Το κρυμμένο χρυσό δακτυλίδι – Του Μιχαλάκη Τσαππαρίλα
Από τις 12 Νοεμβρίου 2018, όταν άνοιξε το οδόφραγμα της Δερύνειας ο Φίλιππος δεν μπορούσε να ησυχάσει. Πολλές μέρες, μα κυρίως τις νύχτες βασανίζεται από τις σκέψεις του. Μέχρι τώρα πήγε μόνο μια φορά στη σκλαβωμένη πόλη του.
Γεννημένος τον Ιανουάριο του 1957, μεγάλωσε μέσα στο περβόλι της οικογένειας του, στην ενορία της Αγίας Παρασκευής. Του άρεσε να ποτίζει τα δέντρα, να βλέπει τους καρπούς να μεγαλώνουν και να ωριμάζουν. Τα δέντρα να φουντώνουν, βαρυφορτωμένα από τους γευστικούς καρπούς τους και να μαζεύουν τα πορτοκάλια, τα μανταρίνια και τα γκρέιπφρουτ, βάζοντας τα στα κιβώτια για εξαγωγή. Τα κιβώτια να φεύγουν και να ξεκινούν όλα από την αρχή. Μαζί με τα δέντρα μεγάλωνε και αυτός. Έγινε άνθρωπος της γης, όπως και οι γονείς του. Ήταν ευχαριστημένος, ευτυχισμένος. Όμορφα χρόνια σε μια όμορφη πόλη, που αναπτυσσόταν συνεχώς. Που έσφυζε από ζωή. Τελείωσε την πέμπτη τάξη του Β ́ Γυμνασίου Αμμοχώστου. Το καλοκαίρι δούλεψε στο περιβόλι της θείας του και τον πλήρωσε κανονικά, γιατί τον αγαπούσε σαν παιδί της. Με τα λεφτά στη τσέπη πήγε στο χρυσοχοείο του Ιωαννίδη, στην οδό Δημοκρατίας και αγόρασε ένα χρυσό δακτυλίδι με μπλε πέτρα. Το είδε στη βιτρίνα και ήθελε να το φορεί για να βλέπουν οι φίλοι του. Ήταν η περηφάνια του καθώς το κέρδισε με τον ιδρώτα του.
Ύστερα ήλθε το προδοτικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή. Ο δεκαεφτάχρονος Φίλιππος, μόλις άκουσε για επιστράτευση και είδε τα τούρκικα αεροπλάνα να βομβαρδίζουν την πόλη, έτρεξε αμέσως
να καταταγεί για να υπερασπίσει την Πατρίδα. Μαζί με φίλους του πήγαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Αμμοχώστου. Τους δέχτηκαν και τους έβαλαν σε βοηθητικές εργασίες. Πήγαιναν στο Β ́ Γυμνάσιο και από εκεί κουβαλούσαν προμήθειες στο Τούρκικο Λύκειο, απέναντι από το νοσοκομείο της πόλης, το οποίο είχαν καταλάβει οι ημέτερες δυνάμεις. Εκεί ήταν η πρώτη γραμμή. Ένας δρόμος χώριζε τους δύο αντιπάλους. Οι Τουρκοκύπριοι οχυρώθηκαν στην παλιά πόλη.
Τη δεύτερη μέρα ο Φίλιππος βρέθηκε μέσα στο Λύκειο μαζί με τους στρατιώτες μας. Σε μια αίθουσα υπήρχε ένα πιάνο. Ένας νεαρός μουσικός κάθισε στο σκαμπό και άρχισε να παίζει διάφορες μελωδίες. Την ίδια ώρα μαζί με τη μουσική ακούονται πυροβολισμοί, εκρήξεις και το σφύριγμα των οβίδων. Ήταν μια παράξενη μουσική συμφωνία. Σε λίγο ακούστηκαν αεροπλάνα. Οι στρατιώτες μας χάρηκαν. Τους είπαν πως ήταν η ελληνική αεροπορία, που περίμεναν. Βγήκαν στην πίσω αυλή για να δουν καλύτερα. Με απογοήτευση διαπίστωσαν, πως ήταν τούρκικα και βομβάρδιζαν την πόλη. Μπήκαν αμέσως μέσα στο κτήριο. Μια βόμβα έπεσε σε ένα ευκάλυπτο στην αυλή και έσκασε. Τα θραύσματα των γυαλιών χτύπησαν τον φίλο του, που στεκόταν δυο μέτρα μπροστά του. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα τον βλέπει ξαπλωμένο δίπλα του λουσμένο στα αίματα. Αντίκρισε πολύ νωρίς τη φρίκη του πολέμου. Θυμήθηκε που ο πατέρας του έσφαζε τους χοίρους το Πάσχα. Τώρα οι άνθρωποι παίρνουν τη θέση των ζώων. Σφάζουν και σφάζονται.
Όταν οι κάτοικοι της πόλης την εγκατέλειψαν για να σωθούν ο Φίλιππος πήγε στην Ξυλοφάγου μαζί με την οικογένεια του. Σε λίγες μέρες το ΡΙΚ ανακοίνωσε, πως έγινε εκεχειρία. Το πρωί μπήκαν στο αυτοκίνητο τους με τον πατέρα και τον ξάδελφο του τον Παναγιώτη για να πάνε στο σπίτι τους στην Αγία Παρασκευή. Έπρεπε να πάρουν λίγα τρόφιμα και ρούχα. Ήταν γύρω στις έντεκα. Στην Κάτω Δερύνεια, κοντά στα περβόλια της Πέρτζιενας τους σταμάτησαν στρατιώτες ντυμένοι με στολές της κυπριακής εθνικής φρουράς, που όμως μιλούσαν τούρκικα. Ήταν Τούρκοι. Στον δρόμο υπήρχαν μερικά πτώματα.
