Τυχερός μέσα στη φρίκη του πολέμου – Του Μιχαλάκη Τσαππαρίλα
Μία ιστορία που περιγράφει την φρίκη του πολέμου, τους αδικοχαμένους στρατιώτες που ρίχτηκαν ανεύθυνα και αβοήθητα σε μία άδικη μάχη χωρίς αίσιο τέλος.
Μέσα του Σεπτέμβρη το 1956. Ο Αντρέας και η Γιαννούλα παντρεύτηκαν στην εκκλησία της Αγίας Ζώνης. Το νεόκτιστο σπίτι τους στην οδό Κλυταιμνήστρας 2, πίσω από το Μαντζούρειο Δημοτικό Σχολείο ήταν έτοιμο να δεχτεί την αγάπη τους. Η Γιαννούλα ήταν έγκυος. Ο Αντρέας ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και αργότερα έγινε ταξιτζής. Μαζί με τον φίλο
του τον Γιαννή άνοιξαν το γραφείο ταξί «Ρήγαινα». Στις 13 του Δεκέμβρη στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου ήλθε στο φως ο πρωτότοκος γιός. Ο Πάμπος. Ήσυχο παιδί. Γύρω του είχε πολλούς που τον αγαπούσαν. Φοίτησε στο Μαντζούρειο Δημοτικό σχολείο, κοντά στο σπίτι τους. Μετέπειτα, γράφτηκε στο Γυμνάσιο Αρρένων και στην Τρίτη τάξη πήρε μεταγραφή για τη Τεχνική Σχολή. Ήθελε να γίνει μηχανικός αυτοκινήτων για να διορθώνει τα ταξί του γραφείου τους. Τον Ιούνη του 1973 τελείωσε τη σχολή και η οικογένεια παράλληλα μεγάλωνε. Κάθε πέντε χρόνια γεννιόταν και μια κόρη. Η Γιώτα και η Γιούλα. Η οικογένεια ήταν ευτυχισμένη, αγαπημένη. Ο Πάμπος προσωρινά δουλεύε στο γραφείο ταξί. Απαντούσε τα τηλέφωνα, κανόνιζε τις κούρσες των πελατών και τα Σαββατοκύριακα πουλούσε βενζίνη. Τότε
τα πρατήρια βενζίνης δούλευαν μόνο πέντε ημέρες την εβδομάδα. Έτσι τα γραφεία ταξί έβαζαν βενζίνη σε μικρά δοχεία των 10 λίτρων και εφοδίαζαν τους οδηγούς. Τα βράδια πήγαινε στις δισκοθήκες. Λόγω ηλικίας δεν επιτρεπόταν να μπει μέσα. Γι’ αυτό και τηλεφωνούσε ο πατέρας του, που ήταν γνωστός στους θυρωρούς λόγω συνεργασίας και εξυπηρέτησης. Τον άφηναν να περάσει και σε συγκεκριμένη ώρα τον έπιανε ο πατέρας του να πάνε σπίτι.
Τέλος του Δεκέμβρη έγινε 17 χρονών. Έτσι, στις 20 του Γενάρη 1974 κλήθηκε για τη στρατιωτική του θητεία. Έκανε την εκπαίδευση του στον «Καράολο» και έπειτα μετατέθηκε στο Μπογάζι, σε τάγμα πεζικού. Συνηθισμένα πράματα. Λίγη εκπαίδευση και αρκετή εθνική διαπαιδαγώγηση. «Η Πατρίς κινδυνεύει από τους κομμουνιστάς και την κυβέρνησην του παπά. Ζήτω το Έθνος. Ζήτω η Ελλάς!» Μία μέρα τους έβαλαν να μπογιατίσουν τα κράνη, που ήταν 40 χρονών και τα έκαναν να φαίνονται σαν καινούργια. Κόλλησαν και το… πουλί της ελευθερίας και έγιναν πιο πατριωτικά.
