Ο άνθρωπος και ο καθρέφτης του
Tου Ξενοφών Κίρκα
Ξεχνάς άνθρωπε της Κύπρου ποιος ήσουν; Ξεχνάς τα σπίτια της Χοιροκοιτίας, της γόνιμης γης τα αμπέλια που έμαθες να καλλιεργείς και στα ρηχά νερά να ψαρεύεις; Και από την εποχή του λίθου πήγες στην εποχή του χαλκού, έμαθες να λαξεύεις την πέτρα και να κατασκευάζεις αγγεία και ειδώλια με γυναικείες μορφές για θεότητες να δοξάζεις. Ξεχνάς τα νταραβέρια με τους Αιγύπτιους που εμπορευόσουν το χαλκό και ευημερούσες και τα μόνα σου προβλήματα ήταν οι μπόσικοι πειρατές και της θάλασσας οι ανεμοθύελλες;
Μετά ήρθαν οι Μυκηναίοι, οι Αχαιοί που έφεραν τη γλώσσα του Ομήρου και ο Ευαγόρας που θυσιάστηκε μην πέσεις σε περσικά χέρια. Θυμάσαι άνθρωπε τα βασίλεια της Σαλαμίνας, Κιτίου, Ταμασσού, Ιδαλίου κι άλλα; Που το καθένα συμμαχούσε με διαφορετικούς δυνάστες. Μετά οι Πέρσες, οι πειρατές, ο Μέγα Αλέξανδρος, Πτολεμαίοι και Ρωμαίοι κι έκοψες νομίσματα, έφτιαξες θέατρα κι από ειδωλολάτρης έγινες Χριστιανός.
Ο απόστολος Βαρνάβας, ο Παύλος, σου έχτισαν εκκλησίες για να μαζεύεσαι τις Κυριακές να ευλογείς. Ξεχνάς άνθρωπε που το Βυζάντιο σε έβαλε κάτω από τη σκέπη του γιατί σε βυσσοδομούσαν Σαρακηνοί κι Άραβες, αλλά σε συμπαθούσε η Αγία Ελένη και ο Μέγας Κωνσταντίνος και δε σε άφηναν να πέσεις; Μετά σε συμπάθησαν κι οι δυτικοί για τα στρατηγικά σου κάλλη κι αφού έφυγαν οι βυζαντινοί ήρθαν Ναΐτες και Φράγκοι Σταυροφόροι. Σου ‘χτισαν κάστρα και σπίτια για να ζεις καλά, για να μην επαναστατείς ή να αρρωσταίνεις, γιατί αυτοί ήταν ευγενείς από αρχοντικές πόλεις, με έμνοστα κτίρια, ένδοξους καλλιτέχνες και ποιητές. Μη σου περνά απ’ το μυαλό ότι νοιάστηκαν πολύ για σένα, μονάχα μη χάσουν τους δρόμους του χρυσού και ασημιού από τους Άραβες. Οι ευγενείς και φεουδάρχες ζούσαν μέσα σε περιττή πολυτέλεια, χλιδή και πλούτο στα λαμπρά τους ανάκτορα κι εσύ τους έβλεπες σαν απλός θεατής και τους κουτσομπόλευες, τους ζήλευες για τα πάθη και τους έρωτες τους.
Μετά άνθρωπε ήρθαν Βενετοί και Γενουάτες με τις αρχοντιές και τα νομίσματα τους κι έχτισαν φρούρια και τείχη γιατί κι αυτοί σε συμπαθούσαν στρατηγικά. Παρόλο που ήταν άρχοντες σου συμπεριφέρονταν σαν σκυλί, σε καταπίεζαν με καταναγκαστικά έργα για ένα κομμάτι ψωμί και αβάσταχτους φόρους. Όταν κατάλαβαν πια ότι δεν είχαν δύναμη να σε υπερασπιστούν, σε παρέδωσαν στους Οθωμανούς Τούρκους.
Οι Τούρκοι σου γκρέμισαν τα κάστρα, τις εκκλησιές, σε λεηλάτησαν, σε καταλήστεψαν, σε εξισλάμισαν και όπως οι προηγούμενοι σε άφησαν αγράμματο μέσα στο σκοτάδι. Ηρωικά έπεσε κι ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος αλλά ήταν αμέτρητοι και λυσσασμένοι οι εχθροί. Μετά οι Λινοβάμβακοι με τις πόλεις και τα χωρία τους κι η εκκλησιά εκεί αγέρωχη να σου κράτα τη γλώσσα, τα έθιμα και τη θρησκεία. Ενώ εσύ είσαι ακόμα αγρότης, κτηνοτρόφος, ψαράς και μικροέμπορος. Μετά ήθελες να επαναστατήσεις, δεν σε άφησαν όμως οι βάρβαροι. Σου σκότωσαν αμέσως τον Αρχιεπίσκοπο και σε ποδοπάτησαν για να μη σηκώσεις ανάστημα. Ξεχνάς άνθρωπε ότι τότε έδινες το παιδί σου στο Σουλτάνο να το κάνει γενίτσαρο, για να σε αφήσει να ζήσεις ακόμα μια μέρα, γι’ ακόμα ένα πιάτο φαί, για να μη σου ξεκληρίσει την οικογένεια; Κι εσύ σαν υπόδουλος ραγιάς, μη μπορώντας να αντέξεις τα βάσανα, έμενες πιστός για να επιβιώσεις.
