Οι Σαββατογεννημένες φίλες της προσφυγιάς! – Του Μιχαλάκη Τσαππαρίλα
Στις 11 Νοεμβρίου 1974 άνοιξαν τα σχολεία σε όλη την ελεύθερη Κύπρο. Λίγες αίθουσες, πολλοί μαθητές. Τα σχολεία ήταν ανοικτά και τα Σάββατα. Στο Γυμνάσιο Αγίου Γεωργίου στη Λάρνακα ο Γυμνασιάρχης κύριος Σαμάρας καλωσόρισε τα παιδιά με αγάπη και ενθαρρυντικά λόγια.
Μετά τους μοίρασαν σε τμήματα. Στο τμήμα Β’ δύο δωδεκάχρονες, άγνωστες μεταξύ αγνώστων, φοβισμένες, κάθονται στο ίδιο θρανίο, στη μεσαία σειρά. Συστήνονται. Γιώτα. Μαρία. Η μια ξανθή και η άλλη καστανομάλλα. Η μια από το Βαρώσι και η άλλη από τη Λύση. Το σύμπαν πρέπει να συνωμότησε εκείνη τη μέρα. Ήταν η αρχή μίας δυνατής, αδελφικής φιλίας, που διαρκεί εδώ και 47 χρόνια. Το ίδιο βράδυ όταν η Μαρία και η Γιώτα βρίσκονται στο στρώμα τους σκέφτονται, πως κάπου συναντήθηκαν. Κάπου είδαν η μια την άλλη. Την επομένη το πρωί, λίγο πριν μπουν στην τάξη λέει η Γιώτα στη Μαρία:
– Θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Και η Μαρία της απαντά:
– Και εγώ θέλω να σε ρωτήσω κάτι.
– Μήπως γνωριστήκαμε πριν; Ρωτά η Γιώτα.
Απαντά η Μαρία:
– Και εγώ αυτό θα σε ρωτούσα. Όταν χτες μου είπες ότι ο πατέρας σου είναι ταξιτζής το σκεφτόμουν όλο το βράδυ και θυμήθηκα την επιγραφή «ταξί Ρήγαινα» .
Αγκαλιάζουν η μια την άλλη και κλαίνε στη μέση της σχολικής αυλής. Οι συμμαθητές τους τις κοιτάζουν και αντιλαμβάνονται πως συναντήθηκαν δυο συγγένισσες ή παλιές φίλες. Τέτοιες σκηνές ήταν συχνές εκείνες τις δύσκολες μέρες. Σιγά – σιγά γνωρίζονται καλύτερα και περνούν πολλές ώρες μαζί. Θυμούνται τις μέρες μετά τη σύντομη συνάντηση τους στην αυλή του Χοσή. Κατά την διάρκεια των ημερών που έμειναν στην Άχνα το ραδιόφωνο ανακοίνωσε ότι έγινε εκεχειρία. Μόλις το άκουσε ο πατέρας της Μαρίας έβαλε στο αυτοκίνητο τα 4 παιδιά του, την ξαδέλφη τους από Λευκωσία και τη γιαγιά. Πήγαν για να τους αφήσει στο σπίτι και να γυρίσει στην Άχνα να μεταφέρει και τους υπόλοιπους. Θα άφηνε το Hillman και θα γύριζε με το ολοκαίνουργιο MAZDA. Φτάνουν στο σπίτι τους. Κατεβάζει τα παιδιά και τη γιαγιά. Παίρνει το καινούργιο αμάξι και ξεκινά για να φέρει και τους άλλους. Η γιαγιά ετοιμάζεται να κάνει μπάνιο. Ο μάστρε- Τοφής είπε να δώσει ένα γύρο του χωριού πριν πάρει το δρόμο για την Άχνα. Μετά από κανένα 10λεπτο άρχισε να τρίζει η γη. Μπήκαν μέσα στο χωριό τα τανκς. Ευτυχώς τα άκουσε και γύρισε σπίτι, φωνάζοντας σαν τρελός να μπουν στο αυτοκίνητο να φύγουν. Η γιαγιά έφυγε με το μεσοφόρι. Έτσι σώθηκαν και δεύτερη φορά.