Στις 15 Ιουλίου έγινε το πραξικόπημα. Φόρτωσαν κάποιους στρατιώτες του τάγματος σε ένα φορτηγό και τους μετέφεραν στο Βαρώσι, με τα μαρτίνια τους και το φρεσκοβαμμένο κράνος. Έκαναν βόλτες στους δρόμους της πόλης. Επίδειξη δυνάμεως. Την επομένη τους πήραν στην Αστυνομία Αμμοχώστου για να φρουρούν τους κρατούμενους, που κουβαλούσαν από διάφορες γειτονιές της πόλης. Είδε γείτονες, φίλους και γνωστούς. Δεν μπορούσε να τους πλησιάσει. Η εντολή ήταν να τους προσέχουν να μην δραπετεύσουν και να μην έχουν επαφή μαζί τους. Ο Πάμπος, αμούστακο παιδί, δεν μπορούσε να καταλάβει τι κακό έχουν κάνει αυτοί οι άνθρωποι και έπρεπε να τους μαζέψουν στα κρατητήρια.
Μια νύκτα με ένα στρατιωτικό Land Rover έκαναν περιπολία στους δρόμους και τα περίχωρα του Τρικώμου. Όταν βρέθηκαν έξω από το χωριό, ο Λοχίας τους είπε: «Ας ρίξουμε καμιά βολή να δούμε πόσο καλά δουλεύει το Sten». Πίεσε τη σκανδάλη. Ακούστηκε ένας θόρυβος, μα οι σφαίρες δεν έφυγαν από το όπλο. Γέλασαν. «Με αυτά τα άχρηστα όπλα θα υπερασπίσουμε τη Κύπρο;». Στις 20 του Ιούλη σαν περιπολούσαν στο Τρίκωμο, κάποιοι ψαράδες τους είπαν πως οι Τούρκοι έκαναν εισβολή στη Κερύνεια. Γύρισαν στο στρατόπεδο τους και εκεί μαζί με διάφορους πολίτες, που επιστρατεύτηκαν άρον –
άρον, τους φόρτωσαν και τους πήραν στην Αγκαστίνα. Εκεί κοντά ήταν ένα τουρκοκυπριακό χωριό. Βγήκαν από το αυτοκίνητο και ξάπλωσαν κάτω. Παρακολουθούσαν την επίθεση των ημετέρων δυνάμεων, που εύκολα, δίχως αντίσταση κατέλαβαν το γειτονικό τουρκοκυπριακό χωριό.
Συνέχισαν το δρόμο τους προς Κερύνεια. Κατά τις εφτά το βράδυ στρατιώτες και έφεδροι έφτασαν στο Δίκωμο. Πήγαν στην Αγύρτα με τα μαρτίνια στο χέρι και με λίγες σφαίρες ο καθένας, ακροβολίστηκαν. Άκουσαν φωνές. Οι Τούρκοι στρατιώτες ήταν κοντά τους από τις τρείς πλευρές. Μπροστά, δεξιά και αριστερά τους. Σε λίγο άρχισε η μάχη. Πυροβολισμοί, εκρήξεις, χαμός. Οι Τούρκοι τους κτύπησαν με όλμους. Οι στρατιώτες μας, αμούστακα παιδιά και έφεδροι, δεν είχαν που να
κρυφτούν να προφυλαχτούν. Βρέθηκαν καθηλωμένοι. Κάποια στιγμή ένα βλήμα όλμου έσκασε μπροστά τους. Ένα κομμάτι του κτύπησε τον Πάμπο στο κεφάλι. Το κράνος του ήταν τόσο παλιό, που δεν άντεξε. Ο Πάμπος πληγώθηκε άσχημα. Λιποθύμησε.
