Ισότιμες συνθήκες διαβίωσης

Του Άντρου Γ. Καραγιάννη – Δήμαρχος Δερύνειας

Ο διαχωρισμός μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) δημιουργεί αρκετές φορές ανισότητες και διακρίσεις όσον αφορά τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης ομάδων πολιτών. Αρκετές αγροτικές, απομακρυσμένες και απομονωμένες από τα αστικά κέντρα περιοχές, βρίσκονται αντιμέτωπες με τη φυγή νέων ανθρώπων και την παραμονή γηραιότερων πολιτών, δημιουργώντας έτσι ένα αστικό-αγροτικό χάσμα.

Η γήρανση του πληθυσμού, κυρίως στα αγροτικά και ημιαστικά κέντρα, βρίσκει τις τοπικές αρχές αντιμέτωπες με δημογραφικές αλλαγές, οι οποίες δημιουργούν περαιτέρω κοινωνικά προβλήματα, όπως η αποξένωση των νέων κατοίκων από τον τόπο καταγωγής τους.  Η Ε.Ε. καλείται μέσα από τη στρατηγική/πολιτική συνοχής, να στηρίζει τις αγροτικές/υποανάπτυκτες περιοχές προωθώντας το όραμα για τις αγροτικές περιοχές στη βάση του άρθρου 174 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ε.Ε., όπως αναφέρθηκε πρόσφατα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή των Περιφερειών (ΕΕτΠ).

Στην ΕΕτΠ γίνεται αρκετή συζήτηση για εγκαταλελειμμένες, απομακρυσμένες ή απομονωμένες περιοχές, όπως για παράδειγμα στα πρώην ομόσπονδα κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, τις πρώην Ανατολικές Δημοκρατίες, όπως και στις ορεινές και ακριτικές περιοχές εδώ στην Κύπρο.  Σήμερα στην Ε.Ε., όπως επεσήμανε και η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, πάνω από το 50% των Ευρωπαίων πολιτών ζουν σε αγροτικές περιοχές.

Τα τελευταία τρία χρόνια, σε αρκετές χώρες της Ε.Ε. παρατηρείται μια αυξητική τάση των μεταναστευτικών ροών από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές λόγω επαγγελματικών κυρίως προκλήσεων.  Οι συνέπειες της εγκατάλειψης είναι ποικίλες, αφού παρατηρείται έλλειψη στέγης, αύξηση των ενοικίων, υπερπληρότητα των δημοσίων και ιδιωτικών υποδομών, ενώ ταυτόχρονα αρκετά αγροτικά κέντρα παραμένουν στάσιμα τόσο στην εξασφάλιση κρατικών κονδυλιών, όσο και στην προώθηση νέων έργων ανάπτυξης ή συντήρησης των υφιστάμενων δημόσιων/δημοτικών υποδομών.

Η Ε.Ε. φαίνεται ανήμπορη να αντιμετωπίσει τη συνεχιζόμενη μετανάστευση προς τα αστικά κέντρα, την αυξανόμενη αστικοποίηση και την ερήμωση των αγροτικών περιοχών.  Η Κίνα, αντίθετα, έχει παραχωρήσει στοχευμένα κίνητρα σε νέους επαγγελματίες και νεαρά ζευγάρια για μόνιμη στέγαση και παραμονή τους στα αγροτικά κέντρα μέσω της παροχής μόνιμης εργασίας και στέγασης, κάτι που θα μπορούσε να εφαρμόσει και η Ε.Ε.

Η γήρανση του πληθυσμού, οι δημογραφικές αλλαγές, η χαμηλή γονιμότητα και η εισοδηματική ανισότητα αποτελούν σήμερα κάποια από τα σοβαρότερα προβλήματα της Ε.Ε. που προκύπτουν από το χάσμα μεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών.  Η τάση της αστικοποίησης δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα στις τοπικές αρχές, οι οποίες καλούνται να ελέγξουν την υπερσυγκέντρωση δημογραφικών ομάδων σε υποβαθμισμένες περιοχές και την αποφυγή της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.

Τη στιγμή λοιπόν που οι αστικές περιοχές παρουσιάζουν αύξηση στον πληθυσμό τους, οι αγροτικές περιοχές γερνούν και χάνουν τους νέους επιστήμονες και εργαζόμενους με αποτέλεσμα την αύξηση των ατόμων τρίτης ηλικίας που χρήζουν περισσότερης κοινωνικής και κρατικής φροντίδας.  Η φυγή των νέων ανθρώπων δημιουργεί υποστελέχωση στις δημόσιες/δημοτικές υπηρεσίες με αποτέλεσμα οι αγροτικές περιοχές να στερούνται της παροχής βασικής δημόσιας φροντίδας και εξυπηρέτησης.

Για να παραμείνουν λοιπόν οι νέοι άνθρωποι στις αγροτικές περιοχές χρειάζονται στεγαστικά, επαγγελματικά και άλλα κοινωνικά κίνητρα όπως η δραστηριοποίηση τους στους αγροτικούς τομείς και στον πρωτογενή τομέα.  Το κάθε κράτος-μέλος της Ε.Ε. θα πρέπει να καταγράψει τις ανάγκες του πληθυσμού σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές, ούτως ώστε τα ευρωπαϊκά κονδύλια να κατανέμονται ισότιμα, τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές.

Οι πολίτες σίγουρα αν νιώθουν τη στήριξη των τοπικών αρχών και του κεντρικού κράτους, θα παραμείνουν στον τόπο καταγωγής τους, θα συμμετέχουν στα κοινωνικά δρώμενα και θα είναι χρήσιμοι για την τοπική κοινωνία, είτε κατοικούν σε πυκνοκατοικημένες ή σε αραιοκατοικημένες περιοχές.