«Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει…» – Του Παντελή Θεοδοσίου
Όταν ζήτησα από τον εκδότη μας να μου παραχωρηθούν δύο σελίδες σε αυτό το τεύχος, πίστευα πως θα μπορούσα να ξεσπάσω τον θυμό που είχα μέσα μου πάνω στις λέξεις. Πίστευα πως με το να γράψω όλα όσα σκέφτομαι θα μου έκανε καλό. Ήθελα να καρφώσω σαν πρόκες τις λέξεις να μην τις παίρνει ο άνεμος. Να τις καρφώσω τόσο βαθιά όσο και οι πληγές που άνοιξε σε όλους μας αυτό το δυστύχημα. Όταν άκουσα τον επικήδειο λόγο του θείου μας Πάτερ Χριστόδουλου κάτι άλλαξε μέσα μου. Ξάφνου, ο θυμός έγινε δύναμη και το πένθος συγχώρεση.
Γράφω και σβήνω, γράφω και κλαίω. «Όταν δεν ξέρεις τι να πεις, μην παίζεις με τις λέξεις», λέω δυνατά στον εαυτό μου και σηκώνομαι για να φτιάξω τον τέταρτο καφέ. Ξημερώματα, πήγε τέσσερις η ώρα κι ακόμα δεν μπορώ να βάλω πάνω στο χαρτί σε μια σειρά τις λέξεις που μέσα μου με καίνε. Τικ-τικ ακούγονται οι σταγόνες του γαλλικού καφέ να πέφτουν στην καφετέρια και ήχος στοιχειώνει το άδειο σπίτι. Τικ-τικ και φέρνω στο μυαλό τον ποιητή Πάμπο Κουζάλη: «Πού να ‘βρεις λόγια να τα πεις, όταν το φως της αστραπής τα μάτια σου ‘χει κάψει; Ντρέπομαι που στολίστηκα τ’ άνθη και δεν τσακίστηκα, μα ποιος να τα ξεγράψει;». Το σημείωμά του συνοδεύει μια ανθισμένη αμυγδαλιά.
Την περίμενα φέτος την Άνοιξη με αγωνία, σαν παιδί που περιμένει τον Άγιο Βασίλη. Πάει στοιχειώθηκε κι αυτή η εποχή. Όσο και να έρχεται η Άνοιξη, όσο όμορφες αμυγδαλιές και να ανθίζουν κάθε χρόνο, πάντα μέσα στην ψυχή μια τόση δα μικρή κάμπια θα στροβιλίζει. Χαμογελώ και σε σκέφτομαι, Κυπριανέ
μου, να κοιμάσαι τόσο γαλήνια στο άσπρο σου φέρετρο μπας και τρομάξει η κάμπια και μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Μια πολύχρωμη, σπάνια, υπέροχη και εφήμερη σαν την αγνή ψυχή σου πεταλούδα που θα μου φέρνει ες αεί το Αναστάσιμο μήνυμα. Στάθηκα μπροστά στο φέρετρό σου και ανακάλεσα όλες τις σκέψεις, όλους τους λογικούς και παράλογους συνειρμούς που πέρασαν από το μυαλό μου όσες μέρες σε ψάχναμε στα συντρίμμια. Μέσα μου ένιωσα από την πρώτη στιγμή ότι κοιμήθηκες. Με βόλεψε πολύ η χρήση αυτού του ρήματος εκείνες τις δύσκολες μέρες. Είχε τη δυνατότητα να αναπαράγει στο μέσα μου απτές και ταυτόχρονα φευγαλέες υπερρεαλιστικές στιγμές, καθώς οι άλογες σκέψεις πάλευαν με όλων των ειδών συμβολισμούς, αναζητώντας μια λεπτή ισορροπία.
