Η νεαρή ζωγράφος – Του Μιχάλη Τσαππαρίλα

Μάιος, απόγευμα. Ο γνωστός ζωγράφος Αλέξανδρος Παπάς κάνει τη βόλτα του στο μονοπάτι της φύσης στον Κόννο στην Αγία Νάπα. Είναι τυλιγμένος στις σκέψεις του. Νιώθει μοναξιά. Αδιαφορεί για την τέχνη του. Πάνε τώρα τρεις μήνες που δεν πήρε πινέλο στα χέρια του. Δεν έχει εμπνεύσεις, ούτε κέφι για δουλειά. Του αρέσει αυτό το μέρος. Στη μια πλευρά το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού. Από την άλλη το πράσινο του δάσους και η πολυχρωμία των διάφορων λουλουδιών και θάμνων, που τον ηρεμεί.

Ξαφνικά τράβηξε το βλέμμα του ένα κορίτσι, που καθόταν στο παγκάκι και κοιτούσε τη θάλασσα. Η εικόνα που αντίκρισε ήταν μαγευτική. Όλα σχεδόν τα χρώματα ήταν μπροστά του. Γαλάζιο, πράσινο και στη μέση το κορίτσι με τα μακριά μαύρα μαλλιά, ντυμένο με ένα λουλουδάτο φόρεμα, καθισμένο στο καφέ παγκάκι. Σταμάτησε και την κοιτούσε από κάποια απόσταση. «Θαυμάσιος πίνακας», σκέφτηκε. Μέσα του ξύπνησε ο ζωγράφος.
Σαν την πλησίασε πρόσεξε την καθαρότητα και τα όμορφα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Συνέχισε τον δρόμο του. Αφού πήγε λίγα μέτρα πιο κάτω σταμάτησε. Γύρισε πίσω. Πήγε κοντά της. Της έδωσε την κάρτα του και της συστήθηκε.
Του χαμογέλασε. Του είπε το όνομα της.


– Αιμιλιάνα. Όμως με φωνάζουν  Έμιλη.


Τον εντυπωσίασε το χαμόγελο της, που φανέρωνε τα κάτασπρα δόντια της. Κάθισε δίπλα της. Μίλησαν λίγο. Της πρότεινε να επισκεφτεί το στούντιο του που βρισκόταν πολύ κοντά στην περιοχή. Αυτή το ήξερε. Περνούσε συχνά από εκεί. Ήθελε πολύ να μπει μέσα, να δει πως δουλεύει ένας ζωγράφος.


Το επόμενο πρωί του κτυπούσε την πόρτα. Της άνοιξε. Ήταν ντυμένη με ένα απλό φόρεμα με άσπρα και πορτοκαλί χρώματα. Της έδειξε το στούντιο του. Τη ρώτησε αν ήθελε να τη ζωγραφίσει. Αυτή δέχτηκε με χαρά. Δεν του είπε, πως ήταν το κρυφό όνειρο της να γίνει μοντέλο και ζωγράφος.


Της έκανε το πορτραίτο. Ήταν χαμογελαστή. Όταν τελείωσε έγραψε την ημερομηνία και της το αφιέρωσε. Της εξήγησε, πως πρώτη φορά μετά από τρεις μήνες πήρε το πινέλο στα χέρια του. Και το οφείλει σε αυτήν, που τον ενέπνευσε.


Η Έμιλη συνέχισε να πηγαίνει κάθε μέρα. Ο Άλεξ βρήκε το κέφι του και τη διάθεση για δουλειά. Έγιναν καλοί φίλοι. Κάποτε όταν δούλευαν μέχρι αργά, τρώγανε μαζί. Του άρεσε η συντροφιά της. Και αυτή ήταν ενθουσιασμένη, ξετρελαμένη μαζί του. Θαύμαζε την τέχνη και το ταλέντο του. Μια μέρα της είπε να πιάσει το πινέλο του και να ζωγραφίσει ότι θέλει. Ζωγράφισε τον Στέφ, τον γάτο του, ξαπλωμένο νωχελικά στη αναπαυτική. Ο Άλεξ της εξήγησε ορισμένα πράγματα με τα χρώματα. Από τότε συνέχισε να της διδάσκει και να τη ζωγραφίζει. Ήταν το μοντέλο και η μούσα του.


