Η πρωτοχριστιανική Σωτήρα

Είναι τόσο συμπαγής ο βραχώδης όγκος του Κάβο Γκρέκο, που μου δίνει την αίσθηση ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να τον ταρακουνήσει. Κι όμως, μια σειρά έντονων σεισμών, που εκδηλώθηκαν στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ., τον συντάραξαν με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταστραφούν συθέμελα όλοι οι οικισμοί που βρίσκονταν στη ΝΑ Κύπρο. Επρόκειτο για αλλεπάλληλους δυνατούς, φονικούς σεισμούς που άγγιξαν τους 10 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ, τους οποίους μάλιστα ακολούθησαν γιγαντιαία παλιρροιακά θαλάσσια κύματα. Αυτοί οι σεισμοί και τα κύματα τερμάτισαν βίαια την οικιστική εικόνα των προηγούμενων χρόνων, αφού ισοπέδωσαν παραλιακές εγκαταστάσεις, όπως οι Θρόνοι, μια αρχαία πόλη νότια της Σωτήρας.

Του Άγγελου Σμάγα

Οι φυσικές καταστροφές που ξέσπασαν εκείνη την εποχή και έπληξαν ανεπανόρθωτα την περιοχή του Κάβο Γκρέκο και τους οικισμούς της, δεν ήταν όμως η μόνη ανατροπή που συνέβη. Εξίσου σαρωτική για τον αρχαίο κόσμο, που ως τότε αναζητούσε καταφύγιο στους κόλπους μιας πολύμορφης και έντονα ανθρωπομορφικής θρησκείας, αποδείχθηκε η εμφάνιση του χριστιανισμού, ο οποίος πρόσφερε την ποθητή ελπίδα στους ανθρώπους του τόπου. Η μεγαλόνησος άλλωστε, είχε δεχθεί πολύ νωρίς τον σπόρο του χριστιανισμού από τον απόστολο Βαρνάβα, με καταγωγή από την αρχαία Σαλαμίνα. Εντούτοις, μέχρι και την ψήφιση

του διατάγματος των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., που προέβλεπε ελεύθερη επιλογή και άσκηση λατρείας, οι πρώτοι χριστιανοί της περιοχής του Κάβο Γκρέκο αξιοποιούσαν αποκλειστικά σπήλαια και κατακόμβες για την εκδήλωση των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.

Ένας τέτοιος τόπος, όπου ίσως αναζητούσαν καταφύγιο από τους ειδωλολάτρες οι διωκόμενοι πιστοί, ήταν οι κατακόμβες στην Αγία Βαρβάρα, νότια της Σωτήρας. Εκεί μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες επικρατούσε το έθιμο της παράθεσης γεύματος σε όλους τους εκκλησιαζόμενους μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας, γεγονός που θύμιζε τις χριστιανικές Αγάπες των αποστολικών χρόνων. Αυτές οι κατακόμβες, που λαξεύτηκαν στον φυσικό ασβεστόλιθο και τα ανοίγματά τους φράχθηκαν με αργολιθοδομή, πέρασαν από διάφορα στάδια ώσπου κατέληξαν μάντρες στον 20ο αιώνα. Αποτελούσαν χώρους ασφυκτικούς μεν, αλλά καλά κρυμμένους, στους οποίους μπορούσαν να καταφύγουν οι χριστιανοί της περιοχής προς το τέλος των ρωμαϊκών χρόνων, για να εκδηλώσουν τις πρωτοχριστιανικές μεταφυσικές αντιλήψεις τους.

Αντίστοιχους σκοπούς, κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, πιθανώς να υπηρετούσε κι ο λαξευμένος αρχαίος τάφος στην Αγία Θέκλα. Σε αυτόν τον υπόγειο χώρο κατεβαίνει κανείς από χαμηλή είσοδο, μετά την οποία ακολουθεί μακρόστενος διάδρομος με μικρούς ορθογώνιους χώρους (πρώην οστεοθήκες) ανοιγμένους στα πλευρά του και έναν θάλαμο στην ανατολική άκρη του.

