Ότι και να γίνει θα έχουμε για πάντα το Παρίσι 

Του Ζανέττου Λουκά

Η µνήµη δεν µπορεί να κρατήσει τα πάντα. Θυµάται τα πιο έντονα. Χρειάζεται βοήθεια, και ανακαλεί τις πέντε αισθήσεις για να τις υπενθυµίζουν τις πιο έντονες µνήµες. Αυτές που κουβαλάµε µαζί µας µέχρι να κλείσουµε τα µάτια.  

Ο Αύγουστος κάνει δύο πράγµατα. Ή µε στέλνει πίσω ή µε σέρνει µπροστά. Είναι λες και ανακοινώνεται µία ετυµηγορία, που µου λέει ότι στο µισό της χρονιάς ότι ή δεν κατάφερα να προχωρήσω και να πραγµατοποιήσω αυτά που είχα στόχο και µε ξαναφέρνει στο σηµείο σκέψης και αφύπνισης, ή µε προχωρά 2 βήµατα παρακάτω στην τελική ολοκλήρωση. Φέτος είµαι στο πρώτο κοµµάτι. Στην σκέψη. Προσπαθώ να σκεφτώ ή κάποιες φορές να σταµατήσω να σκεφτώ, για να δω µακριά τι θέλει το σύµπαν να µου πει. ∆ιαβάζω, γράφω, βλέπω σειρές, ταινίες. Πολλές ταινίες. Παλιές, νέες, ότι κατεβάσει το µυαλό. (και το Νέτφλιξ). Με τις παλιές έχω φετίχ. Με βάζουν συχνά σε σκέψη. Ίσως γιατί βλέπω πως ζούσαν πριν αρκετά χρόνια και οραµατίζοµαι πως θα ήµουν αν ζούσα τότε. Μία απ’ αυτές είναι η περίφηµη «Καζαµπλάνκα», όπου αφηγείται τη ζωή στο Μαρόκο το 1943, στη δίνη του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου. Τότε η γαλλοκρατούµενη Καζαµπλάνκα αποτελούσε κάτι παραπάνω από εξωτικό προορισµό. Ήταν η αγορά που θα σε προµήθευε µε την πολυπόθητη (παράνοµη) βίζα για να δραπετεύσεις από την χιτλερική Ευρώπη στον ελεύθερο κόσµο, τη Γη της Επαγγελίας: την Αµερική. Όλα διαδραµατίζονται στο µπαρ του Ρικ, όπου εκεί συγκεντρώνεται κάθε λογής φυγάς. Την έχω δει 4 φορές. Στην τρίτη άρχισα να την καταλαβαίνω πιο βαθιά. Συνειδητοποίησα ότι είναι µία ταινία που έχει να κάνει µε την ψυχολογία του εγκεφάλου και πως το µυαλό κάνει εκρήξεις µνήµης και θύµησες µε τη βοήθεια των πέντε αισθήσεων. 

Ο πατριωτισµός, το καθήκον, το δράµα, η ίντριγκα και η περιπέτεια αποτελούν τη ραχοκοκαλιά του αριστουργήµατος Καζαµπλάνκα. Είναι η ιστορία δύο πρώην εραστών, του Ρικ (Χάµφρεϊ Μπόγκαρτ) και της Ίλσα (Ίνγκριντ Μπέργκµαν), οι οποίοι, µέσα από εξαιρετικές συνθήκες, βρίσκονται απέναντι ο ένας από τον άλλον σε ένα τραπέζι ενός µπαρ,  µετά από πολλά χρόνια, αποκαλύπτοντας τα µυστικά τους. Είναι η ιστορία ενός κόσµου που βρίσκεται σε πόλεµο και είναι η ιστορία των θυσιών που έπρεπε να κάνουν άνδρες και γυναίκες για να επιβιώσουν σε αυτόν τον κόσµο.

Μια από τις πιο αξιοµνηµόνευτες γραµµές στην ταινία είναι όταν ο κυνικός Ρικ λέει στην πρώην αγαπηµένη του Ίλσα «Θα έχουµε πάντα το Παρίσι». Ο Ρικ αναφέρεται στο σύντοµο ειδύλλιό τους, στις παραµονές του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου, µια ερωτοτροπία που έληξε απότοµα µε τη ναζιστική εισβολή στη Γαλλία. Όταν λέει αυτά τα λόγια στην Ίλσα, στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ο Ρικ αποδέχεται ότι αυτός και η Ίλσα δεν θα ξανασµίξουν ποτέ. Όταν ο κουρασµένος από τη ζωή Ρικ λέει αυτά τα τρυφερά λόγια, δηλώνει πραγµατικά τη θεωρία του για την ανθρώπινη µνήµη και αξιολογεί τη δική του. 

Γνωρίζουµε, µε βάση πρόσφατες µελέτες, ότι τα άτοµα που πάσχουν από Αλτσχάιµερ µπορούν να θυµούνται τα αγαπηµένα τους τραγούδια από δεκαετίες πριν, ακόµη και όταν έχουν ξεχάσει τα πρόσωπα των µελών της οικογένειάς τους. Και από τις πέντε αισθήσεις, η όσφρησή µας είναι η πιο στενά συνδεδεµένη µε τη µνήµη. 

Το παρελθόν δεν είναι τόσο µια σειρά γεγονότων όσο µια συλλογή από αισθησιακές εµπειρίες: η µυρωδιά των λουλουδιών, η γεύση µίας αφρώδους σαµπάνιας, ο ήχος της τζαζ στα αυτιά µας, µία έντονη οπτασία ενός αγαπηµένου µας ατόµου, που το βλέπουµε µετά από χρόνια. Και η ανάµνηση δεν είναι µια γνωστική ή χρονολογική διαδικασία, πάνω στην οποία έχουµε τον απόλυτο έλεγχο. Κλείνουµε τα µάτια µας για να δούµε, να µυρίσουµε και να γευτούµε φευγαλέες αναµνήσεις, πριν περάσει ο χρόνος και τις αφαιρέσει.

