Μήπως ξέχασες το “δεν ξεχνώ”;
Ζεστός και γεμάτος υγρασία, ο έβδομος μήνας του χρόνου πήρε το όνομά του το 44 π.Χ. από τον Μάρκο Αντώνιο ο οποίος θέλησε να τιμήσει τον φίλο του και μεγάλο στρατηγό των Ρωμαίων, Ιούλιο Καίσαρα, ιδρυτή του «Ιουλιανού ημερολογίου». Στη λαογραφία, ο Ιούλιος συναντάται με τα προσωνύμια Αλωνάρης, Γυαλιστής, και Αηλιάτης.
Του Παντελη Θεοδοσίου
Είναι ο μήνας που όλες μου οι ανάγκες ικανοποιούνταν ανέκαθεν με ένα παγωτό και τη μυρωδιά της αντηλιακής κρέμας πρόχειρη στα ρουθούνια μου. Είναι ο μήνας που ανθίζουν οι ηλίανθοι, τα λουλούδια που στρέφονται διαρκώς προς τον ήλιο κατά τη διάρκεια της ημέρας και για κάποιο παράξενο λόγο μέσα μου τα έχω συνδέσει με όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι με περιτριγύρισαν για λίγο για να πάρουν αυτό που ήθελαν. Έπειτα, εξαφανίστηκαν οριστικά.
Ο Ιούλιος αποτελούσε τον αγαπημένο μου μήνα, όσα χρόνια κατοικούσα στο εξωτερικό. Πάντα άφηνα την πιο χαλαρή, αυθόρμητη πλευρά του εαυτού μου να βγει στην επιφάνεια. Ίσως να έφταιγαν οι διακοπές, ίσως ο ζεστός καιρός που ανάγκαζε τον κόσμο να ξεχυθεί σε πλατείες και βεράντες. Ίσως γιατί τα δροσερά αλκοολούχα κοκτέιλ έλυναν τις γλώσσες και οι άνθρωποι εκφράζονταν ελεύθερα.
Η 15η Ιουλίου του 2009 με βρήκε να κατεβαίνω πανικόβλητος τις σκάλες του πατρικού μου, ξυπόλητος, φορώντας μόνο ένα εσώρουχο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το έντρομο βλέμμα της μάνας μου, καθώς με είδε μπροστά της στη βεράντα να ουρλιάζω. Οι σειρήνες κόντευαν να σπάσουν τα αυτιά μου. Ξέχασα! Κι όμως, είχα ξεχάσει! Το βλέμμα της με κάρφωσε κατευθείαν στην ψυχή, καθώς ψιθύριζε: «Πριν 35 χρόνια, έγινε το πραξικόπημα». Διέκοψε το πότισμα των λουλουδιών της απρόθυμα και σωριάστηκε στην καρέκλα. Ο ήχος από το σφουγγάρι του μαξιλαριού ακούστηκε σαν ξέσπασμα, σαν ξεφύσημα, σαν τύψεις. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. «Ήμουν στο λεωφορείο εκείνη την ώρα και πήγαινα στη δουλειά. Δίπλα μου καθόταν η Εμινέ, μια Τουρκοκύπρια από τα Κελλιά. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα».
Μετά από πέντε μέρες θα εξελισσόταν ξανά το ίδιο σενάριο. Οι σειρήνες να ηχούν στις 5:30 το πρωί. Πάλι ξέχασα, πάλι απροετοίμαστο με βρήκε όλο αυτό. Πάλι το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι και το ίδιο ποδοβολητό στις σκάλες. Ο πατέρας μου καθισμένος στη βεράντα με το κεφάλι του ανάμεσα στα δυο του χέρια. Μπορεί να επέζησε, αλλά οι πληγές του πολέμου έκλεισαν ποτέ. Δεν ξέχασε! Ο ήχος του θανάτου δεν τον άφησε να ξεχάσει ποτέ. Ήταν ξύπνιος από τις τέσσερις, όπως τη μέρα της εισβολής, που έβγαζε σκοπιά τέσσερις με έξι. Εφτά μέρες πριν απολυθεί έγινε η εισβολή και τελικά υπηρέτησε δεκατέσσερις μήνες επιπλέον θητεία.
