Χαμένα καλοκαίρια, μουδιασμένα φθινόπωρα – Του Παντελή Θεοδοσίου

Και κάπως έτσι, ήρθε ο Σεπτέμβριος και έφυγε το καλοκαιράκι. Μόνο καλοκαιράκι δεν μπορείς να το αποκαλέσεις το φετινό. Καλοκαίρι είναι όταν μετράς μπάνια, στιγμές ξεγνοιασιάς και απαριθμείς υπέροχες αναμνήσεις. Όταν αντί εμπειρίες μετράς νεκρούς, πνιγμένους, σκοτωμένους και όταν γενικά ο πλανήτης φλέγεται κυριολεκτικά και μεταφορικά, κόλαση το λες χωρίς δεύτερες σκέψεις και όχι καλοκαίρι.  

Και κάπως έτσι, άκομψα και μουδιασμένα καλωσορίζουμε τον Σεπτέμβριο και το φθινόπωρο. Ημερολογιακά τουλάχιστον, γιατί θερμοκρασιακά παραμένει ακόμα καλοκαίρι.  

Λανθασμένα ο πρώτος μήνας του Φθινοπώρου συνοδεύεται πάντα με την ατάκα «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Ποτέ μου δεν το κατάλαβα και ποτέ δεν θα το αποδεχθώ, γιατί με το ζόρι πρέπει να «μαζευτώ». Γιατί ντε και καλά πρέπει να νιώσω ότι στα μέσα του πουθενά η έλευση του Σεπτέμβρη πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν Πρωτοχρονιά; Γιατί πρέπει να τρέχω να βρω νέους στόχους, νέα χόμπι και νέες αρχές; Μια χαρά μου αρκεί και η ρουτίνα μου. Μια χαρά το εμπέδωσα το «δουλειά-σπίτι-δουλειά».  

Έρευνες κατέδειξαν ότι ο πιο μπερδεμένος μήνας του χρόνου (σε ψυχολογικό επίπεδο), ο Σεπτέμριος, βρίσκει το σαράντα τοις εκατό του πληθυσμού του πλανήτη -μεσήλικες κυρίως- να περνάνε μια μίνι φθινοπωρινή κατάθλιψη. Η επανένταξη στους γρήγορους ρυθμούς ζωής και κυρίως οι επικείμενες απαιτήσεις του χειμώνα, μετά τη χαλάρωση του καλοκαιριού, αποτελούν πρόκληση, ανεβάζοντας σε υψηλότερα επίπεδα το στρες.

Ο Σεπτέμβρης αποτελεί έναν από τους πιο αγχωτικούς μήνες του χρόνου. Ίσως γιατί όσο μεγαλώνουμε και βυθιζόμαστε αργά στο μέλλον, τόσο περισσότερο αναδύεται μέσα μας το παρελθόν. Είναι τόσο έντονη, τόσο αναπόφευκτη αυτή η ανθρώπινη διεργασία που σε αναγκάζει να ταξιδέψεις πίσω σε ιστορίες από το μακρινό παρελθόν, γεγονότα που μας έκαναν ευτυχισμένους, σε πράγματα που μας πλήγωσαν, σε έρωτες και σε χαμένες αγάπες, σε χαμένα καλοκαίρια, σε… σε…

Προσωπικά, πάντα καταλήγω στην ανάμνηση ενός μικρού παιδιού, με το καπελάκι μου στραβό, πατικωμένος στην αντηλιακή λοσιόν να παίζω με κουβαδάκια και τσουγκράνες. Πλατσουρίζω στην ακρογιαλιά, υπό το άγρυπνο βλέμμα της μάνας μου, η οποία ταυτόχρονα περνάει τιμολόγια, σφραγίζει, γράφει και σβήνει σε άπειρες στοίβες χαρτιών στο πτυσσόμενο τραπέζι μελαμίνης, καθισμένη στην εμπριμέ υφασμάτινη καρέκλα κάτω από τη ριγέ ομπρέλα με τα χοντρά μάλλινα κρόσια.

Πόσο τα αναπολώ αυτά τα χαμένα καλοκαίρια. Έτσι τα βάφτισα «χαμένα», όχι επειδή δεν τα έζησα, όχι επειδή δεν τα χάρηκα και δεν τα κουβαλώ πάντοτε μέσα μου, αλλά επειδή δυστυχώς γνωρίζω ότι δεν πρόκειται να ξανάρθουν. Υπ’ αυτήν την έννοια, το «χαμένα» συνιστά σημασιολογική παρέκβαση. Χαμένο είναι μόνο ό,τι δεν σε αφήνουν να το ζήσεις. Ό,τι σου πήραν, προτού βιώσεις την απώλειά του, την υποτέλειά του στους νόμους του χρόνου και του χώρου.

