Ταξίδι στη χώρα των ανθρωποφάγων – Του Παντελή Θεοδοσίου

Ο μήνας με τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου για το Βόρειο Ημισφαίριο έφτασε και είναι έτοιμος να σημάνει την έναρξη του καλοκαιριού. Ο Ιούνιος, με το προσωνύμιο «Θεριστής», ημερολογιακά είναι εδώ και από το θέρος ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές έλεγαν οι παλιοί. Οι τωρινοί λένε άλλα, λένε τα δικά τους και δυστυχώς λένε πολλά, τα οποία κυρίως δεν τους αφορούν. Τρυπώνουν σε ξένα χωράφια και αντί σιτάρια και κριθάρια θερίζουν ψυχές, σπέρνοντας βίαια τοξικές λέξεις.

Προσωπικά, ο Ιούνιος και το φετινό καλοκαίρι με βρήκε βαθύτατα προβληματισμένο. Μια λεκτική επίθεση, ένα ξέσπασμα κακίας που δέχτηκα σε δημόσιο χώρο για πρώτη φορά στη ζωή μου ήταν αρκετό για να μου χαλάσει τη διάθεση και να με βάλει σε σκέψεις. Παρότι οι γονείς μου με δίδαξαν να μην ασχολούμαι με τέτοιου είδους συμπεριφορές και να απαντώ στην κακία με αγάπη, όταν έρθεις αντιμέτωπος με τον δικό σου Αντιφάτη (βασιλιάς των ανθρωποφάγων Λαιστρυγόνων), όσο να ‘ναι ένα σοκ το βιώνεις ο άνθρωπος.

«Χωρίς το κουτσομπολιό δεν θα υπήρχε κοινωνία», έγραψε σε ένα άρθρο του ο Ρόμπιν Ντάνμπαρ, καθηγητής Εξελικτικής Ψυχολογίας και μάλλον όταν το έγραφε θα είχε κατά νου την κυπριακή κοινωνία. Αν δεν πέσεις θύμα κουτσομπολιού στον υπέρτατο βαθμό, αν δεν βιώσεις όλα τα αρνητικά συναισθήματα που προκαλεί όλο αυτό, αν δεν αποτελέσεις την αφορμή και τον δρόμο για ν’ αρχίσει να ξεδιπλώνεται η κοινωνική αναπηρία αυτού του τόπου, δεν θα διερωτηθείς ποτέ πού πάμε. Αν δεν συναντήσεις εκείνο το τεράστιο δάκτυλο της κοινωνίας να κουνιέται επικριτικά προς το μέρος σου, ενοχοποιώντας κατά το δοκούν ανθρώπινες συμπεριφορές, δεν θα καταλάβεις πόσο λάθος δρόμο πήραμε σαν άνθρωποι.
Στην «Αγία» νήσο των ανθρωποφάγων, οι αυτόχθονες κάτοικοί της (που με τόσο μεγάλη ευκολία κρίνουν τον διπλανό τους) δεν έχουν την παραμικρή ιδέα, έστω και για μια στιγμή, το πώς θα ήταν αν φορούσαν τα παπούτσια του άλλου. ∆εν δοκιμάζουν ποτέ να σηκώσουν τον σταυρό που κουβαλάει εκείνος που κρίνουν και τον στέλνουν αυτόματα, αβίαστα και κυρίως χωρίς ίχνος ενοχής στο πυρ το εξώτερον. Κοιτάω γύρω μου και αναρωτιέμαι στα αλήθεια αν όλοι αυτοί που με περιτριγυρίζουν είναι άνθρωποι που βαφτίστηκαν χριστιανοί και, αν όντως είναι, αναζητώ διακαώς να μάθω πού πήγε εκείνη η περιβόητη χριστιανική κοινωνική αλληλεγγύη και αλληλοκατανόηση. Προσπαθώ να καταλάβω αν με την πάροδο του χρόνου ηττηθήκαμε επιστημονικά, πολιτισμικά, ηθικά ή πνευματικά σε κοινωνικό επίπεδο. ∆υστυχώς, απάντηση δεν μπόρεσα να βρω μέχρι τώρα. Πώς γίνεται ορισμένοι άνθρωποι ν’ αγάπησαν τόσο πολύ τη δικιά τους ζωή και να μίσησαν τον άνθρωπο; Πώς γίνεται να μην πέρασε ποτέ από το μυαλό τους -λέμε τώρα- ότι μπορεί να υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος πέραν από τον δικό τους θλιβερό μικρόκοσμο. Από πότε το περίβλημα του εγκεφάλου τους είναι ένα απροσπέλαστο τείχος, όπου μέσα καταχωνιάζει το όξος, η μισαλλοδοξία και η σκατοψυχιά;

