Ο γέρος και η θάλασσα

Κυριακή του Κατακλυσμού, 1940. Οι Βαρωσιώτες μαζεύονται στην παραλία της Γλώσσας για να γιορτάσουν. Κάπου εκεί κοντά, στο φτωχικό σπιτάκι του Παναή του ψαρά, βλέπει για πρώτη φορά το

φώς ο πρώτος του γιος. Ήταν 10 η ώρα το πρωί. Όταν ο Πάτερ Αδάμος της Αγίας Τριάδας έριχνε τον σταυρό μέσα στη θάλασσα για τον αγιασμό των υδάτων, η κυρά Ελένη έβγαζε μια δυνατή φωνή και η μαμμούη Λευκή τράβησε έξω από τη μήτρα της τον γιο. Ο Παναής τον ονόμασε Σταυρή. Που τον σταυρόν!

ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΤΣΑΠΠΑΡΙΛΑ

Τον επόμενο χρόνο, πάλι του Κατακλυσμού, η κυρά Ελένη πήρε τον
μικρό Σταυρή στη θάλασσα. Εκεί που ήταν η βάρκα του πατέρα του και των άλλων ψαράδων. Τον κρατούσε και, ξυπόλητος, περπατούσε πάνω
στο κύμα, που έσκαζε στην άμμο. Ο μικρός Σταυρής γυρνούσε προς τη θάλασσα. Μπήκε μέσα στο νερό. Του άρεσε. Η μάνα του τον τραβούσε προς τα έξω. Τον είδε ο Παναής και πήγε κοντά τους. Τον πήρε από τα χέρια της γυναίκας του και τον άφησε να περπατά μέσα στη θάλασσα. Όταν έφτασε μέχρι τον λαιμό του,τον σήκωσε λίγο στα χέρια του. Τότε το παιδάκι άρχισε να κλωτσά τα πόδια του και να κολυμπά προς τα μέσα. Ο Παναής, γεμάτος χαρά, τον άφησε να προχωρήσει όσο ήθελε. Μετά τον πήρε στα χέρια του, τον έβγαλε έξω και τον έδωσε στη μάνα του.
– Έμαθα τον να πλέει, λαλεί της.
– Μα αφού εν γιός ψαρά. Γίνεται να μεν πάρει που σένα; του απαντά χαρούμενη και περήφανη.
Ο γιός του έμαθε να κολυμπά μόνος του. Τον έπαιρνε μαζί του στο ψάρεμα. Του εξηγούσε το καθετί. Ο Σταυρής άκουγε με προσοχή μεγάλου. Έβλεπε
τι έκανε, πώς δούλευε μέσα στη βάρκα και έμαθε πολλά. Του άρεσε πολύ
η θάλασσα. Ίσως γιατί ήταν πάντα ήρεμη λάδι ,όπως έλεγε ο Παναής. Έβλεπε τον πατέρα του να τραβά κουπιά και τη βάρκα να σχίζει τη γαλήνια θάλασσα. Πήγαιναν στα βαθιά, πέραν από την Καμήλα. Μάζευε τα δίκτυα και γύριζαν στη στεριά για ξεψάρισμα. Ποτέ δεν είδε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Γιατί ο Παναής ποτέ δεν τον πήρε μαζί του, όταν ήξερε πως θα χαλούσε ο καιρός.Τον άφηνε να την ερωτευτεί, να ζήσει μόνο τις χαρές της, τις ομορφιές της.
Σε επτά χρόνια, ο Παναής είχε ακόμη τέσσερεις γιούς.Τα καλοκαίρια έπαιρνε μαζί του τον Σταυρή. Τον βοηθούσε αρκετά. Το χειμώνα ο Σταυρής έδειξε στον πατέρα του μια φωτογραφία από κάποιο περιοδικό. Ήταν μια μικρή χαμηλή βάρκα μυτερή, δύο μέτρα μάκρος και μισό μέτρο πλάτος. Κλειστή στο μπροστινό και πίσω πάνω μέρος, με ένα μικρό κάθισμα για
τον κωπηλάτη. Ο κωπηλάτης κρατούσε ένα κουπί σαν φουρνόφτυαρο. Ο μάστρε- Παναής χαμογέλασε:
– Από Δευτέρας θα τη φτιάξουμε μαζί. Εύκολο πράγμα.
Σε δύο εβδομάδες η μικρή βαρκούλα, με κωπηλάτη τον Σταυρή, έκοβε βόλτες στη θάλασσα. Διέσχιζε το νερό με ταχύτητα. Όλοι θαύμαζαν τον μικρό κωπηλάτη. Ύστερα πήραν σειρά και τα αδέλφια του.Ο καθένας ανάλογα με την ηλικία του κωπηλατούσε λίγη ή πολλή ώρα ή απόσταση. Η κυρά Ελένη, δίπλα στον άντρα της, θαύμαζε τα παλληκαράκια της, τους γιούδες της.
Σε λίγα χρόνια ο Παναής, με τη βοήθεια των παιδιών του έφτιαξε μια πιο μεγάλη βάρκα, με δύο θέσεις, με τέσσερα κουπιά, για δύο κωπηλάτες. Είχε αρκετά χέρια για να τραβούν κουπί. Τα παιδιά του, με τη βοήθεια και την καθοδήγηση του, έφτιαξαν νέες μικρές βάρκες για δύο, τρείς ή τέσσερεις κωπηλάτες. Δεν τις πουλούσαν. Ήταν για τη δική τους εξάσκηση και ευχαρίστηση. Ήταν πολύ βολικές. Και οι άλλοι ψαράδες έφτιαξαν τις δικές τους.
Αργότερα στον Κατακλυσμό, τα πέντε αδέλφια λάμβαναν μέρος σε αγώνες κωπηλασίας με τα κανό ή με τη βάρκα. Ατομικά ή ομαδικά. Πάντα ήταν μέσα στους νικητές.Το βράδυ στόλιζαν τη μεγάλη τους βάρκα με φωτεινά λαμπιόνια και έπαιρναν βόλτα στη θάλασσα τον κόσμο.
Ο καιρός περνούσε. Ο Σταυρής, ερωτευμένος με τη θάλασσα,ήθελε να