Τον είδαν οι άλλοι στρατιώτες. Οι φίλοι του, ο Δημήτρης και ο Παύλος, με κίνδυνο τη ζωή τους έτρεξαν σκυφτοί να τον βοηθήσουν. Τον πήραν από τις μασχάλες και τον τράβηξαν πίσω. Ξεκίνησαν μέσα στο σκοτάδι και με τις σφαίρες να σφυρίζουν από παντού για να τον μεταφέρουν μακριά από το πεδίο της μάχης. Σαν πήγαιναν έπεσαν σε μια τρύπα με νερό. Ευτυχώς δεν ήταν βαθιά, έτσι τα κατάφεραν και βγήκαν εύκολα. Με πολύ κόπο, κούραση και αγωνία πήραν τον φίλο τους κάτω στο δρόμο. Τον έβαλαν αιμόφυρτο στο Land Rover και ο οδηγός τον μετέφερε στο Νοσοκομείο Λευκωσίας. Αυτοί γύρισαν πίσω στη μάχη. (Στη Β’ φάση της εισβολής ο Παύλος σκοτώθηκε. Ο Δημήτρης ζει στο Αυγόρου).

Εκεί τον χειρούργησε αμέσως ο Δρ. Σπανός με το Δρ. Διέττη. Ήταν σε αφασία για οκτώ μέρες. Ξυπνούσε περιοδικά, του έδιναν να πιεί λίγο νερό. Τον τάιζαν λίγο. Σιγά – σιγά με τη φροντίδα των γιατρών, των νοσοκόμων και των εθελοντών, επέζησε! Οι ευχές και οι προσευχές της μάνας και της γιαγιάς του εισακούστηκαν!
Στο σπίτι του οι γονείς, αδελφές, παππούδες, γιαγιάδες ζούσαν ένα μαρτύριο. Κανένας δεν ήξερε πού βρισκόταν ο Πάμπος. Η Γιαννούλα δεν έφευγε ούτε στιγμή από το σπίτι. Μήπως κτυπήσει το τηλέφωνο και δεν το απαντήσει. Η νονά του Ευαγγελία, αδελφή της μάνας του, πήγαινε στο Νοσοκομείο και στο ξενοδοχείο ΜΑΡΚΟΣ, όπου κουβαλούσαν τους τραυματίες. Ρωτούσε, έλεγχε και έψαχνε ακόμη και ανάμεσα στους νεκρούς. Η κατάσταση στη πόλη κάθε μέρα χειροτέρευε. Στο διπλανό τους σπίτι, του Στέλιου και στο απέναντι, του Μιχαλάκη, έπεσαν όλμοι, που προκάλεσαν ζημιές και απέραντο φόβο στη γειτονιά. Τα τούρκικα αεροπλάνα πετούσαν χαμηλά και βομβάρδιζαν τη πόλη. Η γιαγιά Ελένη ήλθε μια μέρα περπατητή στη κόρη της να μάθει τι γίνεται με τον εγγονό της. Δεν σκέφτηκε την απόσταση, ούτε τους πυροβολισμούς, ούτε τους βομβαρδισμούς. Η αγωνία της για τον αγαπημένο εγγονό της δεν την άφηνε να ησυχάσει. Η ζωή τους ήταν ένα μαρτύριο. «Πού είναι ο Πάμπος; Ζει;» Κανένας δεν ήξερε.
Μετά από οκτώ μέρες μισοζωντανός και μισοφευγάτος βρήκε τις αισθήσεις του. Μια κυρία που τον τάιζε, του χαμογέλασε. Μόλις έφαγε λίγο τον ρώτησε αν έχει κανένα τηλέφωνο για να ειδοποιήσει τους γονείς του. Της έδωσε τον αριθμό 64141. Η κυρία που τον τάιζε ονομαζόταν Λίλα Γλαύκου Κληρίδη. Τηλεφώνησαν και ζήτησαν τον Αντρέα Π. πατέρα του Πάμπου. Λάθος αριθμός. (Ο δικός τους ήταν 64444). Εκεί ήταν το γραφείο ταξί Κυριάκος. Απέναντι από το γραφείο «Ρήγαινα». Οι συνάδελφοι του, του φώναξαν. Του εξήγησαν ότι ο Πάμπος ζει και βρίσκεται στο Νοσοκομείο Λευκωσίας. Τηλεφώνησε ο Αντρέας στο σπίτι και τους είπε τα νέα. Κάθισε στο ταξί του συνέταιρου του Γιαννή, πέρασε από το σπίτι και μαζί με τη Γιαννούλα ξεκίνησαν για το Νοσοκομείο. Πήγαν στο χειρουργικό τμήμα και σε ένα κρεβάτι με προστατευτικά κάγκελα στα πλάγια, βρήκαν το παιδί τους. Δυσκολεύτηκαν να τον αναγνωρίσουν.
