Μια χαμένη αγάπη

Η ιστορία του Λάζαρου και της Χριστίνας, δύο ανθρώπων που ορκίστηκαν να μείνουν για πάντα μαζί.

Του Μιχαλάκη Τσαππαρίλα

Παρασκευή 21 του Αυγούστου 2020. Το μεγάλο ρολόι στον τοίχο δείχνει 2 μ.μ. Ο γιατρός Λάζαρος Παρίδης, διευθυντής του χειρουργικού τμήματος στο Νοσοκομείο της πόλης, πηγαίνει βιαστικά στο τμήμα με COVID- 19 για να εξετάσει μια ασθενή, που εγχείρησε πριν μέρες.

Μπήκε στον θάλαμο και η υπεύθυνη νοσοκόμα τον συνόδεψε στο κρεβάτι της άρρωστης. Του έδωσε το ιστορικό της. Την εξέτασε. Όση ώρα εξέταζε, ένιωθε πως από το διπλανό κρεβάτι η ασθενής κάτι μουρμούριζε, λες και ήθελε κάτι να πει. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν απευθυνόταν σε αυτόν ή στη νοσοκόμα δίπλα του.

Όταν τελείωσε και γύρισε να φύγει, του φάνηκε πως η ασθενής προσπάθησε να αγγίξει τη ρόμπα του σαν να ήθελε να τον σταματήσει. Της έριξε μια βιαστική ματιά. Πρόσεξε ένα δάκρυ να κυλάει από τα μάτια της προς το καλυμμένο με μάσκα πρόσωπό της. Αδύνατη, ρυτιδωμένη, χλωμή. Μαλλιά γκριζόασπρα. Της χαμογέλασε. Φεύγοντας γύρισε το βλέμμα του και τη ξανακοίταξε. Κάτι του θύμιζαν εκείνα τα θλιμμένα μάτια. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί. Κτύπησε το τηλέφωνο του και βιάστηκε να γυρίσει στο τμήμα του… Φτωχό παιδί, μα άριστος μαθητής ο Λάζαρος. Του άρεσε πολύ το διάβασμα. Έγραφε ο ίδιος διηγήματα και ποιήματα. Ρομαντικός, ευαίσθητος. Και ερωτευμένος. Εκεί στη μικρή γειτονιά τους έμενε η Χριστίνα. Ήταν ψηλή, με μακριά μεταξένια μαλλιά πανέμορφο πρόσωπο. Σαν χαμογελούσε, φαίνονταν τα ωραία κάτασπρα δόντια της. Όποτε περνούσε έξω από το σπίτι της κοιτούσε μήπως τη δει στη βεράντα ή στην εξώπορτα της. Του άρεσε να την κοιτάζει. Τη χαιρετούσε με ένα «Γεια σου Χριστίνα». Και αυτή εκτός από το πλατύ, γλυκό χαμόγελο της, του χάριζε και ένα «Γεια σου, Λάζαρε». Κάποιο Σάββατο βράδυ συναντήθηκαν στα γενέθλια του ξαδέλφου της. Στεκόταν σε κάποια απόσταση. Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο και χαμογελούσαν αμήχανα. Μόλις άρχισε να παίζει το τραγούδι «Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο, εσένα π’αγαπώ τόσο πολύ…» ο Λάζαρος δεν κρατήθηκε. Πήγε προς το μέρος της και τη ζήτησε να χορέψουν. Δέχτηκε. Τη κρατούσε τρυφερά, με λίγο τρεμάμενα χέρια. 18 χρονών και πρώτη του φορά κρατούσε τόσο κοντά του ένα κορίτσι. Αυτή ακουμπισμένη πάνω του ένιωθε μια γλυκιά ανατριχίλα να τη διαπερνά. Της άρεσε πάρα πολύ. Και ένιωθε τόσο ωραία στηn αγκαλιά του. Εκείνο το βράδυ τη φίλησε ελαφρά στο μάγουλο. Τίποτε άλλο. Τη νύκτα δεν μπόρεσαν να κλείσουν μάτι. Σκεφτόταν ο ένας τον άλλον. Κτυπήθηκαν από τα βέλη του μικρού Θεού, του Έρωτα.

