6 ποιήματα και 6 πίνακες για την μάνα

Με αφορμή τη γιορτή της μητέρας το VOLT ως ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης στο πρόσωπο που μας χάρισε το πιο όμορφο δώρο της ζωής, κάνει μια αναφορά στους ποιητές και στους ζωγράφους που αφιέρωσαν τα δικά τους ποιήματα και πίνακες αντίστοιχα στη μητέρα.

Του Ζανέττου Λουκά

Η αγαπημένη μας μάνα κατέχει εξέχουσα θέση στο μύθο και στη ιστορία, στη λαϊκή παράδοση και στην τέχνη, ειδικότερα στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση και στη ζωγραφική σε όλες της τις μορφές και όλες της τις εποχές.

Η εικόνα της μάνας είναι πολύμορφη, λόγω της ποσότητας του ποιητικού και αρτιστικού υλικού, μια και δεν υπάρχει ποιητής και ζωγράφος που να μην εμπνεύστηκε από τη μητρική προσφορά και να μην κατέθεσε το δικό του καλλιτεχνικό πρόσφορο.

“Το ψωμί της μάνας μου”

Mαχμούτ Νταρουίς

Μου λείπει το ψωμί της μάνας μου
Ο καφές της μάνας μου
Το άγγιγμά της
Φουσκώνουν μέσα μου οι παιδικές μου αναμνήσεις Μέρα τη μέρα

Πρέπει να δώσω αξία στη ζωή μου
Την ώρα του θανάτου μου
Πρέπει να αξίζω τα δάκρυα της μάνας μου
Και αν έρθω πίσω κάποια μέρα
Βάλε με σα μαντήλι στα βλέφαρά σου
Τα κόκαλά μου σκέπασε με χλόη
Που την αγίασαν τα βήματά σου
Δέσε μας μαζί
Με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά σου
Με μια κλωστή που κρέμεται από το φόρεμά σου Μπορεί να γίνω αθάνατος
Μπορεί να γίνω Θεός
Εάν αγγίξω τα βάθη της καρδιάς σου
Αν καταφέρω και γυρίσω
Κάνε με ξύλα να ανάψεις τη φωτιά σου
Σκοινί για να απλώνεις τα ρούχα σου στην ταράτσα του σπιτιού σου
Δίχως την ευχή σου
Είμαι πολύ αδύναμος για να σταθώ
Μεγάλωσα πολύ
Δώσε μου πίσω τους χάρτες των αστεριών που είχα παιδί
Για να βρω με τα χελιδόνια
Το δρόμο πίσω
Στην άδεια σου αγκαλιά.

Marc Chagall, Mother by the Oven (1914)

“Μάνα και Γιος”

Νικηφόρος Βρεττάκος

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της, μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο.
Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να ‘χε ο Διόνυσος γιορτή.
Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: “Ίτε παίδες Ελλήνων …” Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.
Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ’ ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα
μαλλιά τους κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ’ αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα, κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ’ την άλλη.

James Whistler, Whistler’s Mother (1871)

“Η μπαλάντα της μάνας”

Μελισσάνθη

“Την ώρα αυτή που τα μωρά ξυπνάνε
πάνω στου στήθους τη ζεστή φωλιά
πού να ‘ναι κι ο δικός μου γιος; πού να ‘ναι; Στης θάλασσας μέσα την αγκαλιά
με δίχως νανουρίσματα κοιμάται…
Κοιμάται ο γιος μου μη μου τον ξυπνάτε κύματα, πιο βαθιά μη μου τον πάτε
της άρμης σας πικρά είναι τα φιλιά.
Ποιο άλλο μικρό δέχτηκε τέτοια χάδια;
Πίνει για γάλα τον πικρόν αφρό
του κύματος φοράει τα τυλιγάδια
τριγύρω στο λαιμό τον τρυφερό.
Πού είδατε αλλού τέτοιο ακριβό γιορντάνι; Νάνι του, νάνι, νάνι- νάνι- νάνι
Σωπάτε, νάνι, το παιδί μου κάνει
Κι έχει για κούνια, τώρα το νερό. Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω

Pablo Picasso,
Portrait of the Artist’s Mother (1896)

“Προς την μητέρα μου”

Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μάννα μου, ἐγώ ̓ μαι τ ̓ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ ̓ ὅπου κι ἂν περάσει,

δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει. Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ ̓ ἀποδαρμένη μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ ̓ ἀφρισμένη, παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι

κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.

Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν ̓ ἀράξω μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω. Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν ̓ ἀγναντέψω. Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.

Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ μαύρη π ̓ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ̓βρει. Κι ἐκείνη μ ̓ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:

Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες ὄντας σὲ ἒπλασ ̓ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.

Vincent Van Gogh,
Portrait of the Artist’s Mother (188
8)

Η μάνα μου κι ο Σατανάς

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

Τη μεγάλη Παρασκευή
η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.
Δε φοράει πια εκείνο το ροζ
που τη θάψανε
κι ούτε κατεβαίνει ολοένα
με το κουτί της μαζί.
Τη Μεγάλη Παρασκευή
η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί
φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.
Το νύχι της το προτελευταίο
παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου
άγνωστη
όταν κρυφοσκεπτόταν
και κρυφοαμάρτανε
μακριά μου
σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της

Rembrandt, The Artist’s Mother (1629)

Παιδί, παιδάκι

Οδυσσέας Ελύτης

«… Μια νύχτα η μητέρα μου αγρυπνούσε μ’ ένα κομμάτι φεγγαριού στα χέρια της.
Ήταν κόκκινο, πελώριο, μυτερό στην κόψη του καθώς πριόνι, κι έβγανε καπνούς.
Εκείνη, καθισμένη σ’ ένα βράχο, δε μιλούσε, μόνο κοιτούσε μακριά κατά το Λιγονέρι.

Μια φυσαρμόνικα έκλαιγε σ’ όλο το μάκρος της ακρογιαλιάς κι έβλεπες οι σκιές να μεγαλώνουν. Ύστερα πήρε να φυσάει. Άκουγα ένα ένα τα φύλλα να μιλάν μέσα στον ύπνο μου. «Παιδί, παιδάκι.» Το νερό με ταλάντευε – κι όλη τη στεριά μαζί μου, και τα τζάμια που αστράφτανε πέρα και τα λευκά μετέωρα δώματα. Ήταν μια νύχτα πίσσα μαύρη. Αγριεμένα βελάζανε τα κύματα.

Μια γερόντισσα με ξέπλεκα λευκά μαλλιά και λαχούρι στους ώμους ασημένιο τον κρατούσε απ’ το χέρι και πήγαινε, μέσα στην κοσμοχαλασιά.
Ήτανε όμορφη! Όμορφη! Αγγέλισσα σωστή, που ευωδίαζε δεντρολίβανο.

Μέσα σε λίγες ώρες μου ‘πιε όλο το σκοτάδι ως την στερνή σταγόνα.
Χαράματα, όταν άνοιξα τα μάτια, κιόλας έστεκε ορθή, στραμμένη κατά την Ανατολή…»

Andy Warhol, July Warhola (1974)