Οι χαβούζες της Μεσαορίας – Του Άγγελου Σμάγα

Για την αντιμετώπιση της ξηρασίας οι Βρετανοί κατασκεύασαν μια σειρά αρδευτικών έργων και μάλιστα τα καλύτερα από αυτά στη Μεσαορία.

Η περιοχή με την πιο έντονη διαδοχή κλιματικών αντιθέσεων στις διάφορες εποχές του χρόνου στην Κύπρο είναι η Μεσαορία, ειδικά στην επαρχία Αμμοχώστου, που από ένα παραδεισένιο τοπίο κατά την άνοιξη μετατρέπεται σε έναν ερημικό τόπο κατά το καλοκαίρι. Για την αντιμετώπιση της έντονης ξηρασίας του καλοκαιριού, οι Βρετανοί ήδη από την πρώτη περίοδο κυριαρχίας τους στη μεγαλόνησο κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να κατασκευάσουν μια σειρά αρδευτικών έργων και μάλιστα τα καλύτερα από αυτά στη Μεσαορία που αποτελούσε την περιοχή με τη λιγότερη μέση ετήσια βροχόπτωση και με υφάλμυρα έως αλμυρά υπόγεια ύδατα. Σχεδίασαν έτσι και υλοποίησαν μια σειρά τεράστιων υδατοφραγμάτων, αντιπλημμυρικών και αποθηκευτικών για εμπλουτισμό των υπόγειων στρωμάτων και άρδευση των γύρω περιοχών, εξαιρετικά πρωτοποριακών για την εποχή τους, που ακόμα και σήμερα εντυπωσιάζουν όσους τα γνωρίζουν. Συγκεκριμένα, ο Άγγλος υδραυλικός μηχανικός J.H. Medlikot είχε προτείνει την κατασκευή τριών μεγάλων τεχνητών υδατοδεξαμενών, τις γνωστές χαβούζες, στα Κούκλια, στην Αχερίτου και στη Σύγκραση, στις οποίες θα συγκέντρωναν τα πλεονάζοντα νερά αυξάνοντας έτσι τα υδατικά αποθέματα και διασφαλίζοντας την ορθολογική χρησιμοποίησή τους. Στο σύνολό τους αυτά τα αρδευτικά έργα δημιουργήθηκαν μεταξύ του 1896- 1912, αφού χιλιάδες εργάτες σήκωσαν αναχώματα ύψους οχτώ περίπου μέτρων και μήκους αρκετών χιλιομέτρων σε κοιλώματα του τοπίου για συγκράτηση και συγκέντρωση των όμβριων και ποτάμιων νερών, συνολικού όγκου μεγαλύτερου από πέντε εκατομμύρια κυβικά μέτρα.


Αναλυτικότερα, η χαβούζα των Κουκλιών που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Πραστειό, Γαϊδουράς και Κούκλια, αποτελεί αποτέλεσμα του πρώτου φράγματος που είχε ξεκινήσει να κατασκευάζεται στο τέλος του 19ου αιώνα από τους Βρετανούς στην Κύπρο και εγκαινιάστηκε το 1900. Δεχόταν το νερό των δύο μεγαλύτερων ποταμών της Κύπρου, του Πεδιαίου (Πηθκιάς) και του Ιδαλία (Γιαλιάς) και είχε χωρητικότητα 4.500 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Το φράγμα, γνωστότερο ως «Πάγκος», είχε δημιουργηθεί με τη συσσώρευση αργιλώδους χώματος που εξαγόταν από το παράλληλο κανάλι και είχε επενδυθεί με πέτρες και φυτευτεί με καλάμια για πρόσθετη στερέωσή του. Είχε κατασκευαστεί σε μήκος περίπου εννέα χιλιομέτρων και κάθετα προς τη ροή των ποταμών εξαναγκάζοντας τα νερά που κατευθύνονταν προς τον κόλπο
της Αμμοχώστου να στραφούν στη λεκάνη των Κουκλιών. Όταν πρωτοσχηματίστηκε η υδατοδεξαμενή είχε βάθος έξι μέτρα και για αποφυγή των καταστροφικών μέχρι και φονικών πλημμυρών σε περιόδους πολυομβρίας, που το νερό αυξανόμενο ραγδαία απλωνόταν σε όλο τον κάμπο εισερχόμενο ακόμα και σε σπίτια και υποστατικά γειτονικών χωριών, αφέθηκε ένα σημείο υπερχείλισης του φράγματος, η «Σιονώστρα», και τοποθετήθηκαν μεταλλικές θύρες ελέγχου της ροής του νερού. Με το συγκεντρωμένο νερό και ένα δίκτυο καναλιών που εξακτινώνονταν σε όλα τα χωράφια ποτίζονταν διάφορες καλλιέργειες των διπλανών χωριών, κυρίως βαμβακιού, το οποίο προωθούσαν και οι Βρετανοί κυρίαρχοι.