Τους χώρισαν σε ομάδες 10 ατόμων και τους έβαλαν να κάτσουν σε κύκλο. Τους φρουρούσαν ένοπλοι στρατιώτες. Τους είχαν μέσα στα περβόλια για να μην φαίνονται από τον δρόμο. Κάθε λίγο σήκωναν μια ομάδα, τους έβαζαν στη σειρά και τους έπαιρναν κάπου πιο πέρα, που να μην τους βλέπουν οι άλλοι. Ακούγονταν πυροβολισμοί και μετά οι Τούρκοι γυρνούσαν πίσω. Οι αιχμάλωτοι έγιναν αγνοούμενοι. Πιο πριν ένας Τουρκοκύπριος πλησίαζε την κάθε ομάδα και τους έλεγε να αφαιρέσουν ότι έχουν πάνω τους. Ρολόγια, χρήματα, σταυρούς, δακτυλίδια.
Ο Φίλιππος είπε από μέσα του: «Δεν θα μου πάρετε αυτό το δαχτυλίδι. Δούλεψα σκληρά. Είναι δικό μου. Δεν θα σας το χαρίσω». Και όπως καθόταν άρχισε να σκάβει με τα δάκτυλα μπροστά στα πόδια του, πιο πάνω από τα γόνατα. Πρόσεχε να μην το δουν οι στρατιώτες. Έβγαλε το δαχτυλίδι. Το έκρυψε εκεί και το σκέπασε με χώμα. Έκλεισε τα πόδια και προσπάθησε να σκεπάσει το θησαυρό του όσο καλύτερα μπορούσε. Για να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Και όταν αργότερα τους σήκωσαν, έσπρωξε και άλλο ξηρό χώμα και το πάτησε για να μην φαίνεται. Ορκίστηκε, πως αν επιζήσει θα γυρίσει σε αυτό το σημείο να ξεθάψει το χρυσό δακτυλίδι του με τη μπλε πέτρα. Κοίταξε γύρω του και προσπάθησε να βάλει σημάδια για να θυμάται το σημείο….
Ήρθε η σειρά τους. Στάθηκαν ο ένας πίσω από τον άλλον. Ήταν έτοιμοι για την πορεία του θανάτου. Και εκείνη τη στιγμή έγινε ένα θαύμα. Εμφανίστηκε ένας Τούρκος αξιωματικός και όταν αντιλήφθηκε ότι οι στρατιώτες έκαναν δολοφονίες αμάχων, έβγαλε τη ζώνη και άρχισε να τους κτυπά έξαλλος. Από εκείνη τη στιγμή σταμάτησαν να παίρνουν τους ανθρώπους για εκτέλεση. Προς το παρόν γλύτωσαν. Έμειναν ζωντανοί.
Το μεσημέρι έφεραν λεωφορεία και φορτηγά. Πριν τους φορτώσουν περνούσαν ένας-ένας μπροστά από τους στρατιώτες και αυτοί τους κτυπούσαν με τον υποκόπανο του όπλου τους. Μία, δύο, τρεις φορές. Τους έβαλαν στα φορτηγά. Μόλις ανέβηκαν στο φορτηγό τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Στη γωνιά ήταν ξαπλωμένος μπρούμητα ένας νεαρός στρατιώτης και έκλαιγε. Η πλάτη του ήταν γεμάτη αίματα και ήταν χαραγμένο ένα μεγάλο Χ. Τους είπε πως υπηρετούσε στο στρατόπεδο του Καράολου. Ήταν νεοσύλλεκτος.
Οι άλλοι αξιωματικοί και στρατιώτες έφυγαν και τον άφησαν να φυλάγει το στρατόπεδο. Διαταγή ανωτέρων. Όταν πλάκωσαν οι Τούρκοι αυτός ήταν εντελώς άοπλος. Δεν μπορούσε να κάμει τίποτε περισσότερο παρά να σηκώσει τα χέρια ψηλά. Άρχισαν να τον ανακρίνουν. Τον ρωτούσαν πού πήγαν οι άλλοι, πόσοι ήταν, ποιός ο διοικητής τους. Το παιδί δεν ήξερε, μα και ούτε ήθελε να τους απαντήσει. Στο τέλος του ξέσχισαν το πουκάμισο και με την ξιφολόγχη του χάραξαν το Χ. Λιποθύμησε. Όταν συνήλθε βρέθηκε πεταμένος μέσα στο φορτηγό. Αφού τους φόρτωσαν όλους τους πήραν στους Στύλλους. Ήταν το χωριό της μάνας του. Πρώτη μέρα νηστικοί, διψασμένοι. Από εκεί γύρισαν στον Καράολο. Έμειναν λίγες μέρες. Τους κτυπούσαν καθημερινά. Μετά μαζί με πολλούς άλλους τους πήραν στο γκαράζ του Παυλίδη στη Λευκωσία.