Τυχερός μέσα στη φρίκη του πολέμου – Του Μιχαλάκη Τσαππαρίλα
Μία ιστορία που περιγράφει τη ζωή του Νική Γεωργίου και την αγάπη του για το Βαρώσι, τη Νέα Σαλαμίνα αλλά και τον αθλητισμό.
Βαρώσι, 3 Δεκεμβρίου 1924. Ο Γιώργος, ψαράς στο επάγγελμα μόλις μάζεψε τη πλούσια ψαριά του. Θα τα πουλούσε και θα αγόραζε ρούχα για το πρώτο του παιδί. Η Δκιαμαντού του ήταν στις μέρες της. Κάθισε με τους συνάδελφους του να πουν τα νέα τους. Σε λίγο ήλθε τρέχοντας ο μικρός γιος του γείτονα του, «Θκειέ Γιώρκο. Έλα έσσω τζαι η θκειά μου η Δκιαμαντού τζοιλιοπονά. Ήρτεν τζαι η Λευκή». Σε πέντε λεπτά ήταν στο σπίτι. Μόλις μπήκε μέσα ακούστηκε το κλάμα του μωρού. Στάθηκε στη πόρτα αμήχανος. Σε λίγο βγαίνει από τη κρεβατοκάμαρα η Λευκή με το μωρό τυλιγμένο σε ένα σεντόνι. «Να σας ζήσει ο γιος σας» και του το έδωσε στα χέρια. Ο Γιώργος πήρε το νεογνό και το σήκωσε ψηλά. «Καλωσόρισες γιε μου. Να ́ σαι καλόκαρτος, γερός τζαι δίκαιος» και του φύσηξε στα ρουθούνια. Μετά πήγε και φίλησε τη Δκιαμαντού στο μέτωπο. Της τον έβαλε στη αγκαλιά. «Ευχαριστώ σε πολλά, γυναίκα, για τον γιο μας. Να τον βγάλουμε Νικόλα. Τζαι ο Θεός εν άξιος».
Ο μικρός Νικόλας μεγάλωσε, περπάτησε και κολύμπησε στη παραλία των ψαράδων. Έτρεχε ανάμεσα στις βάρκες και στα δίκτυα, που ήταν απλωμένα στη παραλία. Ο πατέρας του, τον έπαιρνε μαζί του σχεδόν καθημερινά. Στα έξι του χρόνια βοηθούσε στο μάζεμα των δικτύων. Μετά το ξεψάρισμα και το πρόγευμα ο μικρός Νικόλας έτρεχε ξυπόλητος πάνω στη άμμο. Ο Γιώρκος τον παρακολουθούσε με το βλέμμα μέχρι που έστριβε στη «Γλώσσα». Στην αρχή γυρνούσε σε 15 – 20 λεπτά. Φοβόταν να απομακρυνθεί από τους ψαράδες. Κάθε μέρα πήγαινε και πιο μακριά και έτρεχε πιο γρήγορα. Δοκίμαζε τις αντοχές του. Δυνάμωνε τα πνευμόνια του και το σώμα του.
Στο Δημοτικό κανένας δεν μπορούσε να τον περάσει, καθώς ετρεχε μέσα στην αυλή του σχολείου του. Τα απογεύματα έβλεπε τους αθλητές του Γυμνασίου και τους ποδοσφαιριστές της Ανόρθωσης μέσα στο Γ.Σ.Ε. Το σπίτι τους ήταν πίσω από το γήπεδο. Πολλές φορές περνούσε το δρόμο και έτρεχε ξυπόλητος στο στίβο. Φανταζόταν πως οι κερκίδες ήταν γεμάτες κόσμο, τερμάτιζε πρώτος και όλοι σηκωνόταν και τον χειροκροτούσαν.
Μετά το δημοτικό, παρόλο που ήταν καλός μαθητής δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να γραφτεί στο Γυμνάσιο. Η οικογένεια είχε πολλά στόματα, που έπρεπε να τραφούν και να ντυθούν. Έγινε βοηθός του πατέρα του, και τα πρωινά συνέχισε να τρέχει πάνω στην άμμο. Τώρα μπορούσε να πάει μέχρι και τον Άη Μέμνιο.
