Δώστε μας τις αγκαλιές μας πίσω

Της Ginas K


Ήρθε και πάλι εκείνη η ώρα του μήνα με το γνωστό ερώτημα, “Πότε να περιμένω το άρθρο σου;”, ευτυχώς με έχει μάθει ο Ζανέττος, όταν του λέω συγκεκριμένη ημερομηνία, προσθέτει κι αυτός από πάρτη του άλλες 5-6 μέρες και ευγενικά πάντα με υπενθυμίζει λες και δεν καίγεται ο άνθρωπος να τυπώσει. “Ζανέττο μου του λέω σήμερα το τελειοποιώ και στο στέλνω” κοιτάζοντας την κενή σελίδα που έχω μπροστά μου με τον κέρσορα του ποντικιού να αναβοσβήνει οξύθυμα “Άντε κυρά μου, τελείωνε” μου λέει “μας κούρασες”.

Σας το λέω ότι αυτή τη φορά προβληματίστηκα πολύ και ξεπέρασα κατά πολύ κάθε προθεσμία. Τι να γράψω, τι θα θέλατε να διαβάσετε πίνοντας το καφέ σας και πάλι ελεύθερα στα γραφικά παραλιακά καφενεδάκια; Για διάφορους λόγους ένοιωσα ότι αυτό το άρθρο είναι κομβικό και για εσάς που τόσα πολλά στερηθήκατε τους τελευταίους 3 μήνες αλλά και για τον υπομονετικό Ζανέττο!

Κανένα “ερέθισμα” καμία έμπνευση, καμία λέξη, μόνο ο κέρσορας που αναβοσβήνει θυμωμένα. Ρώτησα και τα κορίτσια μου ένα απόγευμα τι θα ήθελαν να διαβάσουν, κι αν μήτε άλλο γελάσαμε πολύ.

Η κάθε μια την δικιά της ιδέα, το ψιλόλιγνο κορίτσι μου, επέμενε να γράψω για αυτήν εξηγώντας μου, με αυτοσαρκασμό στο κόκκινο, πόσο τυχερή είμαι που την έχω στη ζωή μου, “είμαι” σκέφτηκα καθώς ήδη επεξεργαζόμουνα αν μπορούσα να γεμίσω το κενό χαρτί, πλέκοντας το εγκώμιο των ανθρώπων με αυτοσαρκασμό. Η μελαμψή μικρή της παρέας επέμενε να γράψω για τους γάμους που ακυρώνονται λόγω της πανδημίας και εγώ σκέφτηκα ότι έχω πολλά να γράψω για το γάμο και τη συμβίωση στη σημερινή κοινωνία, μα πολύ φοβάμαι ότι θα χαλάσω τα όνειρα πολλών νυφούλων που προβάρουν τα όμορφα και κάτασπρα νυφικά τους. Τέλος η δικηγόρος της παρέας μου είπε να γράψω για το πως ένιωσα όταν βίωσα προσφάτως ένα θέμα υγείας στο στενό μου οικογενειακό κύκλο. Ωραίο απογευματάκι όμορφη κουβέντα, γεμάτη γέλια και άλλα καυτά και καυστικά σχόλια που δεν αρμόζει να τα πούμε… αλλά η ουσία είναι η μία, η σελίδα κενή και ο κύριος κέρσορας έξω φρενών.

Μα έλα που το ερέθισμα ήταν πάντα εκεί, μπροστά στα μάτια μου, όλο εκείνο το τρελό απόγευμα με τα κορίτσια. Η ανθρώπινη επαφή, αυτό ήταν το ζητούμενα για να είμαστε υγιείς σωματικά και ψυχικά.

Αυτό το “Μένουμε σπίτι για να μείνουμε ασφαλείς” έκρυβε πολλές ψυχικές μοναξιές. Πως μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς την ανθρώπινη επαφή; Πως να ανταλλάξουμε ενέργειες όντας κρυμμένοι πίσω από μάσκες και βιντεοκλήσεις. Πως να μην μπορώ να αγκαλιάσω την φιλενάδα μου που μόλις αποχαιρέτησε τον πατέρα της για το μεγάλο ταξίδι, πώς γίνεται να μην μπορώ να σκουπίσω ένα- ένα τα δάκρυα της; Απάνρθωπο και έξω από τη φύση μας η εσωστρέφεια. Το κάναμε για ένα ιερό σκοπό και μπράβο μας! Όμως ο άνθρωπος είναι κοινωνικό όν, παίρνει ζωή από το κάθε μικρό σύνολο που υπάγεται.

Τις προάλλες πήγα έξω από το σπίτι της γιαγιάς, καιγότανε η ψυχή μου να την δω μα ξέρω πολύ καλά ότι πρέπει να την προστατεύσω, ο πόθος για να την δω όμως μεγάλος, σκαρφάλωσα που λέτε την πίσω μπαλκονόπορτα και την είδα πίσω από τα μισάνοικτα παραθυρόφυλλα, της έστειλα φιλιά και τα έπιασε με το κάτασπρο μικροσκοπικό χεράκι της, βάναυσο να μην μπορώ να την φιλήσω και να της χαϊδέψω τα μαλλιά.

Αν το σκεφτείτε καλά, όλος ο πλανήτης στερήθηκε την συναναστροφή, την επαφή, το φιλικό άγγιγμα στη πλάτη, το μητρικό χάδι, τα σταυρωτά φιλιά στα μάγουλα, το αντικρυστό σφίξιμο τους ώμους, την αγκαλιά.

Σε ένα παλαιότερο μου άρθρο σας είπα ότι η μοναξιά όταν είναι κατ’ επιλογή, είναι υπέροχη, κατευναστική και ζωοδότρια μα όταν σου επιβάλλεται, όταν σου αφαιρεί δεδομένα που είχε εκ γενετής τότε δεν μπορεί παρά να σου στερήσει το χαμόγελο, την ψυχική ηρεμία και την ζωή όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα.

Και να’ μαστε σήμερα εδώ, στο τώρα, κάνοντας βήματα δειλά προς την κανονικότητα, εξακολουθούμε βέβαια να είμαστε φοβισμένοι μήπως σκορπίσουμε τον εφιάλτη, μα προσπαθούμε να ανακτήσουμε ξανά τα κεκτημένα που βίαια μας αφαιρέθηκαν.

Ο ρυθμός της πόλης θυμίζει κάτι από τα παλιά, οι δρόμοι ξανά έχουν μποτιλιάρισμα, οι καφετέριες αποκτούν και πάλι φωνές και γέλια, οι κουζίνες στα εστιατόρια γαργαλιστικές μυρωδιές και τα κολονάτα ποτήρια μας γεμάτα κρασί τσουγκρίζουν και πάλι αναμεταξύ τους.

Οι κουμπωμένες μας ψυχές αρνούνται να τα βάλουν κάτω, αρνούνται να αποχαιρετήσουν τα μέχρι σήμερα δεδομένα τους. Τα καταφύγια μετατρέπονται σε ιστορικά μνημεία και η μάχη μεταφέρεται σε νέα πεδία, κρατώντας τα απαραίτητα όπλα διεκδικούμε και πάλι την Ζωή, την οικογένεια μας και τους φίλους μας.

Δεν είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος για εσωστρέφεια, δεν έχει μάθει στις στεγνές φιλοφρονήσεις και σε διαδικτυακές συναντήσεις για αυτό και δεν θα επιτρέψει να χαθεί αυτή η μάχη. Δώστε μας τις αγκαλιές μας πίσω.