Ένα κεφάλι μεγάλο, τυλιγμένο με γάζες, πρησμένο και μαυρισμένο από τους μώλωπες. Δεν ξεχώριζαν μάτια, μύτη ή στόμα. Μόλις τους είδε δάκρυσε. Του φάνηκε πως είχε να τους δει χρόνια. Ευχαρίστησαν το Θεό, που ο γιός τους ήταν ζωντανός. Που γύρισε από τη κόλαση του πολέμου. Ο Δρ. Σπανός τους εξήγησε, πως αν το τραύμα ήταν λίγο πιο κάτω θα τον τύφλωνε. Πιο πάνω θα τον άφηνε παράλυτο και πιο αριστερά θα τον σκότωνε. Το ότι επέζησε ήταν ένα θαύμα.
Στις 2 του Αυγούστου τον έστειλαν σπίτι. Πολλοί οι τραυματίες. Τα κρεβάτια δεν αρκούσαν. Η Γιαννούλα σαν νοσοκόμα ανέλαβε την αποθεραπεία του παιδιού της. Κάθε μέρα την ρωτούσε αν πήρε το γράμμα, που της έστειλε από το Μπογάζι. Ο γιατρός τους εξήγησε, ότι στο μυαλό του σχηματίστηκε αυτή η εικόνα. Γιατί όσο ήταν στο Μπογάζι ποτέ δεν τους έγραφε. Σχεδόν καθημερινά ήταν στο σπίτι.
Οι Τούρκοι βομβάρδισαν την πόλη. Ο στρατός, η Αστυνομία και ο κόσμος εγκατέλειψαν την Αμμόχωστο. Ο Αντρέας με την οικογένεια του πήγαν στη Ξυλοτύμπου στο σπίτι του κουμπάρου του, Γιάγκου Χατζηιωάννου. Ο Πάμπος έπρεπε να συνεχίσει τη θεραπεία του. Είχε ζαλάδες, εμετούς, βουητό στα αυτιά. Κουραζόταν πολύ εύκολα. Το 1975 έκανε δεύτερη εγχείρηση στο κεφάλι και άρχισε να ξεπερνά τα προβλήματα του. Μετέπειτα, η οικογένεια μετακόμισε στη Λάρνακα. Το νέο γραφείο ταξί «Κολωνάκι» λειτούργησε στις Φοινικούδες. Ο Πάμπος δούλευε με τον πατέρα του και ο αγώνας για επιβίωση είχε ξεκινήσει. Το 1979 παντρεύεται με την Χριστιάνα. Την γειτονοπούλα τους από την Αγία Ζώνη. Σύντομα γεννήθηκε η γλυκιά Αγγελίνα τους. Αργότερα ήρθε και ο Αντρέας τους, ίδιος ο Πάμπος. Κάθε χρόνο στις 20 του Ιούλη ο Πάμπος ξαναζεί τον εφιάλτη του πολέμου. Πίνει. Κάνει εμετό. Δεν είναι ο εαυτός του. Δεν μπορεί να ξεχάσει αυτή τη τραγική μέρα, που του σημάδεψε για πάντα τη ζωή. Ευτυχώς φάνηκε τυχερός στη μεγάλη ατυχία του. Επέζησε και τώρα, συνταξιούχος πλέον, χαίρεται τη αγάπη της οικογένειας του.