Το χειμώνα διοργάνωσε ατομική έκθεση έργων του. Οι περισσότεροι πίνακες παρίσταναν την Έμιλη. Ο τίτλος της έκθεσης ήταν «ΕΜΙΛΗ». Πούλησε αρκετά έργα. Την τελευταία μέρα εμφανίστηκε μια κυρία με εκκεντρικό ντύσιμο και κάμποσα βραχιόλια και δακτυλίδια στα χέρια της. Αγκάλιασε τον Άλεξ και μιλούσαν πολλή ώρα. Ήταν πολύ διαχυτική μαζί του. Τον χάιδευε, τον φιλούσε στα πεταχτά. Όταν πλησίασε η Έμιλη αυτός τους σύστησε.


– Η Τζούλη, παλιά φίλη και συνάδελφος από την Αμερική. Κάποτε κάναμε μια κοινή έκθεση στο Λονδίνο με επιτυχία. Με κάλεσε να πάω μαζί της για να οργανώσουμε μια νέα έκθεση.
Η Έμιλη ένιωσε κάποια ζήλια. Σε λίγο γύρισε και πλησίασε έναν επισκέπτη, που ήθελε να αγοράσει κάποιο έργο τους.


Την επομένη ο Άλεξ της είπε, πως σε λίγες μέρες θα πάει στην Αμερική. Θα έμενε με τη Τζούλη και άλλους καλλιτέχνες σε ένα ράντζο έξω από την πόλη, μακριά από τον πολιτισμό και την τεχνολογία. Έτσι ήταν πιο αποδοτικοί και θα δημιουργούσαν καλύτερα και περισσότερα έργα.
Εκείνες τις μέρες πρόσεξε πως η Έμιλη είχε χάσει τη καλή της διάθεση. Ήταν άκεφη, στενοχωρημένη.


– Μην στενοχωριέσαι, της λέει. Θα γυρίσω σύντομα και όλα θα είναι μια χαρά.


Αυτή δεν απαντούσε. Έμενε σκυφτή και ανέκφραστη.


– Δεν πιστεύω να με ερωτεύτηκες μικρή μου, της λέει χαμογελώντας.


Η Έμιλη πολύ θα ήθελε να του φωνάξει. ΝΑΙ, ΝΑΙ, ΝΑΙ.
 Όμως τον κοίταξε στα μάτια και του χαμογέλασε.


– Έλα κάτσε δίπλα μου.


Και όταν αυτή βρέθηκε στο πλάι του, έπιασε τα χέρια της στα δικά του. Μετά την αγκάλιασε τρυφερά και της ψιθύρισε στο αυτί.


– Έμιλη, και εγώ σε αγαπώ. Σε εκτιμώ αφάνταστα. Μου αρέσει να δουλεύω μαζί σου και να περνούμε χρόνο μαζί. Είσαι η μούσα μου.


Τη φίλησε τρυφερά στα χείλη. Αυτή δάκρυσε. Τώρα ξέρει πως και αυτός την αγαπά.
– Θα σε περιμένω. Θα μένω εδώ να ζωγραφίζω και να περιποιούμαι το σπίτι και τον Στεφ.
Το βράδυ την πήρε στο αγαπημένο τους εστιατόριο. Πέρασαν ρομαντικές στιγμές δίπλα στο περιγιάλι. Ήταν ερωτευμένοι και δεν υπήρχε λόγος να το κρύβουν. Γύρισαν πεζοί, αγκαλιασμένοι. Η  Έμιλη ένιωθε ευτυχισμένη στην αγκαλιά του. Για πρώτη φορά κοιμήθηκαν μαζί. Το πρώτο φως του ανατέλλοντος ήλιου του Πρωταρά που πέρασε μέσα από το ανοικτό παράθυρο, τους βρήκε αγκαλιασμένους, ευτυχισμένους.


