Συνάντηση στη προσφυγιά – Του Μιχαλάκη Τσαππαρίλα

Μία ιστορία που περιγράφει τις ζωές των ανθρώπων στο πραξικόπημα του 1974 και τις δυσκολίες στην τουρκική εισβολή.

Σάββατο 6 του Ιανουαρίου 1962. Επιφάνια. Τα Φώτα. Στην κλινική Παρασκευαΐδη στη Λευκωσία γεννιέται το τρίτο παιδί του Ττοφή Εγγλέζου και της Πατούς από τη Λύση. Είναι το πρώτο κορίτσι τους αφού προηγήθηκαν δύο αγόρια. Τη βάπτισαν Μαρία, από τη μητέρα της Πατούς, τη Μαριτσού. Ο αδελφός της Μαριτσούς ήταν ο Γιάγκος Σουρουλλάς, Μουχτάρης της Λύσης. Ήταν μια οικογένεια που αγαπούσε τα γράμματα.
Ο Τοφής καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Είχε εργοτάξιο στη Λύση και έκανε τσιμεντένιες πλάκες για την Ηλεκτρική. ∆ιατηρούσε και κατάστημα οικιακών συσκευών και μικρών μοτοσυκλέτων. ∆ούλευε αρκετά καλά. Τα παιδιά του Πανίκος, Γρηγόρης, Μαρία και Μαργαρίτα είχαν ότι χρειαζόταν. Τα παιδικά της χρόνια ήταν ξέγνοιαστα. Η οικογένεια ήταν πολύ αγαπημένη. Άριστη μαθήτρια στο ∆ημοτικό. Φρόνιμη και υπάκουη. Ήταν η αδυναμία του πατέρα και η περηφάνια της μητέρας. Βοηθούσε στο σπίτι. Τα καλοκαίρια μαζί με την οικογένεια του θείου πήγαιναν διακοπές στις κυβερνητικές κατοικίες στο Τρόοδος. Άλλοτε γύριζαν όλη την Κύπρο με το αυτοκίνητο του πατέρα. Τον Ιούνη του 1974 τελείωσε την πρώτη τάξη του Γυμνασίου Λύσης. Προγραμμάτισαν να πάνε στο Τρόοδος με τα ξαδέλφια και τη θεία της στις 17 του Ιούλη. Η μητέρα τής αγόρασε τα παπούτσια – πλατφόρμες που της άρεσαν από την οδό Λήδρας. Θα τα έπαιρνε μαζί της στις διακοπές και ανυπομονούσε πολύ.

Τη ∆ευτέρα 15 του Ιούλη ο αδελφός της ο Γρηγόρης πήγαινε κατασκήνωση με το κατηχητικό στα βουνά. Στη Λευκωσία γύρω από την αρχιεπισκοπή υπήρχαν ένοπλοι στρατιώτες. Τους είπαν πως έγινε πραξικόπημα και οι δρόμοι είναι κλειστοί. Τους ανάγκασαν να γυρίσουν πίσω. ∆εν μπορούσαν να γυρίσουν στη Λύση. Έτσι αναγκάστηκαν να μείνουν σε κάποιο ξενοδοχείο μέχρι να ανοίξουν οι δρόμοι. Στο σπίτι, όπως και σε όλη την Κύπρο άκουσαν ότι έγινε πραξικόπημα. Όλη η οικογένεια ανησυχούσε πολύ. Ευτυχώς, την επομένη γύρισε στη Λύση. Ο φόβος και η αγωνία για το τι θα ακολουθήσει ήταν μεγάλος. Η 12χρονη Μαρία δεν μπορούσε να καταλάβει και πολλά πράγματα από την πολιτική. ∆εν ήταν δικό της πρόβλημα. Όμως δεν της άρεσε που συναντούσε στους δρόμους του χωριού ένοπλους.