Όσο παρέμενες αγνοούμενος, Κυπριανέ μου, ο χρόνος περνούσε βασανιστικά γρήγορα. ∆εν πέρασε στιγμή που να μην προσευχήθηκα στον Θεό να βρεθεί το σώμα σου και να μας παραδοθεί. Ήθελα να το δω, για να το καταγράψω σαν απόδειξη, σαν υλικό πειστήριο του θανάτου στο μυαλό μου, για να μπορέσει το πνεύμα μου να αποδεχθεί την εκκίνηση του πένθους. Απερίγραπτη η ανακούφιση που ένιωσα μόλις ενημερωθήκαμε ότι βρέθηκες. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο αγκαλιαστήκαμε με μια πελάτισσα, είπαμε «∆όξα τω Θεώ» και χαμογελάσαμε. Μια άλλη πελάτισσα μας κοιτούσε σαν χαμένη και καθώς σταυροκοπιόταν, αναρωτήθηκε αν το ζούσαμε όλο αυτό. Αν όντως οι συνθήκες αυτού του δυστυχήματος μας έφτασαν στο σημείο να χαιρόμαστε
που βρέθηκαν τα παιδιά μας πεθαμένα. Τραγικό, αλλά όντως συνέβαινε στα αλήθεια!
Η σωρός σου έφτασε στην εκκλησία λίγο πριν τα μεσάνυκτα. Επέλεξα την ασφάλεια ενός σκάμνου πίσω από το αριστερό ψαλτήρι. Σημείο αποκομμένο, σκοτεινό και απόμερο χωρίς καμία οπτική επαφή με τον υπόλοιπο χώρο. ∆εν είχα το κουράγιο να σε δω. ∆εν το άντεχα. ∆εν ήθελα να σε δω ξαπλωμένο. Ήθελα να σε θυμάμαι όρθιο. Επιθυμούσα να κρατήσω στη μνήμη μου το όμορφο πρόσωπό σου, όπως σε είχα δει την τελευταία φορά τη μέρα των Χριστουγέννων στο οικογενειακό τραπέζι. Πάλεψα μέσα μου μέχρι τις τρεις και μισή τα ξημερώματα μέχρι να βρω το θάρρος και να σταθώ δίπλα σου.
Στάθηκα δίπλα στο φέρετρό σου και θυμήθηκα την πρώτη φορά που σε συνάντησα. Ένα μικροκαμωμένο δωδεκάχρονο παιδάκι που μου άπλωσες το χέρι σαν κανονικός άντρας και συστήθηκες. Προσπάθησα να σε ψαρώσω, να σου κόψω τον αέρα με το κρύο μου χιούμορ, λέγοντάς σου «να μου μιλάς στον πληθυντικό,
πλέον είμαι ο μεγαλύτερος ξάδελφός σου και θα με σέβεσαι» κι εσύ με απόλυτη ηρεμία με έβαλες στη θέση μου. « Ο σεβασμός κερδίζεται και μέχρι να τον κερδίσεις, εγώ θα σε αγαπώ σαν εν Χριστώ αδελφό, σαν τον άντρα της μεγαλύτερης ξαδέλφης μου». Το σεμνότερο, το ομορφότερο χαστούκι που δέχτηκα στην ενήλικη ζωή μου και το μοναδικό που δεν με πόνεσε, αλλά με έκανε να αναλογιστώ πολλά.

Κάθε φορά που συναντιόμασταν, μου έριχνες πολλά τέτοια χαστούκια. Οι απαντήσεις σου κοφτές, ξεκάθαρες και πνευματικά συνειδητοποιημένες. Απίστευτο το γεγονός πόσο μπορούσες να ηρεμείς το μέσα μου και ταυτόχρονα με τον τρόπο σου να γκρεμίζεις συθέμελα πολλά από όσα πίστευα, κάνοντάς με να αναθεωρώ κάθε τρεις και λίγο πολλές από τις απόψεις μου. Ήσουν ένα παιδάκι με ειλικρινή πίστη στον Θεό, με όρια ανθρώπινα και με κριτήρια Θεία. Ένας μαχητής, ένας ταπεινός αγωνιστής που πέρασε από τα επίγεια τόσο αθόρυβα και διακριτικά. Μια ήρεμη δύναμη, ο καταδρομέας της καρδιά μας και η αδυναμία όλης της οικογένειας. Όλοι μας σε ξεχωρίζαμε και ας μην το εξομολογηθήκαμε ποτέ δημόσια ο ένας στον άλλο. Ανθρώπινο κουσούρι οι αδυναμίες βλέπεις…
Την ηρεμία και την πραότητα σου τις έγραψα στο λεξικό της ζωής μου σαν συνώνυμες λέξεις πλάι στο όνομά σου. Την ζήλευα πάντα να ξέρεις αυτή την πνευματική σου ηρεμία. Ήθελα πολύ να σου μοιάσω κάποτε και ας σε περνούσα δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια. Μακάρι να γύριζα τον χρόνο πίσω και να μπορούσα κι εγώ σαν κι εσένα να αφήσω πολλά πράγματα να πέφτουν κάτω. Να διέγραφα λόγια που ξεστόμισα και να άλλαζα συμπεριφορές και στάση ζωής. Να έχω εκείνο το καθάριο, διάφανο σαν κρύσταλλο βλέμμα σου μέσα από το οποίο μπορούσα να δω κατευθείαν μέσα στην ψυχή σου.