Τα βράδια έτρεχε μέσα στο Γ.Σ.Ε. Εκεί τον είδαν οι προπονητές στίβου και του πρότειναν να τρέχει με τα χρώματα του Συλλόγου. Εκείνον το καιρό γνωρίστηκε και έγινε πολύ φίλος με τον Αντώνη που ήταν και αυτός αθλητής. Ο Νικόλας έτρεχε 110 μετ ́ εμποδίων, 200, 400 και 800 και ο Αντώνης 1.500, 3, 5 και 10.000. Βοηθούσαν ο ένας τον άλλο, ο ένας δίδασκε αντοχή και ο άλλος ταχύτητα και έτσι βελτιωνόταν συνεχώς. Αργότερα έτρεχαν μαζί τους και τα πιο μικρά αδέλφια του, Ζέλο, Κυριάκο και Κωστάκη. Με στερήσεις τα αδέλφια τους αγόραζαν τα άσπρα λαστιχένια παπούτσια για να μπορούν να λαμβάνουν μέρος στους αγώνες στίβου.
Το 1948 ο Γ.Σ.Ε. και άλλοι γυμναστικοί σύλλογοι ζήτησαν από τους αθλητές τους να δηλώσουν ότι είναι «εθνικοφρόνων φρονημάτων». Ο Νικόλας
το θεώρησε προσβλητικό και άδικο. Πίστευε, πως η πολιτική δεν πρέπει να αναμειγνύεται στον αθλητισμό και έτσι αρνήθηκε, μαζί με άλλους συναθλητές του να υπογράψει οποιαδήποτε δήλωση και αποβλήθηκε από το Γ.Σ.Ε. Αργότερα, την ίδια χρονιά, μαζί με άλλους προοδευτικούς Βαρωσιώτες ίδρυσαν το αθλητικό σωματείο Νέα Σαλαμίνα. Ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και λάμβανε μέρος σε αθλητικούς αγώνες με τα χρώματα της Σαλαμίνας.
Το 1949 μαζί με το Αντώνη προσκλήθηκαν και έλαβαν μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βουδαπέστη. Στο Φεστιβάλ έκαναν προπονήσεις και γνωρίστηκαν με αθλητές από διάφορες χώρες. Φίλεψαν με τον Εμίλ Ζάτοπεκ και από εκεί οι δύο νεαροί πήγαν στη Πράγα. Μετά από πρόσκληση της κυβέρνησης της Τσεχοσλοβακίας και με τη προτροπή του Ζάτοπεκ έγιναν δεκτοί στο τμήμα Φυσικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Πράγας. Ο Νικόλας ξεκίνησε με μαθήματα Γυμνασίου και μόλις τελείωσε πέρασε στο Πανεπιστήμιο. Συνέχισε τις προπονήσεις και σε κάποιο αγώνα κατέρριψε το Παγκύπριο ρεκόρ στα 400 μέτρα. Δυστυχώς, για διάφορους λόγους, κυρίως πολιτικούς, αυτό το ρεκόρ ποτέ δεν αναγνωρίστηκε. Άλλη μια αδικία που τον πείσμωσε περισσότερο.
Το 1959 με το δίπλωμα του καθηγητή Φυσικής Αγωγής, με πολλές γνώσεις, εμπειρίες και μεγάλη διάθεση για προσφορά επιστρέφει στη Κύπρο. Άρχισε αμέσως σαν προπονητής της πρώτης και δεύτερης ομάδας της Νέας Σαλαμίνας στο ποδόσφαιρο. Της ομάδας της καρδιάς του. Οργάνωνε και προπονούσε τις ομάδες πετόσφαιρας και στίβου της Σαλαμίνας στις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος σαν αθλητής. Από το πρωί ως το βράδυ ήταν μέσα στο γήπεδο. Έβρισκε ταλέντα και τα βοηθούσε να προοδέψουν και να πρωταγωνιστούν. Είτε σαν ποδοσφαιριστές, πετοσφαιριστές, ή σαν αθλητές στίβου. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα νέα παιδιά από τις φτωχογειτονιές της πόλης. Ποτέ δεν ξέχασε το δικό του ξεκίνημα και τις δυσκολίες που συνάντησε στη παιδική του ζωή. Ήξερε καλά τι σημαίνει φτώχια, αδικία μα και πάθος για τον αθλητισμό.
