Έρωτας στις Πλάτρες – του Μιχαλάκη Τσαππαρίλα
Ο Βασιλιάς της Αιγύπτου Φαρούκ επισκέπτεται την Κύπρο. Πηγαίνει στις Πλάτρες, στο ξενοδοχείο FOREST PARK για λίγες μέρες. Μαζί του έφερε τον Οσμάν τον αρχιμάγειρα και δύο μαγείρισσες βοηθούς του. Την όμορφη Ζαχρά και την ευγενική Ζαλίκα. Έτρωγε μόνο ότι μαγείρευαν αυτοί. Κάθε πρωί η Ζαχρά πήγαινε στο χωριό να αγοράσει φρέσκα υλικά για να ετοιμάσουν τα γεύματα του βασιλιά. Το απόγευμα διάλεγε φρέσκα φρούτα και διάφορα γλυκά. Ήξερε τι άρεσε στο βασιλιά της. Τη πρώτη μέρα πήρε το μονοπάτι που οδηγεί στο χωριό.
Περπάτησε αρκετή ώρα και κατάλαβε πως πήρε λάθος δρόμο. Άρχισε να ανησυχεί. Ξαφνικά βλέπει μπροστά της ένα νεαρό, που μάζευε φρούτα. Φορούσε μόνο μια φανελίτσα και κοντό παντελόνι. Ο ήλιος ζέσταινε το μαυρισμένο και καλογυμνασμένο σώμα του. Έμοιαζε σαν θεός της ελληνικής μυθολογίας. Η Ζαχρά τον πλησίασε διστακτικά.
«Συγγνώμη, από πού πάω στο χωριό;» Ρώτησε ικετευτικά με σκυφτό το κεφάλι.
Ο Αντώνης έμεινε να τη κοιτάζει. Από πού εμφανίστηκε; Πώς και μιλούσε ελληνικά αυτή η ξένη; Της έδειξε το μονοπάτι, αυτή του είπε «ευχαριστώ» και συνέχισε το δρόμο της. Ο Αντώνης έμεινε σαν στήλη άλατος να τη κοιτά να απομακρύνεται με χάρη. Μέχρι τώρα δεν είχε δει τέτοια ομορφιά. Ψηλή με μακριά μαύρα μαλλιά και πανέμορφο πρόσωπο.
Συνέχισε τη δουλειά του. Ήταν ορφανός από πατέρα και η μητέρα του είχε να μεγαλώσει άλλα δύο παιδιά. Έτσι, ο αδελφός της μητέρας του, ο Νικολής και η γυναίκα του υιοθέτησαν τον Αντώνη, επειδή δεν είχαν δικά τους παιδιά. Και αυτός τους αγαπούσε και έκανε ότι του έλεγε ο θείος – πατέρας του. Τελείωσε το δημοτικό και δούλευε όλη μέρα στο περβόλι τους. Του άρεσε η φύση και γυμναζόταν συχνά. Ήταν εικοσιπέντε χρονών και δεν κάπνιζε, ούτε έπινε.
Το απόγευμα πάλι αναπάντεχα εμφανίστηκε η κοπέλα. Χάρηκε πολύ μόλις την είδε. Τον χαιρέτησε χαμογελαστή. «Μπορώ να αγοράσω κεράσια από το περιβόλι σας;»
«Να πάρεις όσα θέλεις» της απαντά. Πλησίασαν μια κερασιά και άρχισε να της μαζεύει τους γλυκούς καρπούς. «Μου επιτρέπετε να μαζέψω και εγώ;» Και πριν να πάρει απάντηση άπλωσε τα χέρια της και έκοψε ένα κλωναράκι με 2 κεράσια. Αυτά όμως έλιωσαν μέσα στη παλάμη της. Φοβήθηκε. Ο Αντώνης τη πήρε από το χέρι και τη πήρε στη λεκάνη με νερό εκεί δίπλα. Της έπλυνε προσεκτικά τα τρυφερά χεράκια της και τα σκούπισε με μια καθαρή πετσέτα από το μικρό σπιτάκι στο κήπο. «Κάθισε εδώ στη σκιά και θα σου φέρω εγώ τα καλύτερα».
Σε λίγο γύρισε με ένα μικρό καλαθάκι γεμάτο ζουμερά κεράσια και της τα πρόσφερε γονατιστός. «Είναι δώρο για σένα, μικρή μου πριγκίπισσα». Αυτή γέλασε. «Μα δεν είμαι πριγκίπισσα» του λέει. «Τότε είσαι η βασίλισσα της καρδιάς μου». «Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε…. Το όνομα σας δεν μου το είπατε». «Αντώνης. Εσύ, πριγκίπισσα, πως λέγεσαι;» «Ζαχρά. Στα ελληνικά σημαίνει Ανθή. Ανθούσα με φωνάζει η μητέρα μου».