Το σύμπαν πάντα θα συνομωτεί για να ζήσεις ότι δεν έζησες. Στην περίπτωση της μάνας μου πλουσιοπάροχα το σύμπαν την ανταμοίβει με μια απαιτητική Ευαγγελία που δεν χορταίνει βόλτες στα πάρκα, παιχνίδι, δραστηριότητες και παγωτό. Ό,τι δεν έζησε μαζί μου, το ζει τώρα σαν γιαγιά με το παιδί του παιδιού της. Αν και δεν είναι δίκαιο για εμένα, ζω με την ελπίδα ότι ο καλός Θεός θα μου επιτρέψει μια μέρα να γίνω παππούς και να ζήσω κι εγώ με τη σειρά μου όσα δεν έζησα με την Ευαγγελία σαν πατέρας. Και αυτό να μην συμβεί το φετινό καλοκαίρι ήταν μια ρεαλιστική προπόνηση του πόσο τρομακτικά άδειο θα είναι το σπίτι όταν η Ευαγγελία θα είναι μονίμως κάπου αλλού. Αυτή η προσωρινή καλοκαιρινή μετακόμιση στην γιαγιά άνοιξε μέσα μου μια μαύρη τρύπα.   

Σε γενικές γραμμές, ο φετινός Σεπτέμβριος μας βρίσκει σε συλλογικό επίπεδο κομματάκι μουδιασμένους, αμήχανους και αναποφάσιστους. Ας είμαστε ειλικρινείς και ας παραδεχθούμε ότι το φετινό καλοκαίρι όντως το χάσαμε. Το χειρότερο δε είναι πως, σε αντίθεση με τα καλοκαίρια της σχεδόν δεκαετούς κρίσης, επικρατεί πλέον σε όλους μας μία εύλογη απαισιοδοξία, ακριβώς επειδή όλα είναι στον αέρα. Δεν υπάρχει δυνατότητα μιας λογικοφανούς έστω πρόβλεψης για το μέλλον, πόσο μάλλον μιας ξεκάθαρης πορείας για το τι μέλλει γενέσθαι. Κι αν αντιτείνει κανείς ότι αυτή η ασάφεια και το αίσθημα αβεβαιότητας καταγράφεται λίγο πολύ παντού στον πλανήτη, σίγουρα οφείλει να αναγνωρίσει το χάος της κυπριακής ιδιαιτερότητας, όπως και τον πρότερο υφεσιακό μας βίο. Σε μας ταιριάζει άριστα το «ήταν στραβό το κλίμα, το έφαγε κι ο γάιδαρος».

Πέρασε το καλοκαίρι και τα περισσότερα βράδια στις πλείστες, «ανέμελες» κατά τα άλλα, παρέες το κεντρικό θέμα συζήτησης-απορία ήταν «Μέχρι πότε; Μέχρι πότε θα ζούμε στο χείλος του γκρεμού; Πόσο ακόμη μπορεί να αντέξει η ταλαίπωρη κοινωνία να πορεύεται σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης; Πόση ακρίβεια; Πόσοι μετανάστες; Πώς θα επιβιώσουμε; Πόσο ακόμα να χρηματοδοτούμε τις κατεχόμενες περιοχές;».

Με τέτοια ερωτήματα, στα αλήθεια το φετινό καλοκαίρι μας έφυγε μέσα από τα χέρια. Mείναμε με την απορία ποιο είναι εκείνο το σημείο όπου πολιτικοί, επιστήμονες, φορείς και κοινωνία των πολιτών θα συνομολογήσουν ότι δεν πάει άλλο και κατά συνέπεια ότι πρέπει να συνδιαμορφωθεί μία μακροχρόνια στρατηγική, με σκοπό πρωτίστως την επιβίωση και δευτερευόντως τη συνεκτικότητα του κοινωνικού ιστού.

Η μελαγχολία και η ψυχική αναζήτηση του Σεπτέμβρη υπάρχει και οι ειδικοί λένε ότι είναι εφήμερη. Η φετινή μελαγχολία ίσως και να μην έπρεπε να είναι εφήμερη. Πάντα κάτι θα τελειώνει και πάντα κάτι θα ξαναρχίζει. Η δύναμή μας είναι εκεί και πρέπει επιτέλους να την ανακαλύψουμε. Αν κοιτάξεις το τέλος ως αρχή και την αρχή ως τέλος, τότε και μόνο τότε θα εκκινήσει επιτέλους η ανθρωπότητα να επαναπροσδιορίζεται. Το τέλος και η αρχή αποτελεί τον κύκλο της ζωής μας και αυτό ακριβώς ορίζει η διαδικασία της εξέλιξης.

Εκεί που κάτι τελειώνει, κάτι καινούργιο ξεκινά. Σταμάτα να αγχώνεσαι για πράγματα που δεν μπορείς να ελέγξεις. Πίστεψε στις ικανότητές σου να ξεπερνάς τις δυσκολίες και να κάνεις τη ζωή σου ομορφότερη. Για αυτά που μπορείς να ελέγξεις και πάνω από όλα μπορείς να αλλάξεις, το μυστικό δεν κρύβεται στις ικανότητες που έχεις, αλλά στην πίστη ότι μπορείς να τα καταφέρεις!