Στη δική μου περίπτωση, η κοινωνική μου «δίκη» κράτησε μέρες. Μέγα το σφάλμα μου να βγάλω τα μαύρα. Αμάρτημα μεγάλο να μην κρατήσω το πένθος. Ασέβεια εσχάτου βαθμού να ξυριστώ, να κουρευτώ και να βάλω λίγο χρώμα στη μίζερη ζωή μου. Η κίνησή μου αυτή δεν τιμά τους νεκρούς μου, αποφάνθηκε ο όχλος. Εκείνος ο φανατισμένος όχλος, ο γεμάτος ανασφάλειες, που έπεσε πάνω μου με λύσσα, επιβάλλοντας διά της βίας τη συνέχιση της μαυροφορημένης περιόδου. Ένας όχλος που του έπεφτε βολικότερο να ασχοληθεί με μένα παρά με τα προβληματικά του σπίτια, τους ακρωτηριασμένους γάμους του, τα παραβατικά παιδιά του, προσπερνώντας πανηγυρικά το ανθρώπινο δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής.

Αυτός ο εξαγριωμένος όχλος τρέφεται καθημερινά με τα δικά του εγωιστικά δάκρυα, αφού δεν κατάλαβε ποτέ πως όταν κάποιος πεθάνει, δεν κλαίμε στην πραγματικότητα γι’ αυτόν. Ο νεκρός είναι η αφορμή, η δικαιολογία που ψάχνει το μέσα μας για να κλάψει ελεύθερα για τον εαυτούλη μας. Γιατί πιο πολύ από όλα πόνεσε ο εγωισμός μας με τον χωρισμό. Γιατί είχαμε όνειρα που αναγκαστικά ακυρώθηκαν και σχέδια που ναυάγησαν. Γιατί μάθαμε να προσκολλάμε τόσο παρασιτικά στον άλλο, που η απώλειά μας μοιάζει με τσιρότο που μας το ξεκόλλησαν απότομα από την ψυχή.

Τους ανθρώπους τους τιμάμε, τους σεβόμαστε και τους αποδίδουμε τα εύσημα, όσο είναι ακόμα εν ζωή. Οι νεκροί δεν θέλουν μαύρα και δάκρυα. Οι νεκροί θέλουν από εμάς προσευχή για την ψυχή τους και όχι δέκα κιλά πλαστικά λουλούδια στους τάφους πολυτελείας. Οι νεκροί θέλουν από εμας μνημόνευση και ειλικρινή ευγνωμοσύνη για όλα όσα μας προσέφεραν ή όλα όσα πήραμε από αυτούς όσο ζούσαν.
Τη στιγμή που δεχόμουν τη λεκτική επίθεση από τις μαυροφορεμένες χριστιανοταλιμπάν «Αγίες» με τα κόκκινα κραγιόν και όσο έβλεπα τα πολύχρωμα νύχια τους στα δάκτυλα που μου κουνούσαν επιδεικτικά, διερωτούμουν στα αλήθεια σε τι διαφέρουν από τους τζιχαντιστές που κραδαίνοντας τα κομμένα κεφάλια επιχαίρουν για τα θύματά τους.
Η ηθική ανωτερότητα είναι να μην εξομοιωθείς με τον αντίπαλο στα μέσα και πρακτικές του. Τη στιγμή που καταναλώνονται τεράστιες ποσότητες φαιάς ουσίας από εκείνους που σκαλίζουν την προσωπική σου ζωή, την ώρα που εκτοξεύονται κατά πρόσωπο ύβρεις, κατάρες, αναθέματα και ξηλώνουν πεζοδρόμια για να σε πετροβολήσουν, εσύ να χαμογελάς. Να απαντάς με καλοσύνη σε κάθε μορφή κανιβαλισμού, χουλιγκανισμού και κάθε λογής στυγνό οπαδιλίκι της συμφοράς από τον όχλο που απαιτεί άρον άρον τον θάνατό σου.
Μην διαπραγματεύεσαι την αξιοπρέπειά σου και πάνω από όλα μην προσπαθήσεις να κάνεις παζάρι σε όλα όσα πιστεύεις, κάνοντας το άσπρο μαύρο, μόνο και μόνο για να γίνεις αρεστός από δαύτους. Αν ήδη το έχεις κάνει, μην απορείς και να μην σου φαίνεται παράξενο που σε αντιμετωπίζουν σαν συνάφι. Εσύ επέλεξες να είσαι σαν όλους τους άλλους.