Σε βλέπω να κοιμάσαι στη μέση του ναού και γύρω σου εκατοντάδες πρόσωπα ανέκφραστα να σε κοιτούν. Βυθισμένοι όλοι στις σκέψεις σου. Κάποιοι σου χαϊδεύουν τα μαλλιά αργά και στοργικά μην σε ξυπνήσουν. Σε ακούμπησα και εγώ, πολύ τολμηρό για τα δικά μου δεδομένα αλλά το έκανα. Μέχρι να σε αποχαιρετήσω με περικύκλωσαν άπειρα πρόσωπα. Σίγουρα όλοι τους έζησαν και έχουν κάτι να θυμούνται από εσένα. Σπαράζουν αθόρυβα και μερικοί προσπαθούν να χαμογελάσουν. Βάζω τον εαυτό μου στη θέση σου και αναρωτιέμαι στ’ αλήθεια πόσοι θα ήταν γύρω μου, αν ήμουν στη θέση σου. Λογικά ελάχιστοι λόγω λανθασμένων χειρισμών.
Θα την θυμάμαι για πάντα εκείνην την στιγμή. Στο μέσο της εκκλησίας, ανάμεσα σε ψαλμωδίες, κάπου ανάμεσα φθοράς και αφθαρσίας έκλαψα πικρά για όλες τις παρεξηγήσεις που βίωσα, που προκάλεσα ή επέτρεψα να συμβούν. Ένιωσα ξαφνικά την ψυχή μου να βαραίνει με όλα όσο μάζεψα και σφράγισα μέσα μου. Μετάνιωσα για όλες τις φορές που αντέδρασα εκδικητικά με μίσος, για όλες τις φορές που απάντησα στην κακία με κακία και για όσα άδικα φόρτωσα άδικα στην πλάτη μου, με αποτέλεσμα να με γονατίσουν.
Ένιωσα ηλίθιος για όσες φορές θίχτηκα από μικροπρεπείς προσβολές. Ένιωσα βλάκας που δεν αντιλήφθηκα νωρίτερα ότι ο κόσμος δε θα σταματήσει να προσβάλλει, να πληγώνει, να επιτίθεται, να κατηγορεί και θελημένα έγινα κρίκος στην αλυσίδα του κακού, επιμηκύνοντας την κι άλλο. Μια αδιόρατη θλίψη ήρθε και θρόνιασε στη ψυχή μου για όλες εκείνες τις στιγμές που δεν παρέμεινα ήρεμος, που δεν έδωσα τόπο στην οργή κι ας άφηνα τον άλλο να βγει από πάνω. Μετάνιωσα για όλα τα χρονοδιαγράμματα, όλα τα εφιαλτικά πρέπει που μπλόκαραν πιθανόν μια διαφορετική εξέλιξη της ζωής μου. Σε θαύμασα που είχες την ωριμότητα να ερωτευτείς και να θέλεις να παντρευτείς πριν καν τελειώσεις το πανεπιστήμιο. Αγωνιούσες να βρεις δουλειά και να αναλάβεις τις ευθύνες σου. Μεγάλο και σπουδαίο πράγμα η ανάληψη ευθυνών. Ολόκληροι κυβερνώντες και κανένας δεν αναλαμβάνει, κανείς δεν θέλει να χρεωθεί τον θάνατό σας.
