Ο βοσκός της Μεσαορίας – Του Μιχαλάκη Τσαππαρίλα
Μία ιστορία που περιγράφει τη ζωή του Γιάγκου Εγγλέζου, βοσκού στο επάγγελμα που αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους το 1974.
6 του Αυγούστου 1950. Περιοχή «Κλούβοι», λίγο έξω από τη Λύση προς το Πέργαμος. Μέσα στους καταπράσινους κάμπους της Μεσαορίας, ο Γιάγκος, ο μεγάλος γιος του Γληόρη Εγγλέζου και της Λαμπούς, καθισμένος κάτω από τη μεγάλη τερατσιά παρακολουθεί τα πρόβατα του που βόσκουν αμέριμνα. Σήμερα γίνεται 25 χρονών. Θυμάται τη ζωή του, τα χρόνια που πέρασαν. Πήγαινε σχολείο και του άρεσαν πολύ τα γράμματα. Στην τετάρτη τάξη αναγκάστηκε να σταματήσει καθώς αρρώστησε ο πατέρας του και σαν ο πιο μεγάλος γιος έπρεπε να αναλάβει το κοπάδι. Πήγαινε με τον παππού του μέχρι που έγινε 15 χρονών. Ο παππούς γέρασε και δεν μπορούσε να είναι μαζί του.
Ο Γιάγκος μεγάλωσε και ανέλαβε τις ευθύνες του. Έπρεπε να παντρέψει τις αδελφές του. Να τις προικίσει. Η δουλειά του άρεσε πολύ, αφού περνούσε όλη τη μέρα του μέσα στα χωράφια. Είχε τον Σολωμό, τον πιστό του σκύλο, αλλά και το πιδκιάβλιν του. Κάποτε χάρασσε πάνω στις κολοτζιές διάφορα σχέδια. Την Κύπρο, καρδιές, βρακάες, μορφονιές, πουλιά… Είχε και το τρανζιστοράκι του και άκουγε τα νέα και μουσική. Φέτος όμως ένιωθε ανήσυχος. Έβγαλε το πιδκιάβλι του και άρχισε να παίζει. «Έλα κορού να δούμε τα μαύρα σου τα μμάθκια…». Τη Δευτερά της Καθαράς μαζεύτηκαν οι χωριανοί στους Κλούβους να κόψουν τη «μούττη». Όλοι του έλεγαν να τους παίξει κανένα τραγούδι και οι κοπέλες άρχισαν τους χορούς. Όσον αυτός έπαιζε το πιδκιάβλιν, η μαυρομαλλούσα τζαι μαυρομματού Ελεγκού, η κόρη του Μιχάλη και της Κουλλούς Βκιολάρη χόρευε με το βλέμμα της συνεχώς πάνω του. Τον έβλεπε και του χαμογελούσε. Του άρεσε πάρα πολύ μα δεν ήταν έτοιμος για παντρειές. Είχε τις αδελφές του. Έπρεπε να‘ρθει η σειρά του. Στην ηλικία των 28 χρονών τα έφτιαξε με την Ελεγκού. Πολύ σύντομα γεννήθηκαν και οι δύο τους κόρες, Χαραλαμπία (Λούλλα) και Κίκα.
Η Ελεγκού μεγάλωνε τις κόρες και αυτός ήταν συνέχεια με το κοπάδι μέσα στους κάμπους. Όταν έβρισκε χρόνο καβαλίκευε το γαϊδούρι της και πήγαινε στους Κλούβους να τον βοηθήσει και να του κάνει παρέα. Το κοπάδι μεγάλωνε. Αγαπούσε τα πρόβατα του και τα περιποιόταν πολύ. Όταν έπαιζε πιδκιάβλι μαζευόταν γύρω του και χαλάρωναν. Ο Γιάγκος λάμβανε μέρος στους διαγωνισμούς του Υπουργείου Γεωργίας για την καλύτερη ράτσα προβάτων. Πήρε πολλά βραβεία. Ήταν πολύ περήφανος για τα ζώα του. Όταν στο χωριό έρχονταν επίσημοι για διαλέξεις ή άλλες εκδηλώσεις, έπρεπε απαραίτητα να δεχτούν το τραπέζωμα του Γιάγκου. Ήταν ένας ευγενικός, φιλόξενος και καλόκαρδος άνθρωπος, κοινωνικός και πολύ αγαπητός στη Λύση και τα γύρω χωριά. Δεν κατηγορούσε κανένα. Αντιμετώπιζε τα πάντα και όλους με ένα πλατύ χαμόγελο και καλό λόγο. Η φύση της Μεσαορίας έτσι τον δίδαξε.
Τα χρόνια περνούσαν. Τα παιδιά του μεγάλωναν. Το ίδιο και το κοπάδι του. Είχε περισσότερα από τριακόσια πρόβατα και αρκετά βραβεία. Και συνέχιζε να παίζει πιδκιάβλι κάθε μέρα. Είχε την υγεία του, την οικογένεια του. Είχε τα πάντα. Αγόρασε και μια μοτοσυκλέτα και κυκλοφορούσε πιο άνετα.
