Το μοναστήρι του Αποστόλου Βαρνάβα – Του Άγγελου Σμάγα

Ένα μνημείο, που αποτελεί μαρτυρικό σύμβολο για όλους τους Αμμοχωστιανούς, αλλά και σημείο αναφοράς για την Κύπρο στο σύνολό της, είναι η κατεχόμενη σταυροπηγιακή μονή του Αποστόλου Βαρνάβα, ένα μοναστήρι που συνδέεται με τον χώρο ταφής του ιδρυτή της ορθόδοξης εκκλησίας της Κύπρου και πρώτου επισκόπου της πατρίδας του Σαλαμίνας.

Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα κτηρίων που ο αρχικός τους πυρήνας ανάγεται στον 5ο αιώνα και η ίδρυσή τους σχετίζεται με το όραμα που είχε δει τότε ο αρχιεπίσκοπος Ανθέμιος ότι κάτω από μια χαρουπιά βρισκόταν θαμμένο το λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα με το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Ματθαίου στο στήθος του. Το Ευαγγέλιο αυτό δώρισε ο Ανθέμιος στον αυτοκράτορα Ζήνωνα, ενώ εκείνος ανταπέδωσε κατοχυρώνοντας το αυτοκέφαλο της εκκλησίας της Κύπρου και προσφέροντας αυτοκρατορικά προνόμια στον εκάστοτε αρχιεπίσκοπό της. Με την οικονομική του συνδρομή μάλιστα και τις χορηγίες αρκετών άλλων οικοδομήθηκε δίπλα από τον τάφο του Αποστόλου Βαρνάβα μεγάλος τρίκλιτος ναός στον τύπο της βασιλικής με νάρθηκα και αυλή που περιβαλλόταν από στοές καθώς και από κελιά μοναχών και ξενώνες. Εκτός από το κεντρικό κλίτος του ναού, σε ημικυκλική αψίδα κατέληγε και το νότιο, γιατί εκεί είχε κατασκευαστεί κτιστός τάφος όπου τοποθετήθηκε το λείψανο του Αγίου, ενώ παραδίπλα υπήρχε και ο κιβωτιόσχημος τάφος του Αρχιεπισκόπου Ανθεμίου. Τα κλίτη χωρίζονταν μεταξύ τους με μαρμάρινους κίονες και η στέγη ήταν ξύλινη.

Αυτή η ξυλόστεγη βασιλική καταστράφηκε την περίοδο των αραβικών επιδρομών και αντικαταστάθηκε αργότερα από καμαροσκέπαστο ναό, που τον 9ο με 10ο αιώνα απέκτησε τρεις τρούλους από τους οποίους ο ανατολικός κάποια στιγμή κατέρρευσε, ίσως τον 17ο αιώνα κι έτσι μίκρυνε το μήκος της εκκλησίας και νέο ιερό κτίστηκε στο άκρο της. Την ίδια περίοδο έγιναν κι άλλες εκτεταμένες επισκευές στον ναό που στο πέρασμα του χρόνου είχε υποστεί σημαντική φθορά. Οι οικοδομικές ανακαινίσεις συνεχίστηκαν και τον επόμενο αιώνα, ενώ τότε αγιογραφήθηκαν και οι δεσποτικές εικόνες της εκκλησίας. Εκείνη την εποχή στο μοναστήρι διέμεναν κατά διαστήματα τρεις – τέσσερις μοναχοί αλλά από το 1821 και μετά εγκαταλείφθηκε τελείως όταν ο τελευταίος ηγούμενος της μονής ενθρονίστηκε αρχιεπίσκοπος ύστερα από τον απαγχονισμό του εθνομάρτυρα Κυπριανού.
Η ερειπωμένη μονή αναβίωσε το 1917 όταν εγκαταστάθηκαν τρία αδέρφια μοναχοί με τους οποίους συνδέθηκε η ιστορία της κατά τον 20ο αιώνα καθώς, λόγω της εκκλησιαστικής κι αγιογραφικής δράσης τους κατέστησαν το μοναστήρι πνευματικό κέντρο της περιοχής Aμμοχώστου και ένα από τα σπουδαιότερα κυπριακά προσκυνήματα. Γι’ αυτό και αργότερα η μοναστική αδελφότητα διευρύνθηκε με την προσέλευση κάποιων ακόμα μοναχών, ανάμεσά τους και ο τότε ιεροδιάκονος, νυν μητροπολίτης Κωνσταντίας- Αμμοχώστου. Οι μοναχοί στο σύνολό τους είχαν εκδιωχθεί από τους Τούρκους εισβολείς μέχρι το 1976, χωρίς να τους επιτραπεί να μεταφέρουν τίποτα στις ελεύθερες περιοχές, όπου και οι περισσότεροι πέθαναν πρόσφυγες. Το μοναστήρι τα επόμενα χρόνια λεηλατήθηκε από τους Τούρκους ώσπου μετατράπηκε αυθαίρετα σε μουσείο μέσα στο οποίο συγκεντρώθηκαν αρχαιότητες και νεότερες εικόνες της κατεχόμενης επαρχίας Αμμοχώστου που γλίτωσαν από τους αρχαιοκάπηλους.
Σήμερα, πολλοί πιστοί επισκέπτονται το μοναστήρι, τόσο για να προσευχηθούν στον αλειτούργητο εδώ και πέντε δεκαετίες ναό του, όσο και για να προσκυνήσουν, όπως συνέβαινε για δεκαπέντε αιώνες, τον παρακείμενο τάφο του Αποστόλου Βαρνάβα που βρίσκεται σε υπόγειο,
άλλοτε αγιογραφημένο, λαξευτό θάλαμο. Μπορεί βέβαια οι προσκυνητές οι οποίοι κατεβαίνουν τα πελεκητά σκαλιά του μικρού τρουλαίου παρεκκλησιού προς τον τάφο να μην αντλούν πλέον αγίασμα από το πηγάδι που είχε ορυχθεί εκεί, αλλά εξακολουθούν να αισθάνονται ότι παντού στον χώρο απλώνεται η χάρις από «τὸ μέγα κλέος τῆς Κύπρου, τῆς Οἰκουμένης τὸν κήρυκα», τον Απόστολο Βαρνάβα.