Κοιμήθηκες και με έκανες να αντιληφθώ ότι τελικά ίσως και να μην υπάρχει η καλύτερη ή η κατάλληλη στιγμή για να είσαι ευτυχισμένος. Κάθε στιγμή είναι η κατάλληλη αρκεί να αντιληφθούμε ότι η ευτυχία είναι το ταξίδι και όχι ο προορισμός.
Ευτυχία είναι να κοιμάσαι το βράδυ χωρίς σκέψεις, να κοιμάσαι δίπλα στον άνθρωπο σου αγκαλιά και όχι με την πλάτη γυρισμένη. Ευτυχία είναι να ξυπνάς το πρωί και να νιώθεις ευγνώμων που ξύπνησες και έχεις την υγειά σου. Να πηγαίνεις στη δουλειά σου με χαμόγελο και να εργάζεσαι σαν να μην έχεις ανάγκη από χρήματα, αλλά από επιλογή. Ευτυχία είναι να αγαπάς με όλο σου το είναι, χωρίς να σκέφτεσαι ότι μπορεί να πληγωθείς. Ευτυχία είναι να χορεύεις, να τραγουδάς και να εκφράζεσαι σαν να μην σε βλέπει κανένας. Ευτυχία είναι να ζήσεις να δεις το δέρμα σου ρυτιδιασμένο, τα μαλλιά σου να ασπρίζουν και τις μέρες σου να γίνονται χρόνια!

Κοιμήθηκες και τόσες μέρες μετά ακόμα όλοι μιλάνε για σένα. Όλοι υμνούν το μεγαλείο της ψυχής, τη γενναιοδωρία και την καλοσύνη σου. Ίσως τελικά, η μεγαλύτερη επίγεια ευτυχία είναι να συνεχίσεις να υπάρχεις ακόμα όταν πλέον δεν θα υπάρχεις. Να συνεχίσουν οι άνθρωποι να κρατάνε το στίγμα σου μέσα τους ζωντανό και να μιλάνε για σένα με ευγνωμοσύνη κι ας μην είσαι πια εδώ. Ανακαλώ τη στιγμή που στάθηκα μπροστά στον τάφο σου. Τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι τελικά δεν ήταν όνειρο όλο αυτό. Ένας ζωντανός εφιάλτης ήταν και εγώ ξύπνιος κοιτούσα τον τάφο σου αναλογιζόμενος τη μικρότητα της ύπαρξης μας στο σύμπαν.
Στεκόμουν μπροστά στον τάφο σου κρατώντας σφικτά το χέρι της κόρης μου. Από τη στιγμή που κοιμήθηκες, ραγίζει η καρδιά μου κάθε φορά που την αποχωρίζομαι. Όταν της αφήνω το χέρι, αισθάνομαι ανίκανος να ξορκίσω το κακό. Κοιτάω κενός τα στεφάνια και τις ανθοδέσμες στοιβαγμένες πάνω
από το σωρό χώματος. «Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει…!». Στοιβαγμένοι, κουλουριασμένοι και αγκαλιασμένοι γύρω σου οι φίλοι, οι συμφοιτητές, τα αδέλφια, τα ξαδέλφια και οι συγγενείς σου. ∆εν θέλουν να φύγουν, αρνούνται πεισματικά να φύγουν μακριά σου. Τόσα αθόρυβα και τόσα πολλά δάκρυα μαζεμένα μαζί πρώτη φορά είδα στη ζωή μου.
Εκείνην την μέρα δεν κηδέψαμε απλά έναν άγγελο, αλλά μια ολόκληρη γενιά. Μια γενιά που της πήραμε τα όνειρα και της δώσαμε πληγές. Μια γενιά που της πήραμε το μέλλον της και της επιστρέψαμε μερικά νεκρολούλουδα. Μια γενιά που την διώχνουμε σε άλλες χώρες για μια καλύτερη ζωή. Μια γενιά που την σκοτώνουν τα ανθρώπινα λάθη και όταν διαμαρτύρεται της πετάμε καπνογόνα και την δέρνουμε.