Στο τέλος, το νέο καθεστώς. Θα ερχόντουσαν ευγενείς Άγγλοι, με τους λεπτούς τους τρόπους κι εσύ άνθρωπε νόμιζες ότι θα εύρισκες γαλήνη. Μα που την είδες τη γαλήνη; Αυτοί σ’ εκμεταλλεύτηκαν, σ’ εμπόδιζαν να πας σχολείο για να μορφωθείς. Γιατί αν μορφωνόσουνα, θα τους ήσουν εμπόδιο. Κι αφού δεν άντεξες τις πιέσεις τους, επαναστάτησες. Άλλα δε λογάριασες τις ύπουλες τους σκέψεις… Σε έκαναν να μισήσεις τους συμπατριώτες σου. Διαίρει και βασίλευε. Δε σε άντεξαν όμως. Σου πέταξαν στα μούτρα το σύνταγμα, σου πήραν κομμάτια γης, σου είπαν κυβερνήσου μόνος σου κι έφυγαν.
Εσύ άνθρωπε αγράμματε, αφέθηκες στα χέρια στρατιωτικών και παπάδων που λίγα ήξεραν αλλά πολλά έπρατταν. Ξεχνάς άνθρωπε ότι οι ηγέτες σου δε διάβασαν Θουκυδίδη; Η Μίλητος την περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου ήθελε να μείνει ουδέτερη. Δεν ήθελε ούτε την Αθήνα μήτε τη Σπάρτη. Αλλά, κατέτρεξε στο βιβλίο να μάθεις την κατάληξη της. Η ουδετερότητα στη διεθνής σκακιέρα δεν είναι συμφέρον των αδυνάτων ή των αδεσμεύτων. Μετά όμως, δύστυχε άνθρωπε, ήρθαν ξανά οι βάρβαροί με τις ευλογίες βεβαίως των μεγάλων. Φοβούνταν βλέπεις, μη γίνεις σοβιετικός δορυφόρος…
Ξεχνάς όμως ακόμα άνθρωπε, ότι με λίγα πορτοκάλια, με ωραίες θάλασσες και πολυσύχναστα λιμάνια, ξαναβρήκες τα πόδια σου; Μόρφωσες τα παιδιά σου με ότι μπορούσες. Και μετά ο καινούριος κόσμος. Με τα κτίρια σαν σπιρτόκουτα, με την εκκλησιά να είναι το πιο όμορφο οικοδόμημα που υπήρχε σε κάθε χωριό και πόλη. Με τους κτηνοτρόφους σου, τα καφενεία σου, το καλοκαίρι, τη θάλασσα με τους ψαράδες και τα καΐκια τους.
Μετά τι; Η επίπλαστη ευημερία. Οι γραβάτες, τα Mercedes που έγιναν σημείο αναφοράς σε κάθε σπίτι. Όταν ο γείτονας σου είχε Mercedes ήταν πλέον βέβαιο ότι ευημερούσε. Και τότε άνθρωπε αντί να διαβάσεις την κλασική λογοτεχνία, να αποκτήσεις παιδεία ώστε να μην περιπέσεις στο σύμπλεγμα σκέψεων σου, να κάνεις τις σωστές αξιολογήσεις και να ψηφίζεις σωστούς ανθρώπους στα αξιώματα του κράτους σου, έγινες υποχείριο του συλλογικού σου ασυνείδητου. Άνθρωπε, στο συλλογικό ασυνείδητο βρίσκονται όλα τα κατώτερα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ψυχής. Ο φθόνος, η ζήλια κι άλλες μορφές καταπιέσεων. Παραδόθηκες άνθρωπε, στο συλλογικό ασυνείδητο. Έβλεπες το Mercedes του γείτονα κι ήθελες κι εσύ κι όλη σου η οικογένεια. Πως θα πήγαινε άλλωστε στο κομμωτήριο η γυναίκα σου για να ζηλέψουν οι υποτιθέμενες φίλες της…
Ξεχνάς επίσης άνθρωπε, ότι και τότε έτρεχες στους πολιτικούς να τους λαδώσεις μήπως σε βολέψουν κάπου; Θυμάσαι που τους θεοποιούσες σαν να έχουν το αλάθητο; Αλλά ο Ονήσιλος, όπως και το 1963, πάλι σου έστειλε τις μέλισσες να σε κεντρίσουν. Την περίοδο του μεγάλου ξεπλύματος, του χρηματιστηρίου, την εκμετάλλευση της γης που ξεπουλούσες, τις τράπεζες και τα διαβατήρια. Μα εσύ πλέον έγινες χοντρόπετσος κι οι μέλισσες πέθαναν χωρίς να καταλαβαίνεις και πολλά.
Γιατί άνθρωπε όλα αυτά; Απλούστατα για μια θέση στη ψευδαίσθηση; Πως θα συγκρινόσουν μετά με τους άλλους όμοιους σου… Πως θα αναγνώριζαν οι άλλοι ότι κι εσύ ευημερείς αν δεν έμπαινε και σε σένα Mercedes στο σπίτι; Ξεχνάς ακόμα άνθρωπε που ψήφιζες πολιτικούς που σε κορόιδευαν ενώ αυτοί έστελναν λεφτά στον Παναμά και χρησιμοποιούσαν το πολιτικό τους αξίωμα προς όφελος τους κι όχι για την ευημερία του συνόλου; Ήταν κι αυτοί σκλάβοι βλέπεις, του συλλογικού τους ασυνείδητου.
Τώρα άνθρωπε, καθισμένος στον καναπέ τους φτύνεις και τους μισείς που είναι διεφθαρμένοι, άπληστοι και άνομοι και δε βλέπεις στον καθρέφτη ότι αν ήσουν κι εσύ στη θέση τους, τα ίδια θα έπραττες.