Η χωρική διάταξη του ταφικού μνημείου προσομοιάζει με εκκλησία, αλλά μπορεί αυτός ο σχεδιασμός να οφείλεται σε μεταγενέστερες επεμβάσεις, όπως η απολάξευση των χαμηλών τοιχωμάτων των σαρκοφάγων, αφού η κατακόμβη κατά τα μεσαιωνικά χρόνια, μετατράπηκε σε προσκύνημα.

Όσο όμως εξαπλωνόταν ο εκχριστιανισμός της Κύπρου και η πνευματική δράση της εκκλησίας της εξελισσόταν, τόσο η επιβολή της νέας θρησκείας στην παλαιά γινόταν πιο ολοκληρωτική. Η ενδυνάμωση του χριστιανισμού γνώρισε μάλιστα το αποκορύφωμά της τον καιρό του Μεγάλου Επιφανίου, επισκόπου Κωνσταντίας, ο οποίος συνέβαλε στην ανέγερση λαμπρών ναών. Ευρύχωροι, πολυέξοδοι ναοί με μαρμάρινους κίονες, που διαλαλούσαν τον θρίαμβο της χριστιανικής θρησκείας επί των αρχαίων ειδωλολατρικών ιερών της περιοχής της Σωτήρας, κτίστηκαν ένας στην Αγία Θέκλα και ένας στον Χρυσοσώτηρα.

Ο πρωτοχριστιανικός ναός της Αγίας Θέκλας βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από την προαναφερθείσα ομώνυμη κατακόμβη. Παρότι οι σωζόμενες πληροφορίες είναι ελάχιστες, φαίνεται ότι χρονολογείται τον 6ο αιώνα. Σημαντικό τμήμα του διακρίνεται στην επιφάνεια του εδάφους, νοτίως του σύγχρονου εξωκλησιού, ενώ, κατά τη διάρκεια χωματουργικών εργασιών, αποκαλύφθηκαν μία βάση κίονα και ψηφίδες, οι οποίες ανήκαν προφανώς σε ψηφιδωτό που κοσμούσε τον πρωτοχριστιανικό ναό.

Ψηφίδες είχαν συγκεντρωθεί και από τον αύλειο χώρο του Χρυσοσώτηρος στη Σωτήρα κατά τη διαδικασία ενταφιασμού νεκρών στο κοιμητήριο γύρω από τη νεότερη εκκλησία. Μια σειρά μάλιστα αρχιτεκτονικών μελών από ντόπιο ασβεστόλιθο βρίσκονταν παραταγμένα στον ηλιακό του ναού, ώσπου πραγματοποιήθηκε ανασκαφική έρευνα, η οποία εντόπισε τα θεμέλια πρωτοχριστιανικής βασιλικής του 4ου-5ου αιώνα κάτω από το σύγχρονο εκκλησιαστικό κτήριο. Αποκαλύφθηκαν τότε μαρμαρόστρωτο δάπεδο, σπόνδυλοι κιόνων και οι βάσεις τους στον στυλοβάτη που διαχώριζε τα κλίτη, καθώς και τοίχοι από προσκτίσματα της βασιλικής.

Η περίοδος όμως της ευημερίας, όπως αυτή αποδεικνύεται από τα παραπάνω λαμπρά πρωτοχριστιανικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, δεν επρόκειτο να διαρκέσει πέρα από τα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα. Τότε οι Άραβες, με αλλεπάλληλες καταστροφικές επιδρομές, οδήγησαν τις παραθαλάσσιες περιοχές στα πρόθυρα της εξαθλίωσης και ειδικά το Κάβο Γκρέκο, που αποτελούσε τον εγγύτερο τόπο στα αραβικά εδάφη, δέχτηκε όλη τη μανία των νεοφώτιστων. Κάτι τέτοιο εντούτοις δεν σταθηκε ικανό να εμποδίσει τη συνέχιση της χριστιανικής πίστης σταθερά σε όλους τους επόμενους αιώνες, καθιερώνοντας τη Σωτήρα μέχρι σήμερα ως ένα από τα πιο ισχυρά κέντρα της Ορθοδοξιας στην Κύπρο.