Η περιοχή του Κάβο Γκρέκο στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας
Του Άγγελου Σμάγα
Όταν η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς, το τελευταίο κάστρο, που έπεσε τελικά το 1571, ήταν η Αμμόχωστος, η οποία είχε αντισταθεί για 11 μήνες στην τουρκική λαίλαπα. Σ’ αυτό το διάστημα, ο αρχιστράτηγος Λαλά Μουσταφά Πασάς, βοηθούμενος από τον ναύαρχο Πιαλή Πασά, ο οποίος είχε αποβιβαστεί με τους άνδρες του στην Αγία Θέκλα και στον Ποταμό του Λιοπετριού, στρατοπέδευσε στις πλαγιές του Παραλιμνίου, της Δερύνειας και του Φρενάρους. Από εκεί εξαπέλυε δριμείες επιθέσεις εναντίον της καλύτερα οχυρωμένης πόλης της Ανατολικής Μεσογείου.
Όσο καιρό διαρκούσε η ασφυκτική πολιορκία, η περιοχή του Κάβο Γκρέκο υπέφερε από τις λεηλασίες των πολυπληθών, λυσσασμένων από την εκνευριστική αναμονή, Τούρκων στρατιωτών. Αυτοί, εκτός των δεινών που προξένησαν, άφησαν και σημάδια της παρουσίας τους με χαράγματα σε επιφάνειες μερικών μνημείων της περιοχής. Χαρακτηριστικά, κάποιος από τους Οθωμανούς πολιορκητές φαίνεται να χάραξε μια αραβογράμματη επιγραφή στις Πέντε Καμάρες στα όρια Παραλιμνίου και Δερύνειας. Ακόμα, κάποιος συστρατιώτης του πιθανώς να ευθύνεται για το χάραγμα σε τοιχογραφία του ναού της Παναγίας Ασπροβουνιώτισσας του Φρενάρους, όπου με αιχμηρό αντικείμενο σχεδιάστηκε καράβι του 16ου αιώνα με έναν άνδρα δεμένο στο κατάρτι του. Η εικονιζόμενη ανδρική μορφή μάλιστα ίσως ανήκει στον Μαρκαντόνιο Βραγαδίνο, τον γενναίο υπερασπιστή της Αμμοχώστου, ο οποίος γδάρθηκε ζωντανός από τους Οθωμανούς και το δέρμα του, παραγεμισμένο με άχυρα, κρεμάστηκε στην κορυφή του ιστού μιας γαλέρας, που περιέπλεε τις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου για «συνετισμό» όσων αντιστέκονταν στις επεκτατικές βλέψεις τους.
Εκτός όμως από τα διάφορα σημάδια στα μνημεία και τις καταστροφικές επιπτώσεις της 11μηνης παραμονής των μουσουλμανικών στρατευμάτων στην οικονομία των ντόπιων νοικοκυριών, είχαν επιπλέον ξεσπάσει θανατηφόρες ασθένειες, εξαιτίας των πολλών άταφων πτωμάτων, αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό. Συν τοις άλλοις, είχαν ενσκήψει διάφορες φυσικές θεομηνίες, όπως η ανομβρία που προκάλεσε «ακρίβια μεγάλι» και υπεραύξηση της τιμής του σιταριού, την οποία κατέγραψε «ο αμαρτωλός ανάξιος ιερέας δερίγνιας τι ιστ μαγιου 1601». Επιπρόσθετα, οι μεσαιωνικοί οικισμοί του Αβδελωτού στα ανατολικά της Αγίας Νάπας και της Μελισσώνας στα νότια όρια του Παραλιμνίου παρήκμασαν και τελικά εγκαταλείφθηκαν, αφού έπαψαν να υφίστανται οι αιτίες ύπαρξής τους. Κάτι αντίστοιχο ίσως συνέβη και με την Παναγιώτισσα του Πρωταρά.