Σε λίγες μέρες ο Άλεξ έφυγε για το Τέξας. Της εξήγησε πως εκεί που θα έμεναν θα ήταν αποκλεισμένοι από τον κόσμο. Δίχως κινητά ή ιντερνέτ. Μόλις έφτασε στο Τέξας, της τηλεφώνησε.


– Είμαι καλά. Μην ανησυχείς. Σε αγαπώ. Θα γυρίσω στην αγκαλιά σου.


Οι μέρες περνούσαν. Η Έμιλη κάθε πρωί τάιζε τα σπουργίτια  με σποράκια ή ψωμάκι όπως συνήθιζε να κάνει ο Άλεξ. Ήταν η αγαπημένη πρωινή συνήθεια του. Που τώρα έγινε δική της.
Και όσον αυτά έτρωγαν αυτή με το μολύβι έκανε τα σκίτσα τους. Ύστερα έκανε μικρούς πίνακες πτηνών ή λουλουδιών του κήπου τους. Επιθυμούσε πολύ την παρουσία του. Τότε ξεκίνησε να ζωγραφίζει τον Άλεξ. Θυμόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, τα πάντα.
Ο καιρός περνούσε. Ο Άλεξ ούτε έγραφε, ούτε τηλεφωνούσε. Άρχισε να ανησυχεί. Για να μην την τρώει η αγωνία ζωγράφιζε συνεχώς. Γέμισε το σπίτι με πίνακες του Άλεξ. Με τον γάτο του, να ταΐζει τα πουλιά, να ζωγραφίζει, να κάθεται. Έτσι ένιωθε την παρουσία του. Πέρασε σχεδόν χρόνος και ο Άλεξ ήταν άφαντος. Ρώτησε στην Πρεσβεία. Τίποτε. Κανένας ίχνος του. Κάποτε αποφάσισε να διοργανώσει έκθεση με τα έργα της. Την ονόμασε «ΑΛΕΞ». Ήταν επιτυχής. Πολλά τα θετικά σχόλια. Συνεντεύξεις στην τηλεόραση, τα περιοδικά.


Μια μέρα εμφανίζεται η Τζούλη. Αφού την αγκάλιασε, της έδωσε ένα φάκελο, μέσα στον οποίο βρισκόταν το ημερολόγιο του Άλεξ.


– Δυστυχώς τον χάσαμε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Κάποιος μεθυσμένος οδηγός τον κτύπησε νύχτα και τον εγκατάλειψε στην ερημία. Όταν τον βρήκαν ήταν νεκρός. Δεν είχε χαρτιά μαζί του. Πέρασαν μέρες μέχρι να το μάθουμε. Τον έθαψαν στο χωριό, που τον βρήκαν.
Το βράδυ η Έμιλη καθισμένη στη πολυθρόνα του Άλεξ διάβαζε το ημερολόγιο του αγαπημένου της.


– Κάθε μέρα ξεκινούσε με το «Αγαπημένη μου Έμιλη» και τελείωνε με το «Σ΄ αγαπώ.» Της έγραφε πως δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος με το περιβάλλον και ότι θα προσπαθούσε να φύγει το συντομότερο.


Στην τελευταία μέρα της έγραψε.


– «Λατρεία μου, σήμερα θα πάω στο χωριό να πάρω το λεωφορείο για την πόλη. Θα αγοράσω εισιτήρια επιστροφής. Δεν αντέχω άλλο μακριά σου. Χρειάζομαι το χαμόγελο σου. Τη συντροφιά σου. Το χάδι σου. Χρειάζομαι τη γλυκιά μούσα μου, την  Έμιλη μου. Σε αγαπώ.»
Δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Έκλαιγε για τη χαμένη αγάπη της. Για τον Δάσκαλο της. Για τον Μάστρο της, όπως τον φώναζε χαϊδευτικά. Έκλαιγε για τον Άλεξ  που με την αγάπη του και για την αγάπη του έγινε και αυτή ζωγράφος.