σπουδάσει ωκεανολόγος ή ιχθυολόγος. Να μάθει όλα τα μυστικά της.Τελείωσε το Γυμνάσιο με άριστα. Όμως η βάρκα, όσα ψάρια και να έφερνε, δεν μπορούσε να τον σπουδάσει. Έτσι πήρε την απόφαση να πάει για δουλειά στα καράβια. Θα γνώριζε τις θάλασσες όλου του κόσμου, θα μάζευε λεφτά και θα σπούδαζε.

Εκείνο το καλοκαίρι γνώρισε μια όμορφη κοπέλα,που ήλθε διακοπές από τη Βραζιλία. Την είδε στο ζαχαροπλαστείο Κυψέλη παρέα με τη γειτόνισσα του, την Άννα. Αυτός πήγαινε στον Μαστρή να αγοράσει κάτι. Πρόσεξε το ωραίο της πρόσωπο και το λαμπερό της χαμόγελο, που άφηνε να φαίνονται τα κάτασπρα δόντια της. Όταν γύρισε, οι δύο κοπέλες είχαν ήδη πάρει τον δρόμο προς τη θάλασσα. Συναντήθηκαν πιο κάτω. Μίλησε με την Άννα και αυτή του σύστησε τη φίλη της. Την έλεγαν Φελίσια, που στα ελληνικά σημαίνει Ευτυχία. Έμενε στο Φλώριδα. Του είπε πως τον έβλεπε κάθε μέρα από το μπαλκόνι της.