Μετά από κάποιες μέρες ήλθε σήμα να εκκενωθεί και η Άχνα. Εγκαταλείπουν το φιλόξενο λεωφορείο, την οικογένεια του κυρίου Χοσή και της Πηνελόπης και τραβούν για την Ξυλοτύμπου, όπου τους φιλοξένησε ένας μακρινός ξάδελφος της μητέρας. Μένουν όλοι σε ένα δωμάτιο. Άλλοι στο πάτωμα πάνω στα σφουγγάρια και άλλοι στο μοναδικό κρεβάτι. Αρχές του Οκτώβρη νοικιάζουν σπίτι στη Λάρνακα. Τα τέσσερα παιδιά θα πήγαιναν σχολείο. Η ζωή τους άλλαξε από τη μια στιγμή στην άλλη. Βρέθηκαν μεταξύ αγνώστων. Ξένοι στην ίδια τους την πατρίδα. Φοβισμένοι και αβέβαιοι για το αύριο.
Η Γιώτα και η οικογένεια της πήγαν στη Ξυλοτύμπου στο σπίτι του νονού της Γιάγκου Χατζηιωάννου. Εκείνες τις μέρες απουσίαζε οικογενειακώς στην Αγγλία. Δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στην Κύπρο. Το σπίτι ήταν καινούργιο και μεγάλο. Έμεναν έξι οικογένειες. Όταν άκουσαν ότι έγινε εκεχειρία, ο πατέρας της μαζί με τον συνέταιρο του τον Γιαννή πήγαν αμέσως στο Βαρώσι. Γέμισαν το μικρό, ολοκαίνουργιο Morris Mini Minor της Γιαννούλας με ρούχα. Πήραν τα χρυσαφικά που έκρυψαν και έφυγαν βιαστικά. Στάθηκαν τυχεροί. Γιατί σε λίγο ο τούρκικος στρατός απέκλεισε τον δρόμο προς Δερύνεια. Λήστεψαν και σκότωσαν αρκετούς αθώους ανθρώπους.
Στη Ξυλοτύμπου έμειναν έξι μήνες. Ο πατέρας άρχισε να δουλεύει το ταξί στη Λάρνακα. Η προσφυγιά ήταν δύσκολη. Όμως η ζωή συνεχίζεται.

Η Μαρία και η Γιώτα κατά τα μαθητικά τους χρόνια
Περνούσε τον καιρό της στο σπίτι παρέα με τη Λουίζα και τον αδελφό της Άριστο. Φοβόταν να φύγει μακριά από την οικογένεια της.
Οι οικογένειες της Μαρίας και Γιώτας γνωρίζονται καλύτερα. Πηγαίνουν η μια στο σπίτι της άλλης. Στα φροντιστήρια είναι μαζί, στο ίδιο θρανίο. Προετοιμάζονται μαζί για τις εξετάσεις. Η μια δίπλα στην άλλη καταφέρνουν να ξεπεράσουν τις φοβίες και τις δυσκολίες της προσφυγιάς. Βρίσκουν πολλά κοινά σημεία. Πατού ονομάζεται η μητέρα της Μαρίας και η γιαγιά της Γιώτας. Μαριτσού η γιαγια της μιάς και της άλλης. Σαββατογεννημένες, στις 6 Ιανουαρίου και οι δυο. Βάζουν στόχους και αγωνίζονται να τους πετύχουν. Με τον καιρό ήταν τέτοια η χημεία τους, που η μια συμπληρώνει τη φράση, που άρχισε η άλλη. Τελειώνουν με άριστα τη Β ́και Γ ́τάξη του Γυμνασίου.
Στο μεταξύ η Γιώτα με την οικογένεια της μετακομίζουν στη πολυκατοικία Μαρσέλου στην παραλία της Ορόκλινης. Κατά σύμπτωση κάποιος συγγενής του πατέρα της Μαρίας του παρεχώρησε ένα μικρό χώρο δίπλα από την πολυκατοικία Μαρσέλου και δημιούργησε το εργοτάξιο του. Τα καλοκαίρια η Μαρία ξυπνάει νωρίς για να πάει μαζί με τον πατέρα στη φίλη της. Περνούν μαζί τη μέρα τους σαν αδελφές. Οι γονείς τους χαίρονται και καμαρώνουν τη φιλία τους. Η ζωή και των δύο άλλαξε από τη μέρα που κάθισαν στο ίδιο θρανίο. Πρώτη φορά νιώθουν τέτοια οικειότητα με κάποιο άγνωστο άτομο. Συνδέθηκαν στενά. Ξεπέρασαν τις φοβίες τους. Άρχισαν να βλέπουν το μέλλον τους με αισιοδοξία. Σιγά – σιγά ξεχνούν τις θλιβερές μέρες της προσφυγιάς.
