κατοικία στην επαρχία Αμμοχώστου

Τις τελευταίες δεκαετίες, με τη ραγδαία οικονομική άνοδο που γνώρισε η Ελεύθερη Επαρχία Αμμοχώστου, συντελέστηκε μια δραματική αλλαγή στις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων, ειδικά σε σχέση με το δομημένο τοπίο και τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί στο διάβα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα.

Του Άγγελου Σμάγα

Στοιχεία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, που αντικατοπτρίζει τις δυναμικές εκείνης της εποχής, εξακολουθούν να διασώζονται ως νησίδες μιας παλαιότερης κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας στα λαογραφικά μουσεία της επαρχίας μας, αλλά και σε κάποιες ιδιόκτητες κατοικίες, που επιμένουν να αντιστέκονται στο ισοπεδωτικό πέρασμα του χρόνου. Συγκεκριμένα, για να παρουσιαστούν οι πολιτιστικές παραδόσεις στο Παραλίμνι, αξιοποιήθηκε μια κατοικία με καμάρες του 19ου αιώνα, ενώ το αντίστοιχο έγινε με μια αγροτική οικία στη Δερύνεια, όπου μάλιστα σε διπλανό οικοδόμημα, προβάλλονται, μέσω διάφορων αντικειμένων και πλούσιου φωτογραφικού υλικού, επαγγέλματα του παρελθόντος. Στη Σωτήρα επιχειρήθηκε έκθεση του προγενέστερου τρόπου διαβίωσης μετατρέποντας σε μουσείο μια κατοικία του πρώτου μισού του 19ου αιώνα και στην Αυγόρου ένα πλούσιο διώροφο αγροτόσπιτο των αρχών του 20ου αιώνα αναπαλαιώθηκε για να σκιαγραφήσει την κυπριακή παράδοση. Τέλος, στην Αγία Νάπα ένας σύγχρονος χώρος, που ανεγέρθηκε σύμφωνα με τα παλαιότερα αρχιτεκτονικά πρότυπα, διασώζει την υλική έκφραση των νοοτροπιών και αναγκών των προηγούμενων κατοίκων.

Για την κατασκευή των οικοδομημάτων των παραπάνω λαογραφικών μουσείων αλλά και αρκετών παραδοσιακών οικιών διάσπαρτων κυρίως στη Σωτήρα και στο Λιοπέτρι, χρησιμοποιήθηκαν υλικά που υπήρχαν άμεσα στη διάθεση των κατοίκων, όπως ξυλεία, κυρίως «βολίτζια», καλάμια και πηλός για πλιθάρια, τα οποία συγκέντρωνε η οικογένεια, καθώς και πέτρες που εξόρυσσαν οι «πετροκόποι» με το «μαρτέλλιν» και το «κουσπίν». Η αξιοποίηση επιτόπιων υλικών, εκτός του ότι διαμόρφωνε με συγκεκριμένο τρόπο τη φυσιογνωμία της αγροτικής κατοικίας, επέφερε την εναρμόνισή της με το φυσικό περιβάλλον, ένα αποτέλεσμα που στηριζόταν στη λαϊκή σοφία και τις δεξιότητες των οικοδόμων. Η ίδια λαϊκή σοφία είναι άλλωστε αυτή που προσέδιδε βιοκλιματικά χαρακτηριστικά στις κατοικίες, οι οποίες είχαν προσανατολισμό προς νότον και μικρά ανοίγματα στους συμπαγείς τοίχους για να εκμεταλλεύονται τη θερμική μάζα του κτηρίου.

Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της λαϊκής αρχιτεκτονικής του τόπου είναι ότι οι χωρικοί έχτιζαν με αυστηρό και λιτό τρόπο τα σπίτια τους για να εξυπηρετούν κυρίως την καθημερινότητά τους, οδηγούμενοι σε μια τυποποίηση της κάτοψης η οποία δεν εξηγείται απαραίτητα ως έκφραση λειτουργικών αναγκών των ενοίκων, αλλά προκύπτει και από τη μίμηση παρελθoυσών μορφών. Πυρήνας της παραδοσιακής οικίας ήταν το «δίχωρον» που συνιστούσε το δωμάτιο διημέρευσης της πολυμελούς οικογένειας, αξιοποιούνταν όμως και γι’ άλλες χρήσεις, όπως για ύπνο και υποδοχή ξένων. Γι’ αυτό και σε μια γωνιά βρισκόταν η μεταλλική «καρκόλα», το ξύλινο ερμάρι, το σεντούκι, η σκαλιστή κονσόλα και το στρωμένο τραπέζι, ενώ τους τοίχους κοσμούσε η ανάγλυφη «σουβάντζα» με τα «αλειφτά» πιάτα και οι υφαντές «μαντηλιές», καθώς και κάδρα πλουμισμένα με κουκούλια μεταξοσκώληκα. Σε ταπεινότερα εντούτοις σπίτια οι άνθρωποι διέμεναν σε ένα στοιχειώδες μακρόστενο δωμάτιο, το «μακρυνάριν», μαζί με τα ζώα τους, ειδικά τα πολύτιμα βόδια, ενώ δίπλα βρισκόταν και το «σιερωνάριν», ο αχυρώνας για τη φύλαξη των ζωοτροφών. Απαραίτητο ήταν το «σώσπιτο», ο σκοτεινός χώρος αποθήκευσης και διατήρησης προμηθειών, με τη σταθερή θερμοκρασία. Ουσιαστικό ρόλο επιτελούσε και το μαυροκαπνισμένο «μαειρκόν» – «πλυσταρκόν» με τους ψηλούς φεγγίτες στα ανατολικά όπου, σε πετρόχτιστες «νιστιές» και σε έναν πάγκο με «βούρνα», διεξάγονταν όλες οι διαδικασίες προετοιμασίας της τροφής καθώς και πλυσίματος των μαγειρικών σκευών, του ρουχισμού αλλά και των ίδιων των ανθρώπων. Εξαιρετικά σημαντικός σε μια νήσο με πολυήμερη καλοκαιρία ήταν ο ηλιακός ο οποίος αποτελούσε έναν ευήλιο και ευάερο, ημιυπαίθριο χώρο κατάλληλο για πραγματοποίηση ποικίλων δραστηριοτήτων όπως της επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων και της ύφανσης αλλά και για μεγάλες οικογενειακές συναθροίσεις. Ο καίριος αυτός χώρος, λόγω της κεντρικής του θέσης στη διαρρύθμιση της κάτοψης, ήταν σημείο ουσιαστικής λειτουργικής επικοινωνίας με τα άλλα δωμάτια και ταυτόχρονα μεταβατικός από την οικία προς την αυλή. Το σπίτι ήταν ανοικτό στη δεντροφυτεμένη αυλή με τον φούρνο, τον «αλακατόλακκο», το αποχωρητήριο και τα υπόλοιπα βοηθητικά κτίσματα, αλλά αποκομμένο από τον δρόμο με υψηλό περιτείχισμα, το οποίο διατηρούσε έτσι την εσωστρέφειά του και το καθιστούσε ασφαλέστερο. Η κατοικία μάλιστα κατασκευαζόταν στο βάθος του οικοπέδου, ώστε πίσω από τον μαντρότοιχο να εμποδίζεται κάθε αδιάκριτο βλέμμα και να αποκλείεται η επαφή με τον δημόσιο χώρο.

Φαίνεται λοιπόν ότι το κοινωνικό μοντέλο που ίσχυε στην οργάνωση του οικισμού στηριζόταν στην οικογενειακή ζωή, περιχαρακωμένη στα όρια της ιδιοκτησίας. Η ιδιωτικότητα ιεραρχούταν μάλιστα ως σημαντικότερη από την κοινωνικότητα, γεγονός που αποκαλύπτεται και από την έλλειψη δημόσιων χώρων και οποιασδήποτε κοινωνικής δραστηριότητας, πλην της τακτικής επαφής με το ναό, ο οποίος αποτελούσε πόλο κοινοτικής οργάνωσης. Γι’ αυτό και γύρω από την εκκλησία που τοποθετείται στο κέντρο όλων των οικισμών της ελεύθερης επαρχίας Αμμοχώστου αναπτύχθηκε πυκνή και συνεχής κατοίκηση με ακανόνιστους, γραφικούς δρόμους.

Σήμερα, αυτό το είδος κατοίκησης, χωρίς να έχει εξολοκλήρου διαφοροποιηθεί, εμφανίζει καινούργιες μορφές τις οποίες συνοδεύουν νέες αρχιτεκτονικές ποιότητες. Εντούτοις χρήσιμο θα ήταν να δείχνουμε και τον δέοντα σεβασμό στη διατήρηση προγενέστερων οικοδομικών προτύπων που, τουλάχιστον, το οικολογικό και οικονομικό τους στίγμα αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση.

Follow Vantagemag on Instagram to see the latest news