Τον ίδιο ρόλο εξυπηρετούσε και η παρακείμενη μεγάλη υδατοδεξαμενή που είχε δημιουργηθεί κατά το 1896-1899 στα δυτικά κοιλώματα του χωριού Αχερίτου, το οποίο είχε καταστεί από τους Βρετανούς έδρα του Επαρχιακού Αρδευτικού Τμήματος. Κατά τη διάρκεια μάλιστα κατασκευής του εμπλουτιστικού υδατοφράκτη εντοπίστηκαν τα λείψανα ενός άλλου αντίστοιχου αρδευτικού έργου της ρωμαϊκής ή ενετικής περιόδου, το οποίο διέσχιζε σε μικρότερη έκταση κάθετα την πεδιάδα και χρησιμοποιήθηκε για να ενδυναμωθεί το νεότερο ανάχωμα. Σύμφωνα με την καταγραφή ενός ξένου ταξιδιώτη του 1900 «…Συνεχίσαμε γύρω από τον μεγάλο υδατοφράκτη της Αχερίτου, που όταν ολοκληρωθεί, θα έχει σαράντα τετραγωνικά μίλια εμβαδόν και θα καλύπτεται με νερό στο μεγαλύτερό του μέρος κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Από εδώ θα ποτίζονται οι πιο χαμηλές περιοχές της μεσαορίτικης πεδιάδας, το έδαφος της οποίας είναι από τα πιο εύφορα σε ολόκληρο τον κόσμο… εργοδοτούν γύρω στους τρεις χιλιάδες άνδρες και γυναίκες κυρίως με το σύστημα της κατ’ αποκοπήν εργασίας. Το βραδάκι περπάτησα κατά μήκος του φράχτη και είδα τους εργάτες να δουλεύουν εκεί και στα αυλάκια που στο μέλλον θα διοχετεύουν το νερό. Δούλευαν σα μυρμήγκια, προσπαθώντας να φτιάξουν το τελείωμα του φράκτη με ταιριαστές πέτρες, χωρίς όμως να χρησιμοποιούν λάσπη…» Η υδατοδεξαμενή της Σύγκρασης από την άλλη πρωτοδημιουργήθηκε το 1897 με το κτίσιμο φράγματος που εγκαταλείφθηκε το 1941 εξαιτίας ρηγμάτων που είχαν δημιουργηθεί με αποτέλεσμα να ξανακτιστεί νέο φράγμα ύψους εφτά μέτρων και μήκους 500 περίπου μέτρων το οποίο συγκέντρωνε τελικά ποσότητα περισσότερη από 1.100 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού. Εκεί συσσωρεύονταν τα νερά του χείμαρρου Μερίκερου (Καραμούλλι) που πήγαζε ανάμεσα στα χωριά Άγιος Ιάκωβος και Πλατάνι μετά την αποστράγγιση μιας λεκάνης έκτασης 44 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ήταν ένας ταμιευτήρας υδάτων, ο οποίος, παρότι διέθετε νερό μόνο εποχικά, χρησιμοποιήθηκε για εμπλουτισμό του υδροφόρου στρώματος του Λαπάθους και για άρδευση των σιτηρών και βαμβακιών της περιοχής. Μάλιστα, όταν η υδατοδεξαμενή δεν τροφοδοτούνταν με νερό από τη λεκάνη απορροής, η έκταση της χαβούζας καλλιεργούνταν, ενώ περιμετρικά της τεχνητής λίμνης φυτεύτηκαν κυπαρίσσια σε σχηματισμό που λέγεται ότι θυμίζει την ακτογραμμή της Κύπρου. Βέβαια εκτός της ιδιαίτερης σημασίας για τον άνθρωπο, οι συγκεκριμένες τεχνητές λίμνες είχαν ξεχωριστή αξία και για τη χλωρίδα και πανίδα που αναπτυσσόταν στις παρόχθιες περιοχές, αφού στα αβαθή νερά της τεράστιας έκτασης με τις απρόσιτες όχθες και τα απομονωμένα νησάκια υπήρχε αρκετή βλάστηση, κυρίως από αρμυρίκια, δημιουργώντας ένα άριστο περιβάλλον για μεγάλους πληθυσμούς ψαριών και για πέραν των 200 διαφορετικών υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών, δηλαδή περισσότερα από τα μισά είδη πτηνών που έχουν καταγραφεί σε ολόκληρη την Κύπρο, τα οποία χρησιμοποιούσαν τη λίμνη ως ενδιάμεσο μεταναστευτικό σταθμό ή για διαχείμαση και αναπαραγωγή.
Δυστυχώς η τουρκική εισβολή είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια των πολύτιμων αυτών υδάτινων πόρων, ενώ η επακόλουθη παραμέληση των υδατοφρακτών από το ψευδοκράτος, καθώς και η κλιματική αλλαγή οδήγησε με ταχείς ρυθμούς στην αποξήρανσή τους. Τον τελευταίο χρόνο όμως με ευρωπαϊκά κονδύλια πραγματοποιούνται εντυπωσιακά έργα συντήρησης και ενίσχυσης των φραγμάτων καθιστώντας έτσι τον πόνο της προσφυγιάς ακόμα πιο δυσβάσταχτο, καθώς μετατρέπεται ξανά η έτσι κι αλλιώς ερημοποιημένη γη της Μεσαορίας σε έναν επίγειο παράδεισο.