Από εκείνη τη μέρα πέρασαν δώδεκα χρόνια μόνιμης διαμονής στο νησί. Εδώ και δώδεκα Ιούληδες, έμαθα να ξυπνάω πιο νωρίς και να τις περιμένω. Ίσως για να μην τρομάξω στον ήχο τους, ίσως για να μην διακόψουν άτσαλα τον ύπνο μου. Ίσως για να νιώσω λίγο καλύτερα που δεν ξέχασα.
Κάθε χρόνο οι ίδιες κλισέ ειδήσεις. «Συμπληρώνονται φέτος 47 χρόνια από την Τουρκική εισβολή». Βάλε στο youtube να παίζει κάμποσος Θεοδωράκης, Λοΐζος και Νταλάρας και έτοιμο το mood της μέρας. Έπειτα, ξεκινάει ο εμφύλιος στο facebook ανάμεσα σε προδότες, αριστερούς, φασίστες και επαναστάτες του πληκτρολογίου.
Ακολουθούν οι επί μέρους εκδηλώσεις μνήμης των κομμάτων. Οι πολιτικοί αρχηγοί λένε πως δεν ξεχνούμε, δεν παραιτούμαστε, δεν απεμπολούμε τις αρχές μας, συνεχίζουμε τον αγώνα. Εκείνος ο αγώνας που παραμένει στάσιμος μέχρι τις εκδηλώσεις της επόμενης χρονιάς. Αυτές οι εκδηλώσεις, τα σύμβολα του Ιούλη, θα έπρεπε να είχαν μπει τόσο βαθιά στο πετσί μας και να είχαν μετατραπεί σε ουσιαστικό μέρος του εγώ μας. Δεν νοείται η ύπαρξη μας δίχως αυτά τα σύμβολα!
Τι κάνουμε θα μου πείτε! Ειλικρινά δεν ξέρω. Δεν μου αρέσει να μένω στην κριτική και στο μαύρο δάκρυ για την κακή μας μοίρα, αλλά η κανονικότητα της κοινωνίας μας έχει πλέον τέτοια χαρακτηριστικά, που οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής θα ισοδυναμούσε με επανάσταση. Δύσκολες εποχές για επαναστάσεις. Πόσο μάλλον κατά τη διάρκεια ενός Ιουλίου που οι μισοί θυμούνται μια τραγωδία και οι άλλοι μισοί γιορτάζουν και κάνουν πανηγύρια για την «ελευθερία» τους, ρίχνοντας αλεξιπτωτιστές.
Το 2011 στα πλαίσια μιας τηλεοπτικής παραγωγής, είχα συνεργαστεί με τον Σταμάτη Κραουνάκη. Καθώς κουβεντιάζαμε, ανάμεσα σε άλλα, με ρώτησε από πού κατάγομαι. Μόλις άκουσε ότι είμαι Κύπριος με άφησε άφωνο, λέγοντάς μου: «Αποκλείεται, πολύ χαρούμενος είσαι για Κύπριος». Ένα απλό «γιατί;» βγήκε από το στόμα μου, εξοργίζοντάς τον. Ούτε καν με κοίταξε στα μάτια, καθώς με άφηνε άφωνο για δεύτερη φορά: «Τι εννοείς γιατί, ρε αγορίνα μου; Γίνεται Κύπριος και χαρούμενος; Γίνεται με τη μισή σου πατρίδα ακόμα κατεχόμενη να είσαι ποτέ σου ευτυχισμένος;»
Δέκα Ιούληδες μετά, ακόμα απορώ! Υπάρχει στα αλήθεια Κύπριος που δεν ξέχασε; Και αν υπάρχει, είναι ευτυχισμένος;