Κοιμήθηκες ή μάλλον σε βάλαμε με το ζόρι για ύπνο, Κυπριανέ μου, και τριάντα μέρες μετά τίποτα δεν άλλαξε. Στα κανάλια παρελαύνουν οι πολιτικοί, οι συντεχνιακοί, οι «πρώην», οι «νυν», οι «ίσως», οι «θα» και οι άσχετοι με άποψη. ∆ηλώνουν εξοργισμένοι με βλέμματα γεμάτα θλίψη, με απόγνωση, ανήμποροι να κάνουν κάτι μπροστά στο χαμό. Τους κοιτάω και σκέφτομαι ότι εδώ ταιριάζει τέλεια ο Βίκτωρ Ουγκώ με το «Πόσο φοβισμένη είναι η υποκρισία, σπεύδει αμέσως να υπερασπιστεί τον εαυτό της…!».
Όση ώρα η μισή κυβέρνηση σκοτώνεται στα κανάλια, η άλλη μισή, αντί να στείλει άμεσα δέκα τεχνικούς να εγκαταστήσουν το σύστημα παρακολούθησης των τρένων, πρότεινε τη σύσταση επιτροπής για να διερευνήσουν το θέμα.
Η έρευνα και η τιμωρία δεν είναι αυτοσκοπός. Η τιμωρία έχει σκοπό τη μη επανάληψη του αδικήματος ή κακουργήματος. ∆υστυχώς, εμείς οι άνθρωποι
αν δεν υπάρχει ο φόβος της δικαιοσύνης και ο φόβος του Θεού, είμαστε ικανοί να κάνουμε τα πάντα. ∆υστυχώς, ζούμε σε μια κοινωνία που η δικαιοσύνη είναι σάπια και η απομάκρυνσή μας από το Θεό έχει καταλύσει κάθε ηθικό όριο, με αποτέλεσμα όλα να επιτρέπονται.
Μόλις σε βάλαμε για ύπνο Κυπριανέ εσένα και τους άλλους πενήντα επτά, ξεκίνησαν οι αναγγελίες των αποζημιώσεων. Πλούσιες οι παροχές. ∆ιορισμοί στο δημόσιο, έξτρα σύνταξη, σβήσιμο χρεών και χρηματική αποζημίωση. Στο τέλος, θα μας κάνουν να νιώσουμε κι άσχημα που δεν επιβιβαστήκαμε κι εμείς στο τρένο, για να ξεχρεώσουν οι οικογένειές μας. Ντράπηκε και η ντροπή μαζί τους. Πόσος ξεπεσμός…
Αποζημιώσεις και υποσχέσεις. Αν μήτε άλλο, βάλτε τα όλα μαζί σε ένα τιμοκατάλογο. Σας εκλιπαρώ, καρφιτσώστε τα σε μια πινακίδα ανακοινώσεων, μην χαθούν και ψαχνόμαστε. Μόνο μην σπαταλήσετε όλες τις πινέζες για να καρφιτσώσετε τις υποσχέσεις. Κρατήστε και μερικές για να έχετε να καρφιτσώσετε και τις ψεύτικες συγγνώμες σας μερικούς μήνες μετά.
Το μόνο που με θλίβει είναι ότι σε δυο μήνες όλα θα έχουν καταλαγιάσει. Ο θυμός, η αγανάκτηση, ο ξεσηκωμός και οι διαδηλώσεις θα δώσουν τη θέση τους στα χρέη, την ανεργία, τις αρρώστιες, τους έρωτες και τα διαζύγια. Όταν θα σβήσουν τα φώτα των καμερών, κανένας δεν θα σε θυμάται Κυπριανέ μου. Η μεγαλοψυχία του πατέρα σου και η ειλικρινής του συγχώρεση στους υπαίτιους δεν θα πουλάει πια. Μόνο όσοι τους λείπεις πραγματικά, θα σε θυμούνται. ∆υστυχώς, τα ανοιξιάτικα συνολάκια των ινφλουένσερς και οι νέοι έρωτες του κάθε ανθυποστάρ του σάπιου συστήματος θα πουλάνε περισσότερο σαν είδηση. Η συνήθεια της σαπίλας και η αποχαύνωση δυστυχώς κυλάει στο αίμα μας. Θα σας ξεχάσουμε δυστυχώς μέχρι το επόμενο έγκλημα ή το επόμενο δυστύχημα από ένα ανθρώπινο λάθος, που θα αιμορραγήσουμε ξανά και θα δούμε το σάπιο μας αίμα και θα σοκαριστούμε ξανά απ’ την αρχή…