Η προϊστορική πόλη της Καλοψίδας – Του Άγγελου Σμάγα

Η Καλοψίδα αποτελούσε σημείο αναφοράς για όλη την Κύπρο κατά τη Μέση Εποχή Χαλκού.

Υπάρχουν χωριά στην κατεχόμενη επαρχία Αμμοχώστου που δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι μπορεί σε άλλες εποχές να είχαν μεγαλύτερη σημασία από αυτήν που αποδίδουν σήμερα οι εκτοπισμένοι κάτοικοί τους. Κι όμως ένα από αυτά είναι η Καλοψίδα, η οποία, ενώ τον 20ο αιώνα δε διαφοροποιούνταν καθοριστικά από τα υπόλοιπα χωριά της Μεσαορίας, σε μια απόμακρη περίοδο 4.000 με 3.500 χρόνια πριν, κατά τη Μέση Εποχή Χαλκού, αποτελούσε σημείο αναφοράς για όλη την Κύπρο, καθώς στον ίδιο χώρο υπήρχε μια πόλη που φαίνεται ότι πρωτοπορούσε και είχε θέσει υπό τον έλεγχό της, ως πρωτεύουσα όλου του νησιού, το εμπόριο τόσο στο εσωτερικό όσο και με απόμακρες περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου. Σ’ αυτό το πρώτο μεγάλο αστικό κέντρο της Κύπρου μια σειρά από αρχαιολογικές έρευνες, που ξεκίνησαν ήδη το 1894 από Βρετανούς και συνεχίστηκαν από Σουηδούς το 1924 και 1959, αποκάλυψαν ποικίλα οικοδομικά κατάλοιπα που ρίχνουν ικανοποιητικό φως στις συνθήκες ζωής των κατοίκων του προϊστορικού οικισμού, ο οποίος είχε αναπτυχθεί στο νοτιοδυτικό όριο του σημερινού χωριού. Συγκεκριμένα, στον αρχαιολογικό χώρο που εκτείνεται ανάμεσα στις τοποθεσίες Κουφός, Τραπέζια, Βούρνες και Γαστρικά, έκτασης περίπου
4 τ.χλμ., ανασκάφτηκαν αρχικά τα οικιστικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μιας μεγάλης κατοικίας διαστάσεων 15 x 12μ. Επρόκειτο για ένα οικοδομικό σύμπλεγμα 11 ορθογώνιων δωματίων, γύρω από μία υπαίθρια εσωτερική αυλή, κάποια από τα οποία ήταν χώροι συγκέντρωσης, υπνοδωμάτια, αποθήκες, εργαστήρια, παρασκευαστήρια τροφής και άλλοι βοηθητικοί χώροι, όπως στάβλοι, υπόστεγα και καταστήματα. Τα θεμέλια και το κατώτερο τμήμα των τοίχων είχαν κατασκευαστεί με μικρές ακατέργαστες πέτρες, η ανωδομή με πλιθάρια σοβατισμένα με πηλό, τα δάπεδα με πατητό πηλό και η επίπεδη στέγη με ξύλα και καλάμια επαλειμμένα με σφιχτή αχυρολάσπη. Στην ανατολική της πλευρά, η συγκεκριμένη κατοικία ενωνόταν με άλλο οικοδόμημα άγνωστης χρήσης και στη νότια πλευρά με πλατύ δρόμο, ενώ ανασκάφηκαν και άλλα ορθογώνια δωμάτια τριγύρω της που αποτελούσαν τμήματα διάφορων μεγάλων κατοικιών.


Σε όλους αυτούς τους χώρους βρέθηκαν άφθονες ποσότητες κεραμικής όλων των τύπων εκείνης της εποχής καθώς και αρκετά στοιχεία μικροτεχνίας. Ξεχωρίζει ανάμεσά τους ένα πήλινο ομοίωμα ιερού που αναπαριστά ανάγλυφα ξόανα με ταυροκεφαλές, δίνοντάς μας έτσι επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τις θρησκευτικές δοξασίες εκείνης της εποχής και για τον τρόπο άσκησής τους. Μεταξύ των καταλοίπων εντοπίστηκαν και αρκετά οστά οικόσιτων σκύλων αλλά και αλόγων, η παρουσία των οποίων είχε τότε αλλάξει τη διαδικασία των μεταφορών και τη μορφή του πολέμου. Έτσι συμπληρώθηκε με πρόσθετα ζωικά είδη η κτηνοτροφική εικόνα που υπάρχει κι από άλλους προϊστορικούς οικισμούς της Κύπρου, όπου κυριαρχούσαν τα αιγοπρόβατα και οι χοίροι.

Τις γνώσεις μας για εκείνη την εποχή πολλαπλασίασαν και τα ευρήματα από τους ανασκαμμένους τάφους της προϊστορικής Καλοψίδας, οι οποίοι χαρακτηρίζονταν, κατά βάση, από έναν ακανόνιστο κυκλικό νεκρικό θάλαμο λαξευμένο στα ασβεστολιθικά βραχώδη στρώματα. Τα νεκρικά κτερίσματα απαρτίζονταν από πήλινα αγγεία ποικίλων ειδών και από διάφορα χάλκινα αντικείμενα, κάποια από τα οποία είχαν εισαχθεί από την Αίγυπτο και την Ανατολή, ενώ τα υπόλοιπα ήταν μικροτεχνικά δείγματα ντόπιας κυπριακής παραγωγής, κυρίως από την Καρπασία.

Αυτή η αίσθηση ενός σημαντικότατου εμπορικού και πολιτιστικού κέντρου, που δημιουργούν τα οικιστικά κατάλοιπα και τα ταφικά δεδομένα, έπαψε στην αρχή της επόμενης περιόδου, της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, όταν οι επιδρομές της πολεμικής φυλής των Υκσώς καθώς και οι συγκρούσεις ανάμεσα στο ανατολικό τμήμα της Κύπρου (Καλοψίδα) με το βορειοδυτικό (Λάπηθος, Μόρφου) για την επέκταση της ζώνης επιρροής τους, είχε ως αποτέλεσμα τον αφανισμό της πόλης από πυρκαγιά. Τότε μάλιστα αναδύθηκε ένας νέος οικονομικός και κοινωνικοπολιτιστικός κόμβος, αυτός της Έγκωμης, η οποία δεν αποκλείεται να είχε δημιουργηθεί αρχικά ως επίνειο της Καλοψίδας, λόγω της αύξησης της σημασίας του εμπορίου με τις απέναντι συροπαλαιστινιακές ακτές. Έτσι ένα ακόμα πιο ακμαίο και συνθετότερο αστικό κέντρο, που αποτέλεσε μετέπειτα σταθμό για όλη την Ανατολική Μεσόγειο, υποκατέστησε, ύστερα από την καταστροφή της, την προϊστορική πόλη της Καλοψίδας, μέσω της οποίας είχαν ως τότε δρομολογηθεί οι διαδικασίες αστικοποίησης αρκετών οικισμών της Κύπρου και συνολικής αλλαγής του πολιτισμού της.