Η διαχείριση των υδάτων στο Παραλίμνι κατά την περίοδο της Βρετανικής Κυριαρχίας

Το όνομα αλλά και το σήμα κατατεθέν του Παραλιμνίου συνδέεται με το νερό, το οποίο, κατά την περίοδο της Βρετανικής κυριαρχίας, αποτέλεσε την αιτία πραγματοποίησης σημαντικών έργων, που προκαλούν αίσθηση μέχρι σήμερα.

Του Άγγελου Σμάγα

Συγκεκριμένα, η ονοματοθεσία του Παραλιμνίου συσχετίζεται με την παρακείμενη λίμνη, ενώ έμβλημά του συνιστούν οι ανεμόμυλοι άντλησης υδάτων που βρίσκονται διασκορπισμένοι στην παράκτια κυρίως περιοχή.

Όσον αφορά τη λίμνη, παρότι σήμερα αναγνωρίζεται ως ένα τοπίο σπάνιου φυσικού κάλλους και υδροβιότοπος μοναδικής οικολογικής σημασίας, κατά τους προηγούμενους αιώνες αποτελούσε μια ανεπιθύμητη παράμετρο του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς είχε συνδεθεί με τη δυσοσμία του βούρκου τους θερινούς μήνες, κυρίως όμως με τις ασθένειες εξαιτίας των κουνουπιών που πολλαπλασιάζονταν στα στάσιμα νερά. Για να αντιμετωπιστεί λοιπόν αυτό το σοβαρό πρόβλημα έγινε μια προσπάθεια διαχείρισης του νερού της λίμνης, η οποία εμπλουτιζόταν με απορροές όμβριων υδάτων κατά τη χειμερινή περίοδο.

Σχέδια και προτάσεις είχαν κατατεθεί σε διάφορες χρονικές στιγμές προηγούμενων εποχών. Οριστική απόφαση όμως λήφθηκε στα πρώτα χρόνια της βρετανικής κυριαρχίας, όταν το 1898 υπογράφηκε φάκελος με έργα για την αποστράγγιση της λίμνης, τα οποία υλοποιήθηκαν άμεσα. Αρχικά διανοίχθηκε ένα φαρδύ, επίμηκες αυλάκι, μήκους 350μ. περίπου στη βόρεια άκρη της λίμνης, το οποίο κατεύθυνε το πλεονάζον νερό σε έναν χώρο συγκέντρωσής του, τη Χαβούζα, που εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υφίσταται λίγο νοτιότερα του κυκλικού κόμβου Δερύνειας – Παραλιμνίου. Από εκεί και για απόσταση 650μ. περίπου διανοίχθηκε μια υπόγεια σήραγγα διαστάσεων 1,5μ. x 1,5μ., η Χολέτρα, η οποία οδηγούσε το νερό στο Πορτολάγουμο, από όπου εξερχόταν σε ξερή κοίτη οριοθετημένη με χαμηλό φράγμα, μετατρέποντάς την έτσι σε μικρή λίμνη. Σε όλη αυτήν τη διαδρομή, πάνω από το υπόγειο τεχνητό λαγούμι είχαν διανοιχθεί ανά 25-30μ. μεγάλες οπές για έλεγχο, καθαρισμό και συντήρησή του, οι οποίες επικαλύφθηκαν με βαριές ορθογώνιες πλάκες, εμφανείς μέχρι τις μέρες μας. Όταν το νερό που συγκεντρωνόταν στη μικρή αβαθή λίμνη αυξανόταν, τότε διοχετευόταν ελεγχόμενα, με μια σειρά μικρών φραγμάτων και δια μέσου σιδερένιων θυρών, οι οποίες ανοιγόκλειναν με χειροκίνητο κοχλιωτό μηχανισμό, στον κάμπο της Δερύνειας.