Αναλυτικότερα, το Αβδελωτό, ως οικισμός εργατών για την ανέγερση του μοναστικού συγκροτήματος της Αγίας Νάπας και αγροτών για την καλλιέργεια των εκτεταμένων κτημάτων της βαθύπλουτης Μονής, στήριζε την οικονομική του επιβίωση στη συνέχιση της εύρυθμης και ακμαίας λειτουργίας του μοναστηριού. Η Μονή όμως, ως Λατινικό θρησκευτικό ίδρυμα, αφότου οι Οθωμανοί Τούρκοι εκδίωξαν τη Λατινική Εκκλησία αποκαθιστώντας τον ορθόδοξο κλήρο, περιέπεσε σε δυσμένεια και έτσι αποδιοργανώθηκε και αποδυναμώθηκε. Σύμφωνα μάλιστα με τον Pietro Della Valle το 1625, η γυναικεία μονή της Αγίας Νάπας ήταν «σχεδόν κατεστραμμένη από τη συνήθη τυραννία των Τούρκων» και τις θανατηφόρες επιδημίες που είχαν προηγηθεί κι ένας Έλληνας ιερέας λειτουργούσε στον ναό, στον οποίο εκείνο το έτος βαπτίστηκε ο μετέπειτα λόγιος αρχιεπίσκοπος Ιλαρίων Κιγάλας. Φαίνεται λοιπόν ότι την πτωτική πορεία του μοναστηριού, στο οποίο, παρά τη μεγάλη κτηματική περιουσία του, δεν είχε μείνει ούτε ένας μοναχός, ακολουθούσε κατά βήμα και ο παρακείμενος, ιδιοκτησιακά και οικονομικά εξαρτημένος, οικισμός του Αβδελωτού.

Το ίδιο και η Μελισσώνα, ως οικισμός εξειδικευμένων εργατών, οι οποίοι απολάξευαν τους βράχους για την εξαγωγή των τεράστιων ποσοτήτων οικοδομικού υλικού που απαιτούσαν τα τείχη της Αμμοχώστου, ώστε να αποκρουσθεί ο επικρεμάμενος οθωμανικός κίνδυνος, δεν διήρκεσε περισσότερο αφού, μετά την κατάληψή της, είχε εκλείψει πια ο λόγος ενίσχυσης των οχυρωματικών έργων της πόλης. Παρόμοια τύχη ίσως είχε αυτήν την περίοδο και η αγροτική εγκατάσταση στην Παναγιώτισσα, απ’ όπου πήγαζε η σημαντικότερη ποσότητα νερού της περιοχής, το οποίο λέγεται ότι απαίτησαν κατ ́αποκλειστικότητα οι Οθωμανοί. Σύμφωνα μάλιστα με την προφορική παράδοση, ο εφημέριος του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Παναγιώτισσας, ο παπα-Ζαχαρίας, ως εκπρόσωπος της κοινότητας αντιστάθηκε και αποκεφαλίστηκε, ενώ ο μικρός οικισμός λεηλατήθηκε κι εγκαταλείφτηκε αφήνοντας πίσω του μόνο το ομώνυμο ξωκλήσι γύρω από το οποίο εντοπίστηκαν από το τμήμα αρχαιοτήτων ταφές του 16ου αιώνα, ανάμεσά τους και λείψανο ιερέα.
Όταν τελικά διαλύθηκαν το Αβδελωτό, η Μελισσώνα και ενδεχομένως η Παναγιώτισσα, αφήνοντας στη θέση τους μόνο εκτεταμένα λατομεία και σκόρπια οικοδομικά υλικά, ενίσχυσαν με τους τελευταίους κατοίκους τους τα γειτονικά χωριά. Αυτό διαφαίνεται και από χάρτες των πρώτων χρόνων της Οθωμανικής κατάκτησης που στην περιοχή του Κάβο Γκρέκο, εκτός από τους προγενέστερους ναούς της Παναγίας και του Προφήτη Ηλία Παραλιμνίου, του Αγίου Νικολάου Δερύνειας και της Αγίας Θέκλας Σωτήρας, αποτυπώνουν μόνο τους οικισμούς, οι οποίοι και σήμερα δεσπόζουν στον χώρο. Αντιλαμβανόμαστε έτσι ότι η σύγχρονη εικόνα οργάνωσης της εγκατάστασης με τα κεφαλοχώρια και τα εξωκλήσια τους διαμορφώθηκε οριστικά σε εκείνη τη ζοφερή περίοδο του 16ου προς τον 17ο αιώνα.