Όταν στις 15 του Ιούλη 1974 έγινε το πραξικόπημα, ο Γιάγκος ήταν πολύ στεναχωρημένος. Όμως δεν ανησύχησε. Εκεί στους Κλούβους δεν άλλαξε τίποτε. Ύστερα έγινε η τουρκική εισβολή. Όταν οι Τούρκοι πλησίαζαν στο χωριό η οικογένεια του μαζί με άλλους μπήκαν βιαστικά στο λεωφορείο του Φρίξου του γείτονα και πήγαν στη Ξυλοφάγου. Αυτός έμεινε στη μάντρα του για μια βδομάδα. Δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τα ζώα του. Ήταν όλη του η ζωή. Τα παιδιά του. Όταν είδε πως δεν υπήρχε σωτηρία και κινδύνευε και αυτός και τα
ζώα του, ξεκίνησε με το κοπάδι του και πήγε περπατητός στο Δασάκι της Άχνας. Τότε η οικογένεια του πήγε στην Ξυλοτύμπου και έμεναν σε ένα αντίσκηνο όλοι μαζί. Έφτιαξε μια πρόχειρη μάντρα έξω από το χωριό και συνέχισε τη ζωή του στην προσφυγιά. Ήταν δίπλα στην οικογένεια και το κοπάδι του. Ηρέμησε.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και ένα μεσημέρι μπήκαν στη μάντρα του ένοπλοι Τούρκοι στρατιώτες. Τον άρπαξαν, του έδεσαν τα μάτια, τον κτύπησαν και τον έριξαν μέσα στο φορτηγό. Εκεί ήταν ακόμη τέσσερις Ελληνοκύπριοι βοσκοί. Ένα παιδάκι, που βρισκόταν στην περιοχή είδε τα πάντα. Έτρεξε στο χωριό και το είπε στην Αστυνομία. Ειδοποίησαν τους δικούς τους και τον Ερυθρό Σταυρό. Αυτό τους έσωσε τη ζωή. Ήταν δηλωμένοι αιχμάλωτοι. Τους μετέφεραν στη Βιτσάδα, σε ένα σπίτι έξω από το χωριό. Τα ζώα τους έγιναν λάφυρα ενός πολέμου, στον οποίο αυτοί δεν είχαν καμιά συμμετοχή. Τους είχαν αιχμάλωτους για 42 μέρες. Τους έδιναν λίγο ψωμί και ελιές. Νερό έπιναν από τη δεξαμενή. Εδώ πλενόταν και καθάριζαν τις πληγές τους. Οι στρατιώτες τους κτυπούσαν καθημερινά δίχως λόγο. Απλά για να τους δείξουν ότι είναι κυρίαρχοι της ζωής τους. O αξιωματικός κάθε μέρα έτριβε μια μαχαίρα πάνω στη κοιλιά του και απειλούσε.
Εκεί ζούσε και ένα μικρό αγόρι, Τουρκοκύπριος, ηλικίας δέκα χρονών. Στις πρώτες μέρες τους κοιτούσε από κάποια απόσταση, κρυμμένο πίσω από ένα δέντρο. Αργότερα πήγε στη δεξαμενή, όπου ήταν οι αιχμάλωτοι για να πάρει νερό. Όταν είδε πως δεν κινδύνευε, ξεθάρρεψε. Την Κυριακή το απόγευμα, που οι στρατιώτες δεν ήταν στο πόστο τους, πήγε κοντά τους. Ο Γιάγκος του χαμογέλασε. Και με έκπληξη τον άκουσε να τους λέει:
– Γειά σου, παππού. Ήντα κάμνει; Πεινά;
-Καλά, γιε μου, του απαντά χαμογελαστός, παρ’ όλο που πονούσε όλο το κορμί του. Φεύγει ο μικρός τρέχοντας. Σε λίγο έρχεται με μια μεγάλη κούπα γεμάτη με γάλα και ένα τσίγκινο φλιτζάνι. Τους το άφησε εκεί και ξανάφυγε αμέσως. Οι αιχμάλωτοι κοίταξαν προς το σπίτι. Ο μικρός βρισκόταν στην αγκαλιά της μητέρας του,
μπροστά στην είσοδο του σπιτιού και κοιτούσε προς τον δρόμο μήπως γυρίσουν
οι στρατιώτες ή ο πατέρας του. Από κείνη τη μέρα σχεδόν κάθε βράδυ ο μικρός Ερχούν τους έφερνε γάλα, ψωμί, χαλούμι και καρπούζι. Μα το πιο σημαντικό
είναι πως μέσα στη βρωμιά και το μίσος του πολέμου η ανθρωπιά δεν χάθηκε. Ο Γιάγκος ποτέ δεν ξέχασε τον μικρό Ερχούν. Και όταν τον ρωτούσαν πως πέρασε στην αιχμαλωσία, ποτέ δεν μίλησε για τις κακουχίες και τα βάσανα που τράβηξε. Μιλούσε μόνο για το παιδάκι και τη μάνα του. Γέννημα και αυτοί της γης της Μεσαρκάς.