Από τότε ξεθάρρεψαν. Συναντιόνταν μαζί με φίλους τους στο Αλάσια ή στο πάρκο. Φιλήθηκαν στα χείλη για πρώτη φορά την νύκτα πριν αυτός καταταγεί στον στρατό. Στα 2 χρόνια της θητείας του του κρατούσε συντροφιά με τα γράμματα της. Και όταν αυτός έπαιρνε άδεια τη συναντούσε στα κρυφά. Είχαν την κρυψώνα τους. Ανάμεσα στα σπίτια τους, στη πίσω αυλή, υπήρχαν μόνο λίγα δέντρα. Το διπλανό, προς το δικό της σπίτι ανήκε στη θεία του και ήταν ακατοίκητο. Κάθε φορά που ο Λάζαρος ήταν με άδεια, στις 8.30 το βράδυ τη συναντούσε εκεί κάτω από το φως του φεγγαριού. Οι μυστικές τους συναντήσεις διαρκούσαν λίγη ώρα. Πριν γυρίσει στο σπίτι ο πατέρας της. Την κρατούσε στην αγκαλιά του, της χάϊδευε τα πλούσια μαλλιά της. Της ψιθύριζε λόγια αγάπης. Αυτή κουρνιασμένη στην αγκαλιά του άκουγε σιωπηλή. Πριν φύγει τη φίλησε τρυφερά στα χείλη και στα μάτια. Γι ́ αυτούς ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της αγνής, αθώας αγάπης τους. Μια μέρα, μόλις συναντήθηκαν ο Λάζαρος έβγαλε από τη τσέπη του ένα χαρτί.

– Αυτό είναι για σένα, αγάπη μου. Και άρχισε να της διαβάζει:

«Σε μια μικρή Αφροδίτη. ( Στη Χριστίνα μου)

Καθισμένος στον βράχο αναζητώ τη μορφή σου μικρή μ’Αφροδίτη μεγάλη μ’αγάπη. Καρτερώ να με πάρεις στα βαθειά σου νερά, στο χρυσό σου παλάτι, στων ψαριών τη φωλιά.

Να μου δείξεις τα πλούτη, που για μένα να κρύβεις. Να μου δώσεις αγάπη και μαζί μου να βγεις. Σαν αηδόνια θα ζούμε στη στεριά εδώ πέρα μονοιασμένοι αιώνια στη μικρή μας φωλιά.» Δεν πρόλαβε να το τελειώσει και η Χριστίνα άρχισε να κλαίει. Είδε τα δάκρυα της να κυλάνε πάνω στα μάγουλά της. Τη φίλησε και ένιωσε τη γλυκιά γεύση τους.

– Σ’αγαπώ, Λάζαρε! Θα σε αγαπώ για πάντα!……
Σύντομα τελείωσε η θητεία του. Ο Λάζαρος έγινε δεκτός στη Ιατρική Σχολή της Μόσχας με υποτροφία. Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση. Προσωρινά έπρεπε να χωρίσουν. Θα της έγραφε. Θα ερχόταν τα καλοκαίρια. Και μόλις έπαιρνε το δίπλωμα του θα την ζητούσε από τους γονείς της. Ήθελαν γιατρό ή δικηγόρο για την κόρη τους. Γιατρός θα τη ζητούσε! Τη τελευταία μέρα που θα έφευγε τη συνάντησε όπως πάντα στη κρυψώνα τους, στην αυλή της θείας.

-Έλα της λέει, σου έχω μια μικρή έκπληξη. Τη πήρε στο μεγάλο δέντρο που υπήρχε στην άκρη της αυλής και της έδειξε χαραγμένα τα αρχικά τους μέσα σε μια καρδιά. Λ- Χ. Από πάνω έγραφε ΑΓΑΠΗ και από κάτω ΠΑΝΤΑ.

Η Χριστίνα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Τον αγκάλιασε και τον κρατούσε σφικτά για αρκετή ώρα. Έτσι δεν είδε τα δάκρυα στα μάτια του. Μόλις τον άφησε, έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία του.Στο πίσω μέρος έγραφε:

«Χριστίνα μου, θα σ’ αγαπώ για πάντα. Ο Λαζαράκης σου.»
Την άλλη μέρα το πρωί ο Λάζαρος πήγε στο λιμάνι της Αμμοχώστου. Ανέβηκε για πρώτη φορά στη ζωή του σε πλοίο… Ξεκίνησε το ταξίδι της μόρφωσης.

Δύσκολη η ζωή στη χιονισμένη Μόσχα. Έγραφε πολύ συχνά στη Χριστίνα. Ποτέ δεν της παραπονέθηκε για να μην τη στενοχωρήσει. Αυτή τον καρτερούσε. Του έδινε δύναμη να συνεχίσει. Το καλοκαίρι ερχόταν ένα μήνα για διακοπές. Έτρεχε αμέσως να τη συναντήσει. Την έβρισκε λίγο αδυνατισμένη. Όταν τη ρωτούσε πως πάει, αυτή του έλεγε : «Καλά. Όλα εντάξει, μην ανησυχείς.»

