Συχνάζοντας στο μικρό μπαρ – Από τον Ζανέττο Λουκά
Μα πού θα πάει ο καιρός κι οι βουρλισμένοι χρόνοι, θε να ‘ρθει κάποιο σούρουπο ξανά ν’ ανταμωθούμε
Βράδυ Τετάρτης, μέσα Μαρτίου, γύρω στις δέκα ανηφορίζουμε το Κολωνάκι με τα πόδια. Μετά την Σκουφά, παράλληλη η ∆ιδότου. Προχωράμε. Στρίβουμε αριστερά από τη Σινά. Το μπαρ είχε το όνομα της οδού. “Το Μπαράκι της ∆ιδότου”.
Εκεί τραγουδούσε ο Μπακιρτζής. Υπήρχε ένας μικρός ξύλινος προθάλαμος, όπου έμπαινες και έβλεπες το μαγαζί να απλώνεται μέχρι το βάθος. Καθόταν στη μέση της σκηνής, σ’ ένα σκαμπό συνοδευόμενος από πιάνο και κοντραμπάσο. Το παλιό ξύλινο πιάνο είχε ένα εξαιρετικά «γεμάτο» ήχο που γέμιζε με νότες τον ατμοσφαιρικό χώρο του μπαρ. Ερμήνευε τραγούδια του Γιώργη Κωστογιώργη αλλά και ποιήματα των Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, Κώστα Ουράνη, Τέλλου Άγρα και άλλων ποιητών. Το μπαρ ήταν ένα μακρόστενο μέρος, σκοτεινό, ακολουθώντας ένα εικαστικό χαρακτήρα μίας μουσικής σκηνής, συνδυασμένο με κάποιους ιδιαίτερους χρωματιστούς πίνακες. Ο φωτισμός χαμηλός, κίτρινος.
Το μπαρ ξύλινο, όπως σχεδόν ξύλινο ήταν ολόκληρο το μαγαζί. Ένα καθαρά χειμωνιάτικο μαγαζί που υπηρετεί την τέχνη της μουσικής. Τα μικρά στρογγυλά τραπεζάκια ήταν περικυκλωμένα από ανθρώπους που γνώριζαν ακριβώς τι και ποιους θα άκουγαν. Καμιά εβδομηνταριά νοματαίοι, άντρες, γυναίκες. Καθίσαμε στο πάνω διάζωμα, ανεβαίνοντας τη στρογγυλή γυριστή σκάλα, σε ένα κεντρικό δερμάτινο τριθέσιο καναπέ. Υπήρχε μία άδεια θέση. Στο άκουσμα της φωνής
του, χαμογέλασα. Ήθελα χρόνια να τον ακούσω. Ιδιαίτερη φωνή, στην αρχή όταν την ακούς σουφρώνεις τα φρύδια σου. Στην πορεία, θερμά την αγκαλιάζεις. Τραγουδούσε, διάβαζε ποίηση, έλεγε αστεία, γελούσε και ξανατραγουδούσε ξανά τραγούδια αυτή τη φορά στα Ιταλικά. ∆εν είμαι σίγουρος αλλά θυμάμαι ότι ανέφερε ότι ένα από τα τρία ιταλικά τραγούδια είχε να κάνει με την ανθρώπινη απώλεια και το χαμό μίας κοπέλας στην Ιταλία του περασμένου αιώνα. Το πιάνο και το κοντραμπάσο έδωσαν ρυθμό και ο Μπακιρτζής ξεκινάει να τραγουδάει. Στο πρώτο κουπλέ αλλάζει εκφράσεις. Φορτίζεται. Η φωνή του δεν βγαίνει εύκολα.
– Συγνώμη, συγχωρέστε με, αλλά αυτό το τραγούδι μου προκαλεί στεναχώρια και φόρτιση.
Ο κόσμος χειροκρότησε. Ο Κωστογιώργης, ο οποίος οδηγούσε τα τραγούδια με το πιάνο του, γνωρίζοντας αρκετά καλά τον Μπακιρτζή, άλλαξε αμέσως το ύφος και επανάφερε ένα άλλο τραγούδι.
– Ας πούμε κάτι διαφορετικό.

Η βραδιά κύλησε και κάποια στιγμή ο Αργύρης έκανε διάλειμμα. Ανέβηκε τις σκάλες. Κρατούσε ένα ουίσκι. Σκέτο χωρίς πάγο. Υπήρχε ακόμη ένα τραπεζάκι με δύο καρέκλες και ο τριθέσιος καναπές με την άδεια θέση. Κάθισε δίπλα μου. ∆εν μίλησε. Κοιτούσε μπροστά. Ήπιε μία γουλιά και αναστέναξε. Γυρνάει και με κοιτάζει.
– Ξέρεις, νιώθω ιδιαίτερα φορτισμένος τελευταία με όλα όσα έγιναν με τα γεγονότα στα Τέμπη. ∆εν μπορώ να διαχειριστώ αυτό το γεγονός. Το τραγούδι αυτό με έκανε να σκεφτώ την ανθρώπινη απώλεια. Τον χαμό των ανθρώπων. Αυτών που φεύγουν απρόσμενα από τη ζωή. Και το τραγούδι αυτό μιλάει για την απώλεια. Ήθελα πολύ να του πω ότι δεν χρειάζεται να απολογηθεί για τα συναισθήματα του. ∆ε θυμάμαι τι του είπα. Είναι αυτές οι στιγμές που τριπλοσκέφτεσαι τι ακριβώς να αρθρώσεις για να βγει σωστά μία ολοκληρωμένη φράση. Σπάσαμε την κουβέντα σε κάτι διαφορετικό. Μας ανέφερε κάτι για τη φωνή του, όπου με αυτοσαρκασμό πρόσθεσε τη λέξη «βελούδινη» και γελάσαμε και οι τρεις μας.
Στη σκηνή βρισκόταν η Κατερίνα Σινίσσι, μισή Ελληνίδα, μισή Ναπολιτάνα. Εξαιρετική ερμηνεία.
– Πολύ καλή φωνή, του λέω.
– Έχει μία ιδιαίτερη χροιά στη φωνή της, που δεν μπορώ εύκολα να την προσδιορίσω, μου απαντάει.
– Βγάζει ένα κρυστάλλινο, καθαρό ήχο.
– Από πιο μέρος της Κύπρου είστε;
– Αμμόχωστο. Επαρχία Αμμοχώστου, του απαντάω.
– Έρχομαι συχνά στην Κύπρο. Έχω αρκετούς φίλους εκεί. Μάλιστα κάναμε μία μικρή συναυλία κάποια στιγμή πριν καιρό, σε ένα χωριό της Επαρχίας Λευκωσίας και ήταν απίθανα.
Κατέβηκε στη σκηνή για τη συνέχεια. Ο Κωστογιώργης έκλεισε τη βραδιά με αφηγήσεις ποιημάτων στο πιάνο. Τελείωσε. Φύγαμε. Αφήσαμε εκεί όμως τις αναμνήσεις μας.
Γι ́ αυτούς που λείπουν.