Σάββατο 6 του Γενάρη 1962. Στο Νοσοκομείο Αμμοχώστου γεννιέται το δεύτερο παιδί της Γιαννούλας και Αντρέα Πελοπίδα. Είναι κορίτσι, το ονόμασαν Παναγιώτα από τη γιαγιά την Πατού. Έχουν και τον πρωτότοκο γιο, τον Πάμπο τους που είναι πέντε χρονών. Οι γονείς είναι ευτυχισμένοι με τα δύο παιδιά τους. Μαζί τους ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά, οι γονείς του Αντρέα. Λίγο πριν πάει στο ∆ημοτικό γεννιέται και η αδελφούλα της η Γιούλα. Πήρε το όνομα του παππού Γιώρκου. Η οικογένεια είναι πλήρης. ∆ουλεύουν και οι δύο γονείς. Τα παιδιά τους μεγαλώνουν με πολλή αγάπη και φροντίδα. Η Γιώτα είναι πολύ καλή μαθήτρια. Το όνειρο της ήταν να σπουδάσει στη Γαλλία. Να γίνει καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας.
Όταν τα παιδιά ήταν μικρά κάθε Κυριακή απόγευμα η Γιαννούλα τα έπαιρνε στο γραφείο ταξί του πατέρα τους, στην αρχή της λεωφόρου Ευαγόρου, κοντά στην Ηλεκτρική. Ήταν ο μακρινός και ευχάριστος περίπατος τους. Από εκεί πήγαιναν στο «Bιέννα» για τυρόπιτα και παιχνίδι στα αλογάκια του Λυτρίδη. Κάποτε πήγαιναν στο ξενοδοχείο Golden Marianna για τσάι ή milkshake ή στο Ακταίο να παίξουν στην άμμο και να φάνε παγωτό. Στη γιορτή του πορτοκαλιού και στα ανθεστήρια περνούσαν όλο το απόγευμα στον ∆ημοτικό κήπο. Η Γιώτα τρελαινόταν να… ψαρεύει δωράκια από τη μικρή λιμνούλα. Τα χρόνια περνούσαν ξέγνοιαστα, χαρούμενα. Το καλοκαίρι του 1974 η Γιώτα είναι 12χρονών. Τελειώνει με άριστα τη Α ́τάξη του Γυμνασίου Θηλέων. Ο αδελφός της γίνεται 17 χρονών. Η μικρή αδελφούλα τους η Γιούλα είναι 6 χρονών.
Στις 15 του Ιούλη γίνεται το προδοτικό πραξικόπημα. Στο σπίτι της Γιώτας τρομοκρατήθηκαν όταν άκουσαν πως ο Μακάριος είναι νεκρός. Με το παιδικό μυαλό της νόμισε πως θα ήταν το τέλος του κόσμου. Περισσότερο ανησυχούσε για τον αδελφό της τον Πάμπο, που ήταν νεοσύλλεκτος. Ευτυχώς, επικοινωνούσε συχνά και ερχόταν σπίτι έστω και λίγη ώρα. Τώρα όμως δεν τού επέτρεπαν. Έπρεπε να υπερασπίσει την Πατρίδα. Στις 17 του Ιούλη το βράδυ πήγε με τη μητέρα της στη ∆ημοκρατίας να πάρουν σουβλάκια στον αδελφό της και τους φίλους του. Τους είχαν στο δρόμο για να προσέχουν τη Λέσχη Αξιωματικών. Από ποιους κινδύνευε αυτή η Λέσχη, το παιδικό αθώο μυαλουδάκι της δεν μπορούσε να εξηγήσει. ∆εν ήταν πρόβλημα δικό της. Χάρηκε που είδε τον αδελφό της. Τον φίλησε και του είπε να γυρίσει γρήγορα σπίτι…

Η ζωή της Μαρίας άλλαξε δραματικά όταν τα τούρκικα αεροπλάνα βομβάρδισαν τη Λύση. Μια βόμβα έπεσε κοντά στο σπίτι της γιαγιάς και τη σκέπασαν τα συντρίμμια. Έτρεξε ο πατέρας με τα παιδιά και τα αδέλφια του και την απεγκλώβισαν. Ευτυχώς, δεν τραυματίστηκε σοβαρά. Φοβήθηκαν πάρα πολύ. Αυτό το περιστατικό έχει στιγματίσει τη ζωή της. Για πολύ καιρό φοβόταν τον θόρυβο των αεροπλάνων. Κάθε φορά που περνούσαν τα αεροπλάνα όλοι κρύβονταν κάτω από τα τραπέζια για να γλυτώσουν.