Το αυλάκι στη Χαβούζα

Το 1963 όμως έγινε εκτροπή της ροής σημαντικού μέρους των υδάτων, μέσω ενός μεγάλου αυλακιού 8 χλμ., προς τον λόφο του Προφήτη Ηλία στον Πρωταρά. Το κανάλι αυτό ακολουθώντας το φυσικό ανάγλυφο, με σταδιακά κατηφορική κλίση, μετέφερε το νερό κατά μήκος διάφορων περιοχών του Παραλιμνίου εμπλουτίζοντας μικρά φράγματα και τον υπόγειο υδροφορέα. Αυτά τα έργα αποξήρανσης της λίμνης μπορεί να λειτούργησαν ευεργετικά τον καιρό πραγματοποίησής τους, αλλά είχαν αρκετές επιπτώσεις στην οικολογία της καθώς παλιότερα διαβιούσαν, ολόχρονα, ποικίλα είδη αποδημητικής και ενδημικής ορνιθοπανίδας, ενώ σε καιρούς πολυομβρίας φιλοξενούνταν ακόμα και λαυράκια και κυπρίνοι, τα οποία αλίευαν οι κάτοικοι των γύρω χωριών με αποχές. Αφότου όμως λειτούργησαν τα κανάλια διαφυγής του νερού της λίμνης, αυτή απέκτησε ενδιαφέρον μόνο για κτηνοτρόφους οι οποίοι κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έβρισκαν βοσκή για τα ζωντανά τους στον αποστραγγισμένο πυθμένα, καθώς και για γύπες και για άλλα αρπακτικά όρνεα, αφού οι αγρότες απέθεταν εκεί τα νεκρά ζώα τους. Σήμερα, δυστυχώς, η λίμνη εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως παράνομος αποθέτης άχρηστων υλικών, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες οικοπεδοποιήθηκε συνεχίζοντας να υφίσταται σημαντική υποβάθμιση και έτσι εκεί που φυσιολογικά θα φτεροκοπούσαν φοινικόπτερα φυτεύονται πια φοινικόδεντρα.

Σε σχέση με τους ανεμόμυλους, που αποτελούν εμβληματικό στοιχείο του τοπίου στην περιοχή του Κάβο Γκρέκο, αυτοί πρωτοεμφανίστηκαν ως διάδοχη κατάσταση των αλακατιών στην παράκτια πεδινή ζώνη της Αμμοχώστου κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και στο Παραλίμνι συγκεκριμένα το 1912, αυξανόμενοι τα επόμενα χρόνια με ραγδαίο ρυθμό, ώστε σήμερα να καταμετρώνται εκατοντάδες σε κάθε άκρη του.

Η Χολέτρα

Οι πρώτες εισαγωγές ανεμόμυλων είχαν γίνει από το Σικάγο της Αμερικής και το Τορόντο του Καναδά, ενώ μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο αγοράστηκαν και από τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστραλία. Επρόκειτο για μεταλλικούς πύργους που έφεραν στην κορυφή τους φτερωτή διάφορων διαμετρημάτων, της οποίας τα πτερύγια περιστρέφονταν με τη δύναμη της αιολικής ενέργειας εξαναγκάζοντας σε παλινδρομική κίνηση το έμβολο άντλησης του νερού. Το εξερχόμενο με την αντλία νερό διοχετευόταν από το πηγάδι που βρισκόταν στη βάση του ανεμόμυλου σε διπλανή ή απομακρυσμένη δεξαμενή, η οποία αποτελούσε τον χώρο αποθήκευσής του για πότισμα. Η κατακόρυφη όμως αριθμητική αύξηση των ανεμόμυλων οδήγησε σε υπεράντληση των υπόγειων αποθεμάτων γλυκού νερού,
τα οποία υποχώρησαν δημιουργώντας κενό χώρο για εισροή του θαλασσινού, καθιστώντας πια τα ύδατα υφάλμυρα και άρα ακατάλληλα για γεωργική ή κτηνοτροφική αξιοποίηση. Έτσι, το πολύτιμο αυτό αρδευτικό εργαλείο έπαψε να έχει χρηστική αξία και με μισοτσακισμένη τη φτερωτή του απέμεινε απλά ένα γραφικό χαρακτηριστικό του τοπίου που παραπέμπει σε πρωτινά χρόνια, σε εποχές κατά τις οποίες το Παραλίμνι βρισκόταν στην πρωτοπορία της αγροτικής ανάπτυξης, αφού περισσότερο από έναν αιώνα πριν είχε δημιουργήσει με πολυδάπανα έργα και πολυσύνθετες κατασκευές τις κατάλληλες προϋποθέσεις για επωφελή διαχείριση των υδάτινων πόρων.

Follow Vantagemag on Instagram to see the latest news