Ευτυχώς πέρασε ο Ερυθρός Σταυρός και έγραψε τα ονόματα τους. Έτσι γλύτωσαν από τον θάνατο. Ο Γιάγκος έστελνε μηνύματα στους δικούς του. «Είμαι καλά. Να προσέχετε. Μην στενοχωριέστε». Τίποτε άλλο. Ούτε για τα κτυπήματα και το ξύλο που έτρωγε. Ούτε για τη πείνα ή τις αγρυπνίες, που τους επέβαλλαν οι Τούρκοι. Ώσπου τους ειδοποίησε πως σύντομα θα τους ελευθερώσουν.
Η μεγάλη του κόρη η Λούλλα πήγαινε κάθε μεσημέρι στο καφενείο του χωριού για να παίρνει τα μηνύματα του, όταν είχε. Μόλις έμαθαν τα ευχάριστα νέα πήγαιναν κάθε μέρα με το λεωφορείο στη Λευκωσία. Δεν ήξεραν πότε θα ερχόταν. Τελικά μετά από κάμποσες μέρες και πολλή αγωνία αφέθηκε ελεύθερος. Ένας αδύνατος, με γένια, μακριά μαλλιά και κουρελιασμένα ρούχα. Αγκάλιασε τη γυναίκα και τις κόρες του. Δάκρυσαν. Ήταν ζωντανός. Πήγαν στο τσαντίρι τους στην Ξυλοτύμπου. Έκανε μπάνιο, άλλαξε ρούχα και έφαγε με την ησυχία του το ζεστό φαγητό της Ελεγκούς. Τους είπε πως τους κτυπούσαν σχεδόν καθημερινά και τους απειλούσαν. Δεν ήθελε να τους πει πολλές λεπτομέρειες. Κυρίως για να μην τις στενοχωρήσει.
– Γύρισα. Είμαι καλά. Είμαστε όλοι μας ζωντανοί. Δόξα το Θεό.
Πολλές νύχτες δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Είχε εφιάλτες. Φώναζε στον ύπνο του. Ξυπνούσε καταϊδρωμένος.
Σύντομα αγόρασε άλλα πρόβατα. Δεν μπορούσε να κάθεται άνεργος. Τα έβοσκε παρέα με το πιστό σκυλί του τον Σολωμό, που απεγνωσμένα τον περίμενε. Αργότερα η οικογένεια μετακόμισε σε διαμέρισμα στους Αγίους Ανάργυρους. Δεν μπορούσε και ούτε ήθελε να εγκαταλείψει την οικογένεια του. Δεν θα έμεναν συνεχώς σε τσαντίρι. Με μεγάλη λύπη πούλησε το μικρό κοπάδι του. Δεν πέρασε πολύς καιρός και πήγε να δουλέψει βοσκός σε κάποιον ηλικιωμένο στην Αγία Άννα. Ήταν χαρούμενος, που βρέθηκε ανάμεσα στα πρόβατα. Αγαπούσε την τέχνη του. Μόνο που τώρα δεν έπαιζε πιδκιάβλιν. Έχασε τη χαρά του να νιώθει αφέντης στο τόπο του. Όταν πέθανε ο μάστρος του, το κοπάδι πουλήθηκε και ο Γιάγκος βρέθηκε άνεργος. Μετά από αυτό δεν είχε κουράγιο να αγοράσει άλλα ζώα και να ξεκινήσει από την αρχή. Κάποιος φίλος του τού πρότεινε να δουλέψει κηπουρός στο ξενοδοχείο Καρπασιάνα. Δεν σκέφτηκε και πολύ. Δούλεψε εκεί 10 χρόνια.
Ήλθε ο καιρός να ξεκουραστεί. Μέχρι τα 87 του ήταν μια χαρά. Υγιέστατος, ευγενέστατος, καλόκαρδος με τα αστεία του. Έπαιζε με τα τέσσερα εγγόνια του, που υπεραγαπούσε. Τους μιλούσε για τα ωραία χρόνια στη Λύση, για τα πρόβατα του που έπαιρναν βραβεία και για τον σκύλο του Σολωμό. Είχε την τύχη να αποκτήσει έξι δισέγγονα. Είχε στο πλευρό του την Ελεγκού και ήταν ευτυχισμένος.
Στο τέλος της ζωής του υπέφερε πολύ. Είχε προβλήματα με την υγεία του και βασανίστηκε αρκετά. Όμως, όπως συνήθως έπραττε, δεν παραπονιόταν σε κανένα. Μόνο η Ελεγκού του ήξερε πόσα τραβούσε ο άντρας της. Πέθανε στις 24 Φλεβάρη του 2017 σε ηλικία 91 χρόνων.