Η νυκτερινή συσκότιση τους τρόμαζε ακόμα περισσότερο. Όμως ο φόβος και ο τρόμος τους μεγάλωσαν, όταν στις 14 του Αυγούστου τα τούρκικα άρματα πλησίαζαν στη Λύση και όλη η οικογένεια (οκτώ άτομα), μπήκε βιαστικά στο αυτοκίνητο τους για να γλυτώσει.

Γυρνούσαν μέσα στα χωράφια μέχρι που κάποιος τους είπε να πάνε στις αγγλικές Βάσεις ή στο ∆ασάκι. Έφτασαν στην Άχνα το απόγευμα και δεν ήξεραν από που
πάνε στο ∆ασάκι. Εκείνη τη στιγμή βγήκε ένας καλός άνθρωπος έξω από το σπίτι του και τους είπε: «Ελάτε να μείνετε σπίτι μου απόψε και αύριο βλέπουμε». Ήταν οδηγός λεωφορείου και επειδή στα δωμάτια του σπιτιού του φιλοξενούσε άλλες
δύο οικογένειες από το Λευκόνοικο τους παραχώρησε το λεωφορείο που ήταν σταθμευμένο στην αυλή. (Θεοδόσης Γιαννάκη, άλλως Χοσής του Τσουρή και η γυναίκα του ονομαζόταν Πηνελόπη. Είχαν πέντε παιδιά. Αργότερα τον σκότωσαν οι Τούρκοι γιατί πήγαινε τις νύχτες μέσα στην Άχνα. Κοιμούνται μέσα στο λεωφορείο δεκαπέντε μέρες. Ο καθένας είχε από ένα κάθισμα (μαξιλάρα) του λεωφορείου.