Όταν η Ίλσα εισέρχεται στο µπαρ του, ο Ρικ είναι θυµωµένος. ∆εν µπορείς απλά να αφήσεις τον άντρα που αγαπάς στο Παρίσι χωρίς εξήγηση, µετά να µπεις στο µπαρ του στο Μαρόκο χρόνια αργότερα και να απαιτήσεις ένα τραγούδι. Στο Παρίσι ήσουν ελεύθερη, όµορφη και σικ, τα έντονα φώτα, η γκλάµουρ ζωή, το ροζ χρώµα της σαµπάνιας είχαν άλλη αίγλη. Στην Καζαµπλάνκα, τα παλιά χαµηλά φώτα φωτίζουν πλέον την αλήθεια µεταξύ τους. Στην Καζαµπλάνκα, πλέον είναι παντρεµένη µε ένα άλλο άντρα.

«Ποια είσαι, αλήθεια, και τι ήσουν πριν;» ρωτάει ο Ρικ την Ίλσα.

«∆εν είπαµε καµία ερώτηση», λέει η Ίλσα. Η ίδια αναγνωρίζει ότι δεν µπορεί να µεταφέρει το οδυνηρό παρελθόν του Παρισιού στο παρόν. Εκείνη τη στιγµή, πιστεύει ότι δύο άνθρωποι µπορούν να είναι αληθινά ευτυχισµένοι, µόνο αν αγνοήσουν όλα τα σκληρά, άσχηµα και αναπάντεχα που τους είχαν συµβεί εκείνη την εποχή. 

Το Παρίσι ήταν τότε η µόνη πόλη στον κόσµο που ήξερες ακριβώς πως ήταν. Ένα συλλογικό κυνήγι απόλαυσης όπου κάθε ήχος, θέαµα και γεύση υπήρχε για να προάγει µια µοναδική διάθεση πολυτέλειας, αγάπης και έρωτα.

Στη µυθοπλασία και τον κινηµατογράφο, η αφήγηση αµφιταλαντεύεται µεταξύ σκηνής και περίληψης. Οι σκηνές έχουν πλοκή, χτίζουν ένταση και χαρακτήρα. Οι περιλήψεις συγκεντρώνουν µια συλλογή από µικρές λεπτοµέρειες για να µεταδώσουν την ορµή και να δείξουν το πέρασµα του χρόνου. 

Μία σκηνή δηµιουργεί συναισθήµατα ενώ ταυτόχρονα, παράγει µια κορύφωση ενθουσιασµού. Είναι αστείο και συγκινητικό, θριαµβευτικό και τραγικό. Επιτρέπει στον χαρακτήρα και στον θεατή να βιώσουν, σε συµπυκνωµένη µορφή, οποιαδήποτε διάθεση θέλει να οικοδοµήσει η ταινία.

Σε κάποια στιγµή, η Ίλσα ζητά από τον Σαµ να παίξει το τραγούδι που διατρέχει τις αναµνήσεις της ίδιας και του Ρικ από το Παρίσι.

«Παίξε το, Σαµ. Παίξε το «As Time Goes By».

«Ω, δεν µπορώ να το θυµηθώ, δεσποινίς Ίλσα. Είµαι λίγο σκουριασµένος σε αυτό».

«Θα σου το σιγοτραγουδώ», του απαντάει.

Η Ίλσα παρασκεύαζε ένα ισχυρό ξόρκι, για να διεκδικήσει ξανά τον αγαπηµένο της. Ήλπιζε να «πιάσει» τον Ρικ σε αυτούς τους στίχους, σε αυτό το γαϊτανάκι των αναµνήσεων. Τον χρειάζεται για να επουλώσει τις σκηνές θλίψης, που έκλεισαν το τέλος της σχέσης τους στο Παρίσι.

Αλλά ο Ρικ της απαντάει, «Νόµιζα ότι σου είπα να µην ξαναπαίξεις αυτό το τραγούδι». Ο ίδιος κλείνει κάθε συναισθηµατικό κάλεσµα έτσι ώστε να µην λυγίσει. Στο τέλος, ο Ρικ δεν είναι αυτός που επηρεάζεται περισσότερο από τις αναµνήσεις του Παρισιού. Η Ίλσα είναι. Παρασύρεται από το δικό της ξόρκι. Όταν ο Ρικ της λέει ότι δεν µπορεί να µείνει µαζί του και ότι πρέπει να ξεφύγει από την Καζαµπλάνκα µε τον σύζυγό της, κάνει µια παύση. Στο µυαλό µας, ακούµε στίχους του «As Time Goes By». Στη γλώσσα µας, γευόµαστε τη σαµπάνια του Παρισιού.

Θα έχουµε πάντα το Παρίσι. Και θα έχουµε πάντα την Καζαµπλάνκα. 

Στο τέλος της ταινίας, σε µία σκηνή που ανήκει στην ανθολογία του παγκόσµιου σινεµά, ο Ρικ,  µε ένα µείγµα κυνισµού και συναισθηµατισµού, «σπρώχνει» την αγαπηµένη του προς το αεροπλάνο και µακριά του. Αυτή αντιδρά στον αποχωρισµό ρωτώντας τον: «Τι θα γίνει µε µας;». Κι αυτός ξεστοµίζει την φράση: «Εµείς θα έχουµε πάντα το Παρίσι». Το καταφύγιο των ωραίων αναµνήσεων µας.