Την επομένη πρωί – πρωί, όταν ο Σταυρής με τον πατέρα του έβγαζαν από τα
δίκτυα την πλούσια ψαριά, τους πλησίασε η Φελίσια. Χάρηκε που την είδε. Τους φωτογράφισε. Μόλις τελείωσαν, του πρότεινε να κολυμπήσουν μαζί. Αυτός δέχτηκε με χαρά. Την πήρε προς τα βράχια στα ξέβαθα νερά. Σε κάποια στιγμή σταμάτησαν. Της έδειξε κάτι, που ξεπρόβαλε από κάποια τρύπα. Πριν προλάβει να αντιληφθεί
τι είναι, ο Σταυρής βούτηξε και έβγαλε ένα χταπόδι. Θα ήταν 2 οκάδες. Η Φελίσια τρόμαξε.
– Μη φοβάσαι, της λέει. -Δεν δαγκώνει. Ούτε θα σε φάει.
Άγγιξε το λίγο στο κεφάλι. Αυτή ξεθάρρεψε. Το άγγιξε, το χάιδεψε.
– Το βράδυ θα το φάμε μαζί.Θα το μαγειρέψει η μάνα μου. Σε προσκαλώ. Θα ’ρθεις
με την Άννα. Πήγε. Έφαγαν, ήπιαν, γνώρισε την οικογένεια του. Μετά, γύρισε στο ξενοδοχείο. Πριν φύγει, του έδωσε τη διεύθυνση της.
– Αν βρεθείς στις γειτονιές μας, πέρνα να σε κεράσω.
Και τού χάρισε εκείνο το γλυκό, γοητευτικό χαμόγελο της.
Ο Σταυρής πήγε στο λιμάνι του Βαρωσιού. Είχε συμφωνήσει με μια εταιρεία να δουλέψει σε φορτηγό πλοίο. Ήλθε ο καιρός να γνωρίσει και άλλες θάλασσες. Ταξίδεψε σε μακρινούς ωκεανούς. Συνάντησε παγωνιές, καταιγίδες, φουρτούνες με γιγάντια κύματα. Βγήκε σε λιμάνια όλου του κόσμου. Γνώρισε όλων των φυλών ανθρώπους. Στη Βραζιλία συνάντησε την ωραία Φελίσια. Γνώρισε τον άντρα
και τα παιδιά τους. Δεν σπούδασε σε πανεπιστήμιο. Τα μαθήματα της ζωής τον δίδαξαν πολλά. Πήρε προαγωγές, βαθμούς. Έκανε λεφτά. Βοηθούσε τα αδέλφια του. Σπούδασε τους δυό.
Το 2007 γύρισε για πάντα στην Κύπρο. Η οικογένεια του ήταν σκορπισμένη σε όλο το νησί. Οι γονείς του πέθαναν πριν χρόνια. Αγόρασε σπίτι στη Δερύνεια σε ύψωμα. Από την αυλή του έβλεπε τη σκλαβωμένη πόλη. Δεν παντρεύτηκε. Από τη ζωή
στα καράβια έμαθε να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού. Ήταν αυτοσυντήρητος. Κολυμπούσε καθημερινά στην πιο κοντινή προς την πόλη του παραλία.Πολλές φορές έφτανε μέχρι τη σημαδούρα, που τοποθέτησαν οι Τούρκοι σαν σύνορο. Ψάρευε με
το καλάμι ή με το ψαροτούφεκο. Γαλήνευε κοντά στην αγαπημένη θάλασσα,που της έχει αφιερώσει όλη τη ζωή του.
Κάποτε τα καλοκαίρια βοηθούσε τον Αντώνη, που ήταν γείτονας και παιδικός
φίλος του. Έκαναν μικρές κρουαζιέρες για τουρίστες, από τον Πρωταρά μέχρι τις σημαδούρες. Του άρεσε να είναι μέσα στη θάλασσα. Ήταν ο κόσμος του. Η ζωή του όλη. Εξηγούσε με πάθος την ιστορία της προδομένης Αμμοχώστου.