Το σπίτι του Θεοδόση ήταν στον κύριο δρόμο, καθώς βγαίνεις από Άχνα προς ∆ασάκι. Κάποια στιγμή σταμάτησε μπροστά τους ένα ταξί. Ήταν δύο ηλικιωμένοι, ένα ζευγάρι και τρία παιδιά. Το ένα κορίτσι συνομήλικο με τη Μαρία. Βγήκαν όλοι έξω για να ξεμουδιάσουν και ζήτησαν λίγο νερό. Η Μαρία μπήκε στο σπίτι και τους έφερε μια μπουκάλα. Το έδωσε στη συνομήλικη της και αυτή της χαμογέλασε θλιμμένα. Κάθισαν στο ταξί και έφυγαν. Η Μαρία το παρακολουθούσε με το βλέμμα σαν βγήκε στο δρόμο και περίμενε σειρά για να συνεχίσει το ταξίδι του. Πρόσεξε την επιγραφή στο πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Γραφείο ταξί «ΡΗΓΑΙΝΑ». Αργότερα καθισμένη στη θέση της μέσα στο λεωφορείο παρακολουθούσε τα αμέτρητα αυτοκίνητα που περνούσαν όλη τη νύχτα. Έβλεπε μπροστά της το θλιμμένο και φοβισμένο βλέμμα του κοριτσιού. Κάποια στιγμή σκέφτηκε. «Μήπως και το δικό μου βλέμμα είναι τόσο λυπημένο, φοβισμένο;» Στο σπίτι της Γιώτας ήταν έντονη η ανησυχία. Από τις μέρες του πραξικοπήματος ήξεραν πως ο Πάμπος, ο στρατιώτης τους, ήταν στην πόλη. Όμως από τις 20 του Ιούλη, που μπήκαν οι Τούρκοι στο νησί και άρχισαν να ρίχνουν βόμβες και όλμους αγωνιούσαν πάρα πολύ. Ένας όλμος έσκασε στο διπλανό σπίτι και ένας άλλος στο απέναντι προκαλώντας τρομερές ζημιές, θόρυβο και τρόμο. Κάθε φορά που πετούσαν τα αεροπλάνα όλοι μαζί, κάπου 15 άτομα, στριμώχνονταν μέσα στο μπάνιο. Εκεί ένοιωθαν κάποια ασφάλεια. Η μητέρα της καθόταν συνεχώς κοντά στο τηλέφωνο. ∆εν έφευγε από το σπίτι. Μήπως τηλεφωνήσει ο γιος της. Ο πατέρας και αυτός ανήσυχος πήγαινε στη δουλειά του. Όμως τώρα ήταν σιωπηλός και δεν είχε καμιά διάθεση. Η γιαγιά Πατού έκλαιγε στο σπιτάκι της. Όμως όταν ερχόταν στο δικό τους, προσπαθούσε να τους δώσει θάρρος. Τελικά στις 29 του Ιούλη τους τηλεφώνησαν ότι βρίσκεται στο Νοσοκομείο Λευκωσίας ζωντανός. Πήγαν οι γονείς της και όταν γύρισαν της είπαν τα νέα του. Ήταν τραυματισμένος και σε αφασία για 8 μέρες. Την επομένη την πήραν μαζί τους να δει τον αδελφό της. Ποτέ δεν θα ξεχάσει τι είδε. Το κεφάλι του ήταν σαν μια μπάλα του μπάσκετ ολόμαυρη τυλιγμένη σε γάζες. ∆εν ξεχώριζε μάτια, στόμα ή μύτη. Έκλαψαν και οι δύο μόλις αντικρίστηκαν. Ευτυχώς σιγά-σιγά όλα πέρασαν. Στις 2 του Αυγούστου ο αγαπημένος της αδελφός ήταν στο σπίτι τους. Η Γιώτα βοηθούσε τη μητέρα της να περιποιηθεί τα τραύματα του. Καθόταν πολλές ώρες μαζί του. Έγινε ο φύλακας-άγγελος του.

Στις 14 του Αυγούστου, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Αμμόχωστο, η Γιώτα με τους γονείς, τον παππού, τη γιαγιά και τα αδέλφια της στοιβάζονται στο ταξί τους και φεύγουν βιαστικά μέχρι να περάσει το κακό. Ακολουθούν και αυτοί την ατέλειωτη αυτοκινητοπομπή. Πάνε προς τις βρετανικές Βάσεις. Εκεί δεν υπήρχε χώρος για άλλο κόσμο. Έπρεπε να συνεχίσουν. Θυμήθηκαν τον νονό της Γιώτας στην Ξυλοτύμπου. Πήραν τον δρόμο προς τα εκεί. Φτάνουν στην Άχνα. Η μικρή αδελφή κλαίει. ∆ίψασε και δεν είχαν άλλο νερό μαζί τους. Τα πόδια τους πονούσαν, μούδιασαν. Σταμάτησαν στην αυλή κάποιου σπιτιού με ένα λεωφορείο σταθμευμένο.

Βγήκαν όλοι έξω. Ζήτησαν λίγο νερό. Ένα κοριτσάκι, που βγήκε από το λεωφορείο, μπήκε στο σπίτι και τους έφερε ένα μπουκάλι γεμάτο. Το έδωσε στο κορίτσι, που είχε την ίδια ηλικία μαζί της. Αυτή το πήρε και της χάρισε ένα θλιμμένο χαμόγελο. Ο φόβος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπο της. Το έδωσε πρώτα στον αδελφό της, που έδειχνε να είναι άρρωστος. Αφού ήπιαν όλοι, μπήκαν στο ταξί και συνέχισαν τον δρόμο τους. Η Γιώτα ένοιωσε κάπως καλύτερα. Η σύντομη παρουσία του άγνωστου κοριτσιού την ηρέμησε…