Είναι Άνοιξη πια…

Της Gina K

Η αλήθεια να λέγετε το άρθρο αυτό είχε ξεκινήσει κάπως διαφορετικά, µα όπως και σε κάθε κείµενο που γράφω, κάπου στην µέση και µέσω προσωπικών βιωµάτων παίρνει άλλη τροπή και πορεία. Αυτή άλλωστε είναι και η µαγεία της γραφής, οι λέξεις είναι πάντα εκεί απλά χρειάζονται εικόνες και ιστορίες για να µετατραπούν σε προτάσεις µε νόηµα και συναίσθηµα. 

Βιώνοντας λοιπόν δύο πολύ έντονα φορτισµένες συναισθηµατικά στιγµές, επανήλθα µπροστά στον ηλεκτρονικό µου υπολογιστή και αποφάσισα να αρχίσω εκ νέου, οι λέξεις όµως φτωχές και πάλι για να περιγράψουν. Θα κάνω ότι µπορώ, σκέφτηκα και άρχισα να πληκτρολογώ. 

Βρέθηκα λοιπόν, µε το σύντροφο µου σε γνωστό µαγαζί πώλησης επίπλων και εκεί που χαζολογάγαµε και χαζεύαµε αυτά όλα που το αχόρταγό µάτι µας ήθελε να αγοράσει, κάπου εκεί ανάµεσα στους διαδρόµους, συναντήσαµε µια σκιά, µια φιγούρα σκυθρωπή, µια ψυχή αυλακωµένη. Πρώτος µας µίλησε αυτός, σαστίσαµε όταν αντιληφθήκαµε ποιος ήταν, πριν ένα µήνα συναντηθήκαµε µαζί του στην εκκλησία, για να οδηγήσουµε στην τελευταία κατοικία, το παιδί του.

40 µέρες µετά, και άνθρωπος αυτός εκεί, στον αγώνα για το µεροκάµατο, σκιώδεις πλέον, βαρύς και απροσπέλαστος σαν µπετόν. «Κουράγιο και δύναµη» του είπαµε και αυτός δεν σήκωσε ποτέ το κεφάλι για να συναντηθούν τα βλέµµατα µας, µονάχα µε το δάκτυλο του παίδευε θυµωµένα και αδιάκοπα ένα ξεφτισµένο χαρτάκι από το διπλανό ράφι. Σαν σύγχρονος Άτλας, φορτωµένος στους στενούς του ώµους ολόκληρο τον ουράνιο θόλο. Σας ορκίζοµαι ότι δεν έχω ξαναδεί τόσα φορτωµένα συναισθήµατα πάνω σε δύο ώµους, θυµός, θλίψη, απογοήτευση, µοναξιά, απελπισία, θάρρος και δύναµη. Μου φάνηκε πως κούνησε τα χείλια του µια – δυο φορές για να µας απαντήσει µα τελικά απλά τρεµόπαιξαν και σφράγισαν και πάλι. Τελικά κανείς δεν είπε τίποτα άλλο, κανείς δεν αντάλλαξε δεύτερη µατιά, απλά χώρισαν οι δρόµοι µας. 

Κάποια λεπτά αργότερα βρεθήκαµε στο ταµείο, σχεδόν κυνηγηµένοι από τον χείµαρρο συναισθηµάτων που παραµόνευαν σε εκείνο το διάδροµο. Ξέσπασα σε κλάµατα, ένιωσα ενοχές καλοζωίας και για µια στιγµή ήθελα να τρέξω πίσω, να τον πάρω αγκαλιά και να τον αφήσω να τοποθετήσει έστω και για λίγες στιγµές, τον ουράνιο θόλο του στους δικούς µου ώµους, µα δεν το έκανα, φοβήθηκα το βάρος όλων εκείνων που κουβάλαγε. ∆ύο εβδοµάδες αργότερα και ο εφιάλτης της πανδηµίας δεν είχε καν την ευγένεια να µας κτυπήσει την πόρτα. Μπήκε από µόνος του ετσιθελικά και βίαια στη ζωή µας, στο τόπο µας και στο σαλόνι µας και µας µπαστακώθηκε εδώ.