Τότε ο Αντώνης ξαναβγήκε στην αυλή. Γύρισε με ένα μπουκέτο πολύχρωμα τριαντάφυλλα. «Και αυτά για σένα πριγκίπισσα μου. Άνθη για την Ανθή». Αυτή τα πήρε. Τα μυρίστηκε και τα έσφιξε στο στήθος της. ∆εν περίμενε πως θα συναντούσε τέτοιο ευγενικό νέο. Τη κέρασε γλυκό κερασιού και νερό της πηγής, φρέσκο και δροσερό. Του μίλησε για τους γονείς της.
Η μητέρα της Ελληνίδα γεννημένη στην Αλεξάνδρεια. Ο πατέρας της Αιγύπτιος έμπορος. Αυτή δούλευε στη κουζίνα του παλατιού. Ετοίμαζε διάφορες λιχουδιές για το βασιλιά της. Ο αρχιμάγειρας ο Οσμάν την είχε σαν κόρη του. Έμενε μαζί με τη Ζαλίκα με την οποία ήταν σαν αδελφές. Γνώριζαν τα μυστικά η μία της άλλης.
Το βράδυ η Ζαχρά μιλούσε συνέχεια στη Ζαλίκα για τον Αντώνη. ∆εν περίμενε πως πάνω στα βουνά θα συναντούσε τέτοια ομορφιά και ευγένεια. Ο Αντώνης σκεφτόταν συνεχώς τη πανέμορφη Ζαχρά. Ήλθε πέρα από τη θάλασσα να τον συναντήσει. Μέσα στα βουνά και στο μικρό του κήπο. Και όταν κοιμήθηκε, έβλεπε στα όνειρα τη Ζαχρά να χορεύει μαζί του στο κήπο να αιωρούνται στα σύννεφα με συνοδεία τη μουσική των πουλιών.
Το πρωί σκεφτόταν τι θα της πει. Τι να της προσφέρει. Ποτέ δεν βρέθηκε σε τέτοια δύσκολη θέση. Ζούσε αμέριμνος στο χωριό του και του άρεσε να περνά τη μέρα του στη φύση ανάμεσα στα δέντρα, τα λουλούδια, τα πουλιά, το μικρό ποταμάκι, που κυλούσε μέσα από το κτήμα τους.
Σε λίγο εμφανίστηκε η Ζαχρά. Φορούσε ένα ωραίο φόρεμα με ζωγραφιστά λουλούδια. Ήταν πολύ πιο όμορφη και πιο φρέσκια από χτες. Την υποδέχτηκε με ένα χαμόγελο. Πολύ θα ήθελε να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να τη γεμίσει φιλιά. Όμως ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται. Την έβαλε να καθίσει κάτω από τη κληματαριά και πήγε στο κήπο. Γύρισε με ένα στεφάνι καμωμένο με γιασεμιά. Της το έβαλε στο κεφάλι. «Η Ανθή στολισμένη με άνθη. Αν είχα χρώματα και καμβά θα σε ζωγράφιζα. Είσαι πολύ όμορφη. Όλη νύχτα σε σκεφτόμουν.» Η Ζαχρά συγκινήθηκε. ∆άκρυσε. Θα ήθελε να τον σφίξει στην αγκαλιά της και να τον γεμίσει φιλιά. Όμως ήξερε, πως κάτι τέτοιο δεν επιτρέπεται. Της ετοίμασε τσάι με βότανα του βουνού και μέλι. Το ήπιαν μαζί, αμίλητοι. ∆εν χόρταιναν να κοιτούν ο ένας τον άλλο. ∆εν ήξεραν ποια μοίρα, ποια άστρα ή ποιοι θεοί τα κανόνισαν και συναντήθηκαν στις Πλάτρες αυτοί οι δύο νέοι από διαφορετικούς κόσμους. Τη συνόδεψε ως την άκρη του χωριού γιατι δεν ήθελε να τους δουν μαζί. Έκατσε κάτω από ένα δέντρο, τυλίχτηκε στις ευχάριστες σκέψεις του και τη περίμενε. Ήθελε να είναι περισσότερο χρόνο μαζί της. Σε λίγο φάνηκε η Ζαχρά με ένα καλάθι γεμάτο. Το πήρε από τα χέρια της και πήραν το μονοπάτι του γυρισμού. Κάποια στιγμή πήρε το χέρι της στο δικό του. Ένοιωσε μέσα στην παλάμη του τη απαλότητα των δακτύλων της. Έμπλεξαν τα δάκτυλα τους και η Ζαχρά ένοιωσε να τη διαπερνά ηλεκτρικό ρεύμα. Ξεκουράστηκαν για λίγο στο περιβόλι, ήπιαν λεμονάδα με δροσερό νερό της πηγής και περπάτησαν μαζί προς το FOREST PARK. Μόλις πλησίασαν της έδωσε το καλάθι. «Θα σε περιμένω το απόγευμα Ανθούσα». Αυτή συγκινήθηκε. Έτσι τη φώναζε η μητέρα της.