Το 1961 η νεοσύστατη κυπριακή κυβέρνηση διόρισε πολλούς νέους καθηγητές. Για να εγκριθεί ο Νικόλας έπρεπε να διακόψει οποιαδήποτε σχέση με τη Νέα Σαλαμίνα. Δύσκολοι οι καιροί, καλός και απαραίτητος ο μισθός. Η γυναίκα του η Φλώρα ήταν έγκυος και το συζήτησε μαζί της, με τα αδέλφια του, τους φίλους του. Όλοι του είπαν πως έπρεπε να αποδεχτεί το διορισμό. Σαν καθηγητής θα μπορούσε να προσφέρει πάρα πολλά στην νεολαία της πόλης και στον αθλητισμό. Με βαριά καρδιά υπέβαλε τη παραίτηση του από προπονητής της ομάδας. Πίστευε πως κάποια στιγμή θα άλλαζαν οι καταστάσεις. Θα μπορούσε ακόμη να δίνει τις συμβουλές του στο σωματείο. Έτσι ξεκίνησε μια νέα καριέρα. Σαν γυμναστικός στα γυμνάσια της πόλης του. Είχε νέες ιδέες, που ήθελε να εφαρμόσει. Ήθελε να κάνει το μάθημα της γυμναστικής πιο ελκυστικό και αποδοτικό. Δούλευε πολλές ώρες εκτός σχολικού ωραρίου. Ήταν άνθρωπος της δράσης, της κίνησης και όχι της έδρας.
Το έμπειρο μάτι του και η αγάπη του για το στίβο τον βοήθησαν να ανακαλύψει και να προωθήσει αρκετά νέα ταλέντα, που όχι μόνο έγιναν πρωταθλητές, μα σπούδασαν Φυσική Αγωγή και έγιναν καθηγητές και προπονητές. Δίδαξε πετόσφαιρα και ολυμπιακή γυμναστική. Το 1964 οι μαθητές και μαθήτριες του Β ́ Γυμνασίου Αμμοχώστου μόλις μετακόμισαν στο πρώην Γυμνάσιο Θηλέων που ήταν αρκετά ευρύχωρο και με μεγάλη αυλή. Κάποιο πρωινό του Σεπτέμβρη με έκπληξη βλέπουν μια ομάδα συμμαθητών τους με τα μαύρα παντελονάκια της γυμναστικής και άσπρα φανελάκια να κάνουν ασκήσεις σε κρίκους και μονόζυγα, που πρώτη φορά έβλεπαν. Ήταν ιδέα και έργο του καθηγητή τους Νικόλα. Πήγε στον Σίμο τον κωμοδρόμο. Παράγγειλε, έδωσε σχέδια, εξήγησε και επέβλεπε τη κατασκευή των ειδικών κρίκων, του μονόζυγου, του δίζυγου και παράγγειλε τα δερμάτινα καλύμματα των ζυγών. Γενικά όλος ο σχεδιασμός και η επίβλεψη ήταν δική του ευθύνη. Όταν ήταν έτοιμα πήγε με τους μαθητές του και τα κουβάλησαν στο σχολείο. Άρχισαν προπονήσεις για τις επιδείξεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Από τότε καθιερώθηκαν οι σχολικές επιδείξεις ενόργανης γυμναστικής στο Β ́ Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Αργότερα ο Νικόλας δούλεψε και στη Τεχνική Σχολή Αμμοχώστου όπου δημιούργησε ισχυρή ομάδα πετόσφαιρας.