Νέα δεδοµένα ξαφνικά, πρωτόγνωρα και τροµακτικά κα εµείς σαν σύγχρονοι ευνούχοι παρακολουθούµε αποχαυνωµένοι και ανήµποροι το θέατρο του παραλόγου που δυστυχώς έγινε πραγµατικότητα. Και πάλι ξέσπασα σε κλάµατα, µα αυτή τη φορά όχι από ενοχή αλλά από φόβο για τα αγαπηµένα µου πρόσωπα και απελπισία για το απέραντο άγνωστο που απλώθηκε µπροστά µας.

Επαναφορά στο σήµερα, εδώ στην ασφάλεια του σπιτιού µου, αποφάσισα να αλλάξω το χώρο εργασίας µου, µετέφερα τον ηλεκτρονικό µου υπολογιστή µπροστά από το µεγάλο παράθυρο του υπνοδωµατίου µου. Εκεί που µπαίνει ο ήλιος κάθε πρωί, εκεί που βλέπεις την ζωή να προσπαθεί να γίνει και πάλι κανονική. 

«Θα περάσει κι αυτό», µου λέει η γενναία ψυχή που έχω την ευλογία να έχω στο πλευρό µου τα τελευταία χρόνια.

«Θα περάσει κι αυτό όπως πέρασαν τόσα και τόσα άλλα»Θα περάσει ναι! το πιστεύω και εγώ αυτό. Η ζωή δεν µπορεί να σταµατήσει, θα µεταλλαχτεί, ναι, θα προσαρµοστεί στα εκάστοτε δεδοµένα, ναι, θα ανακαλύψει νέους δρόµους, ναι, θα αναγκαστεί να αλλάξει ξανά και ξανά πορεία, ναι, να σταµατήσει όµως ΟΧΙ!

Όπως ο θαρραλέος σύγχρονος Άτλας της ιστορίας µου, βρήκε το σθένος, τα ψυχικά αποθέµατα και το κουράγιο να επιστρέψει στην «κανονικότητα του», έτσι και εµείς, πρέπει να προσαρµοστούµε στα νέα δεδοµένα, να ανακαλύψουµε νέους δρόµους, να αλλάξουµε ξανά και ξανά πορείες και εν τέλει να ΖΗΣΟΥΜΕ! Το οφείλουµε άλλωστε σε όλους τους µικρούς και µεγάλους Άτλαντες που ζουν ανάµεσα µας, τους το χρωστάµε για να είναι ο ουράνιος θόλος τους λιγάκι ποιο γαλάζιος, λιγάκι ποιο ηλιόλουστος.

Η ανοιξιάτικη βροχή επιτέλους σταµάτησε, και οι ηλιαχτίδες του πολυπόθητου ήλιου χαϊδεύουν το γωνιακό ανθοπωλείο που βρίσκεται απέναντι από το παράθυρο µου, κόκκινες, ρόζ και κίτρινες τουλίπες ορθώνουν το ανάστηµα ρουφώντας ζωή από το χάδι του. Λίγο παραπέρα µια αµυγδαλιά, σαν σύγχρονη Αριάδνη, αφήνει τα µπουµπούκια της να πέσουν στο πλακόστρωτο πεζοδρόµιο οδηγώντας µας σε νέα πορεία µακριά από λαβύρινθους.

«Ψηλά τα κεφάλια» µας φωνάζει, «θα τα καταφέρουµε» ! 

Ψηλά τα κεφάλια λοιπόν, τόσο ψηλά ούτως ώστε οι παρυφές των κεφαλιών µας να γίνουν αόρατο στήριγµα για κάθε δυσβάσταχτο ουράνιο θόλο!

Είναι Άνοιξη πια, δεν χωράει η πίκρα µέσα στο φως – Γιάννης Ρίτσος