Το απόγευμα η Ζαχρά ήρθε πιο νωρίς. Ήταν χαρούμενη, ευδιάθετη και χαμογελαστή. Μόλις μπήκε στο σπιτάκι του περβολιού σταμάτησε έκπληκτη. Σε μια καρέκλα βρισκόταν μια ζωγραφιά. Ήταν αυτή χαμογελαστή με το πρωινό λουλουδάτο φόρεμα και με το στεφάνι από γιασεμιά στο κεφάλι. «Μόλις έφυγες πήγα στο χωριό. Πήρα χρώματα, πινέλα και καμβά. Και ιδού. Ελπίζω να σου αρέσει». Η Ζαχρά δάκρυσε και τον αγκάλιασε. «Ευχαριστώ, Αντώνη. Είναι πολύ ωραίος πίνακας. ∆εν ήξερα πως ζωγραφίζεις τόσο όμορφα».
«Έχει χρόνια να πιάσω πινέλο στα χέρια μου. Όμως τώρα έπρεπε να το κάνω.
Βρήκα τη μούσα μου. Τη θεά μου. Βρήκα εσένα.» Στο κάτω μέρος έγραψε: Α.Α. 20.07.1946.«Κανένας άλλος δεν θα ξέρει, πως Α. Α. σημαίνει Αντώνης – Ανθή. Θα είναι το μυστικό μας.» Η Ζαχρά δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Τον αγκάλιασε και τον γέμισε φιλιά. «Ας είναι και αυτό μυστικό μας, Αντώνη». Έμειναν αγκαλιασμένοι για αρκετή ώρα. Απόλαυσαν τη πρωτόγνωρη γλύκα των φιλιών. Μετά τη κέρασε γλυκό καρυδάκι.
Ύστερα της γέμισε το καλαθάκι με φρούτα και μέλι και τη συνόδεψε μέχρι το ξενοδοχείο. «Αύριο το πρωί θα σε περιμένω να φάμε μαζί. Θα σου ετοιμάσω κάτι ξεχωριστό, κυπριακό». Και γύρισε στη δουλειά του χοροπηδώντας και τραγουδώντας. Ήταν ερωτευμένος.
Την επόμενη μέρα, ο Αντώνης γέμισε μια πιατέλα με φρέσκα αγγουράκια, ντομάτες, μαρούλι, μελιτζάνες, σέλινο, καρότο. Έβαλε χαλούμι, ελιές μαύρες και τσακκιστές, αυγά βραστά, κουλούρι με σησάμι. Στόλισε το τραπέζι με λουλούδια. Όλα ήταν έτοιμα και περίμεναν τη βασίλισσα της καρδιάς του. Έρχεται η Ζαχρά χαμογελαστή, αεράτη. Έτρωγαν, μα περισσότερο απολάμβαναν τα είδωλα τους. Στο τέλος της έφτιαξε κυπριακό καφέ, που τον ήπιαν κάτω από τη κληματαριά.
«Είναι το καλύτερο πρόγευμα που έφαγα ως τώρα. Σε ευχαριστώ, Αντώνη».
Ο Αντώνης όπως την έβλεπε καθισμένη εκεί, στο νου του στριφογυρνούσε το τραγουδάκι «Και μεσ ́ τα κληματόφυλλα να σε γλυκοφιλήσω.» «Τι σκέφτεσαι, Αντώνη μου;» Αυτός τη πλησίασε, την αγκάλιασε, τη φίλησε στα χείλη και της είπε: «Αυτό ακριβώς. Να σε γλυκοφιλήσω.» Και τη ξαναφίλησε. Και πήρε όλη τη γλύκα των φιλιών της. Το τραγούδησε χορεύοντας μπροστά της. Αυτή τον χειροκρότησε ενθουσιασμένη. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε με πάθος. Με τα πουλιά να είναι θεατές του έρωτα τους.
Μετά πήγαν μαζί μέχρι το χωριό. Ψώνισε και γύρισαν πίσω. Τη συνόδεψε προς το ξενοδοχείο. Όταν σταμάτησαν του λέει. «Αντώνη μου. Αύριο μεσημέρι φεύγουμε.» «Τότε θα σε περιμένω απόψε για δείπνο».
«Θα κάνω τα πάντα για να έρθω». Τον φίλησε στο μάγουλο και έφυγε τρέχοντας και κλαίοντας. Το απόγευμα, όταν βρέθηκαν μόνες με τη Ζαλίκα της είπε πως ήθελε να τη βοηθήσει για να συναντήσει τον αγαπημένο της το βράδυ. Και τα κατάφερε. Έφυγε κρυφά από το ξενοδοχείο.
Πήγε στο μικρό σπιτάκι. ∆είπνησε με τον αγαπημένο της. Και έμεινε μαζί του μέχρι νωρίς το πρωί. Χόρτασαν φιλιά και αγάπη. ∆οκίμασε να τη πείσει να μην φύγει.
Να μείνει μαζί του για πάντα. Του εξήγησε, πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Θα τιμωρούσαν τους γονείς της πολύ αυστηρά.
«Κάποτε θα ξανασυναντηθούμε. ∆εν θα σε ξεχάσω ποτέ». Με βαριά καρδιά ο Αντώνης τη συνόδεψε προς το ξενοδοχείο. Της έδωσε το πίνακα της.
«Σ ́ αγαπώ, Ανθή μου, Ανθούσα μου. Θα σε περιμένω» «Θα γυρίσω, Αντώνη μου. Σ ́ αγαπώ».