Τώρα τελευταία, που άνοιξαν λίγο την περίκλειστη πόλη και την παραλία, πηγαίνει συχνά. Περνά από το σπίτι του. Σταματά και… μιλά με τους γονείς του. Μετά πάει στη θάλασσα, εκεί μπροστά στο Φλώριδα, που ήταν οι ψαράδες. Εκεί που μεγάλωσε και έζησε τα καλύτερα του χρόνια. Τα Σαββατοκύριακα συναντά και άλλους Βαρωσιώτες. Μιλούν για την Ανόρθωση και τη Νέα Σαλαμίνα. Για τους πολιτικούς και τα κόμματα που εγκατέλειψαν την πόλη. Έμαθε πως κάποιοι θέλουν να κολυμπήσουν μαζί μέχρι την Καμήλα. Το σημείο ενηλικίωσης και αντροσύνης τους. Όταν είναι μόνος,
πάει προς τη Γλώσσα και κολυμπά μέχρι την Καμήλα. Κάθεται εκεί και αναπολεί
το παρελθόν. Ξεκουράζεται αρκετή ώρα και γυρίζει πίσω.Στα 80 του είναι μια χαρά. Κουράζεται γρήγορα. Κάποιο βάρος στο στήθος είναι περαστικό. Φεύγει σε ένα – δυό λεπτά. Δεν ανησυχεί. Συνέχισε το καθημερινό κολύμπι του στη Γλώσσα.
Τρίτη πρωί. Την Κυριακή είναι η μεγάλη μέρα. Σήμερα η θάλασσα είναι λίγο ταραγμένη. Φυσά λίγος αέρας. Ο Σταυρής μπήκε στο νερό. Κολυμπούσε κανονικά, δίχως να βιάζεται.Πήγε στα 100 μέτρα, στα 200,250. Έκαμε τη μισή διαδρομή. Ένοιωσε λίγη κούραση. Τίποτε το ανησυχητικό. Προχωρεί στα 300 μέτρα. Άρχισε
να νιώθει κράμπα στο αριστερό του πόδι. Σταμάτησε. Γύρισε στη ράχη.Τράβηξε
με τα δύο χέρια το πόδι του και ένιωσε καλύτερα. Συνέχισε να κολυμπά. Στα 400 μέτρα, η θάλασσα φουρτούνιασε περισσότερο. Έπρεπε να συνεχίσει. Να φτάσει
στον βράχο, να ξεκουραστεί. Είναι λιγότερο από 100 μέρα μπροστά του. Πλησιάζει. Κολυμπά ύπτιο. Έτσι είναι πιο άνετα. Μένουν τα τελευταία 50 μέτρα. Γυρίζει μπροστά και με απλωμένα τα χέρια κολυμπά πιο γρήγορα.Τα κύματα όμως και ο αέρας τον δυσκολεύουν πολύ. Σταματά για λίγο. Παίρνει βαθιές ανάσες και προχωρεί. 20,10 μέτρα. Ακόμη λίγο και φτάνει στο τέρμα. Τότε νιώθει έναν πόνο σαν σουβλιά στο στήθος. Παίρνει ξανά βαθιά ανάσα και κολυμπά βιαστικά. Ο πόνος στο στήθος γίνεται ανυπόφορος. Νιώθει να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του. Σφίγγει τα δόντια. Απλώνει τα χέρια μπροστά, κλωτσάει τα πόδια και φτάνει επιτέλους στην Καμήλα. Τα κατάφερε. Άρχισε να βρέχει. Ο ουρανός σκοτείνιασε. Τα κύματα μεγάλωσαν.
Ο Σταυρής ξάπλωσε πάνω στον βράχο. Χαμογέλασε με ικανοποίηση. Νίκησε. Έχασε τις αισθήσεις του. Τον βρήκαν νεκρό την επομένη το πρωί κάποιοι ψαράδες. Δίπλα του τρία ψαροπούλια να τον φυλάνε.

(Αφιερωμένο στους Βαρωσιώτες, που αγναντεύουν ακόμη τη Καμήλα)