Ποτέ δεν του μίλησε για την αφόρητη πίεση, που δεχόταν από τους γονείς της να παντρευτεί. Πολλοί τη ζητούσαν σε γάμο όμως αυτή αρνιόταν. Τα χρόνια περνούσαν. Ο Λάζαρος σε ένα χρόνο θα έπαιρνε το πτυχίο του. Μετά θα έκανε τη ειδίκευση του και μόλις τελειώσει θα τη ζητούσε σε γάμο! Η Χριστίνα τον περίμενε.

Ύστερα ήλθε ο πόλεμος του 1974. Όλοι οι κάτοικοι της Αμμοχώστου έφυγαν. Σκόρπισαν σε όλα τα ελεύθερα μέρη για να σωθούν και να επιβιώσουν. Εκείνη τη χρονιά ο Λάζαρος δεν μπόρεσε να έρθει στη Κύπρο. Δεν υπήρχαν πτήσεις. Μόνο χάος. Αναγκαστικά έμεινε στη Μόσχα. Το 1975 άρχισε τη ειδίκευσή του στο τοπικό Νοσοκομείο.

Ζητούσε συνεχώς από τους γονείς, τα αδέλφια και τους φίλους του πληροφορίες για την αγαπημένη του. Κανένας δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει. Κανένας δεν ήξερε τι απέγινε. Το καλοκαίρι 1976 κατάφερε να έλθει στη Κύπρο να δει τους ξεριζωμένους γονείς του, που έμεναν στην Αγία Νάπα. Κάθε μέρα ταξίδευε σε μια πόλη και ρωτούσε όλους τους γνωστούς του. Τελικά έμαθε ότι η οικογένεια της Χριστίνας πήγε σε κάποιο νησί στην Ελλάδα.

Όταν γύρισε στη Μόσχα αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στην ειδικότητά του. Δούλευε ώρες ολόκληρες στο χειρουργείο. Μετά άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο . Τελικά το 1986 γύρισε στη Κύπρο. Βρήκε αμέσως δουλειά στο Νοσοκομείο. Δούλεψε και εδώ με τον ίδιο ζήλο, ακούραστα. Αφοσιώθηκε στο λειτούργημά του.

Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Αναζητούσε την αγάπη του. Στην Ελλάδα ρωτούσε όποιο Κύπριο συναντούσε. Η μοναδική του αγάπη ήταν άφαντη. Δεν ήξερε τι να κάνει. Εκείνο βράδυ δεν μπορούσε να ησυχάσει. Δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνο το βλέμμα της άγνωστης γυναίκας… Μήπως είναι αυτή; Μήπως; Μήπως;

Τη Δευτέρα το πρωί πήγε απευθείας στο τμήμα COVID-19. Ήθελε πολύ να δει ποιά ήταν η ασθενής. Μόλις μπήκε στον θάλαμο αντίκρισε το κρεβάτι στρωμένο, ελεύθερο. Τότε τον πλησίασε μια νεαρή νοσοκόμα και του έδωσε ένα φάκελο.

-Γιατρέ, του λέει. Η Χριστίνα είναι θεία μου. Γύρισε στη Κύπρο από την Ελλάδα πριν λίγους μήνες. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Μας έλεγε πως ήταν «λογιασμένη, λογοδοσμένη»

-Προχθές όταν φύγατε μού έδωσε ένα φάκελο, που είχε πάντα μαζί της. Με ικέτευσε, με έβαλε να της ορκιστώ, πως θα σας τον παραδώσω. Χθες το πρωί… έφυγε. Ο γιατρός με τρεμάμενα χέρια άνοιξε το φάκελο και έβγαλε από μέσα μια κόλλα που είχε χαραγμένη μια καρδιά και έγραφε Λ.Χ. ΑΓΑΠΗ – ΠΑΝΤΑ

Και τη σχεδόν ξεθωριασμένη φωτογραφία του, που κάποτε της χάρισε.

«Χριστινα, θα σ ́αγαπώ για πάντα!» «Λάζαρε μου, θα σε περιμένω.» Με βουρκωμένα μάτια ο Λάζαρος έτρεξε στο υπόγειο του Νοσοκομείου. Πήγε στο νεκροτομείο. Έκλαψε πάνω στο πτώμα της χαμένης του αγάπης. Ζήτησε να του φέρουν ένα ολόλευκο νυμφικό φόρεμα και να τη ντύσουν με αυτό. Στο κεφάλι της έβαλε ένα στεφάνι από λευκά τριαντάφυλλα. Το απόγευμα την έθαψαν στο κοιμητήριο εκεί κοντά. Την επομένη έδωσε τη παραίτησή του.