Δυστυχώς, ήλθε η καταστροφή και η προδοσία της Αμμοχώστου και ο Νικόλας μαζί με την οικογένεια του βρέθηκε στη Λεμεσό. Εκεί δεν έμεινε με σταυρωμένα
χέρια. Μαζί με άλλα μέλη του Συμβουλίου της Νέας Σαλαμίνας αποφάσισαν να επαναδραστηριοποιηθούν. Έτσι, ανέλαβε τη δημιουργία κλιμακίων προπόνησης
των νεαρών Σαλαμιναίων στη Λάρνακα, Λεμεσό και Ελεύθερη Αμμόχωστο. Το 1975 ξεκίνησε η πετοσφαιρική ομάδα και αργότερα δημιουργήθηκε και γυναικεία ομάδα πετόσφαιρας στη Λεμεσό. Δόθηκε έτσι η ευκαιρία σε εκατοντάδες νέους και νέες να ασχοληθούν ωφέλιμα και να μην ξεχάσουν τις Βαρωσιώτικες ρίζες τους. Ο Νικόλας αεικίνητος όπως πάντα πρόσφερε τις γνώσεις του δωρεάν σε όλα τα τμήματα. Προσπαθούσε ώστε η νεολαία να ασχολείται με τον αθλητισμό και να μην καταστραφεί. Το όνομα του συνδέθηκε με πολλές επιτυχίες των μαθητών – αθλητών του και των διάφορων αθλητικών τμημάτων που υπηρετούσε. Αδικήθηκε αρκετές φορές σαν άτομο, σαν καθηγητής, προπονητής και οπαδός. Πολλές φορές έβλεπε να σφαγιάζεται η ομάδα του, μα ο ίδιος ποτέ δεν αδίκησε κανένα. Αγαπούσε τους μαθητές και τους αθλητές του και σεβόταν τους αντιπάλους. Ήταν δίκαιος με όλους και σε όλα.
Ένοιωθε την υποχρέωση να προσφέρει συνεχώς στη κοινωνία, κυρίως στους φτωχούς και αδικημένους. Δεν μπορούσε να κάθεται άπραχτος. Είχε μια αστείρευτη ενέργεια μέσα του. Η προσφορά ήταν στο χαρακτήρα του. Όταν συνταξιοδοτήθηκε ανέλαβε τη προπόνηση των μικρών ομάδων της Νέας Σαλαμίνας. Πολλά ποδοσφαιρικά ταλέντα έμαθαν τα μυστικά της μπάλας από αυτόν. Αυτός τους δίδαξε πώς να γίνουν καλοί ποδοσφαιριστές, μα κυρίως σωστοί Άνθρωποι.
Η Πολιτεία τον τίμησε με διορισμό στο Διοικητικό Συμβούλιο του Κυπριακού Οργανισμού Αθλητισμού. Η Ένωση Αθλητικογράφων Κύπρου το 1978 τον τίμησε για τη προσφορά του στον αθλητισμό. Η Νέα Σαλαμίνα έδωσε το όνομα του στην αίθουσα επισήμων του σταδίου Αμμόχωστος. Υπάρχουν και πολλές άλλες τιμητικές διακρίσεις από Δήμους, ΚΟΑ, σωματεία και άλλους φορείς. Το πιο σημαντικό όμως είναι πως ο Νικόλας είναι ένα σύμβολο προσφοράς και αγάπης για τον κυπριακό αθλητισμό. Πολλά παιδιά έχουν ευεργετηθεί από αυτόν. Γι’ αυτό και παραμένει στις καρδιές τους. Ο απλός κόσμος τον θυμάται με αγάπη και ευγνωμοσύνη.
Δυστυχώς, τη πρώτη του Δεκέμβρη 2003, δύο μέρες πριν κλείσει τα 79 του χρόνια ο χάρος του έστησε καρτέρι. Σκοτώθηκε σε τροχαίο δυστύχημα στο Φρέναρος. Υστερόγραφο
Μόλις γύρισε από τη Τσεχοσλοβακία ο Νικόλας Τσιλλάρας με ένορκη δήλωση του ονομάστηκε Νικής Γεωργίου. Έτσι είναι γνωστός σε όλους μέχρι σήμερα.