Στην έκτη τάξη κάθε Σάββατο είχαν άλλα θέματα να ασχοληθούν. Η έγνοια τους από το πρωί ήταν τι θα φορέσουν τη νύκτα, με τι θα το συνδυάσουν. Ποια ώρα θα συναντηθούν για να πάνε στο Ambiance café, όπου σύχναζε όλη η νεολαία της πόλης. Και αργότερα στα Τέσσερα Φανάρια στη δισκοθήκη Witson. Η έκτη τάξη και οι ευχάριστες βραδιές στη δισκοθήκη έρχονται στο τέλος τους. Πλησιάζει ο καιρός, που θα χωριστούν. Η Μαρία κερδίζει υποτροφία για σπουδές στη Νομική Θεσσαλονίκης. Η Γιώτα θα πάει στη Γαλλία για γαλλική Φιλολογία. Πριν φύγουν υποσχέθηκαν πως δεν θα χωρίσουν ότι και να συμβεί. Ήταν απόλυτα σίγουρες για τη φιλία τους. Θα πάντρευαν η μια την άλλη.
Ούτε στα ξένα δεν ένιωσαν τη μοναξιά. Αλληλογραφούσαν συχνά. Τα γράμματα, γεμάτα με πάσα λεπτομέρεια πηγαινοέρχονταν Θεσσαλονίκη – Τουλούζη. Μιλούσαν για τα πάντα. Στις καλοκαιρινές διακοπές ήταν και οι δυό στη Λάρνακα. Το 1982 η Γιώτα αρραβωνιάζεται με τον Άριστο. Οι οικογένειες τους έμεναν μαζί στο ίδιο σπίτι στη Ξυλοτύμπου. Αποφάσισε να φύγει από τη Γαλλία και να πάει στην Ατλάντα των ΗΠΑ, όπου σπούδαζε ο αρραβωνιαστικός της. Σπούδασε αγγλική Φιλολογία. Για τρία χρόνια η Γιώτα δεν ήλθε Κύπρο. Όμως ήξεραν τα πάντα. Σύντομα γύρισε και η Γιώτα στην Κύπρο. Παντρεύτηκε τον Άριστο με πρώτη κουμπάρα τη Μαρία. Και όταν γεννήθηκε ο γιος τους ο Γιάννος τον βάπτισε. Τώρα οι δύο φίλες έχουν τη δική τους οικογένεια, τα παιδιά τους. Η Γιώτα άνοιξε φροντιστήριο Αγγλικών και δίδασκε τα παιδιά της φίλης της. Η Μαρία έγινε η νομική της σύμβουλος.
Όταν πέθανε ο πατέρας της Γιώτας, η Μαρία ήταν ο άνθρωπος, που τη στήριξε ψυχολογικά. Όταν η μητέρα της Μαρίας αρρώστησε και αναγνώριζε μόνο ελάχιστα δικά της πρόσωπα, ανάμεσα σε αυτά ήταν η Γιώτα και η Γιαννούλα.
Από τότε μέχρι σήμερα συναντιούνται συχνά. Διασκεδάζουν. Θυμούνται τα μαθητικά τους χρόνια και τα νεανικά τους όνειρα. Πάνε εκδρομές σε όλη την Κύπρο, απολαμβάνονται τη φιλία τους.
Στα 50χρονα του Γυμνασίου Αγίου Γεωργίου η καθηγήτρια της μουσικής κυρία Ελενίτσα Πουργουρίδου, πρότεινε να εμφανιστεί η παλιά χορωδία του 1974.
Λέει η Μαρία: «Πάμε;» Απαντά η Γιώτα: «Μέσα». Έτσι οι δυό φίλες, μαζί με άλλες ηλικιωμένες μαμμάδες και γιαγιάδες ξαναβρέθηκαν στην ίδια σκηνή, όπως πριν
40 χρόνια. Ανεπανάληπτες στιγμές. Θυμήθηκαν τα μαθητικά τους χρόνια και τη φιλία τους. Μια φιλία γεννημένη στην προσφυγιά, που τις στήριξε στα πρώτα δύσκολα χρόνια και που δυναμώνει συνεχώς. Όλα αυτά τα χρόνια κατάφεραν να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Αρχίζει η μια την πρόταση και την τελειώνει η άλλη. Ταυτόχρονη σκέψη. Μια ματιά είναι αρκετή και να καταλάβουν τι θέλουν να πουν. Συνεννοούνται και χωρίς να μιλούν. Οι Σαββατογεννημένες φίλες της προσφυγιάς!