Ασθενής τελικού σταδίου: Η ψυχολογική στήριξη – Από τον Δρ. Θεόδωρο Χατζήζαχαρια
Ο σύγχρονος γιατρός, καλείτε να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο ως ολότητα. Οι εποχές όπου ο γιατρός αντιμετωπιζόταν σαν αυθεντία, έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί. Πλέον ο γιατρός κρίνεται, επικρίνεται, αξιολογείται και ελεγχεται κάθε μέρα.
Ο τελικού σταδίου ασθενής, αποτελεί μια ιδιαίτερη ομάδα ασθενών. Δυστυχώς, δεν τυγχάνει της στήριξης και της προσοχής που χρειάζεται ή καλύτερα εστιάζουμε σε λάθος πράγματα, παρά στις πραγματικές του ανάγκες. Ποιος είναι όμως, ο τελικού σταδίου ασθενής; Ο οποιοσδήποτε. Μπορεί να είναι νέος, γέρος, μορφωμένος, ψαράς, δικηγόρος. Ο οποιοσδήποτε, για τον οποίον έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια ανθρώπινης παρέμβασης και πεθαίνει εντός των επόμενων ωρών – ημερών. Μπορεί να είναι ένας νέος καρκινοπαθής, με γενικευμένη νόσο. Μπορεί να είναι μία κυρία μέσης ηλικίας, με καρδιακή ανεπάρκεια ή ένας ηλικιωμένος με πολλαπλά προβλήματα υγείας. Αυτός ο άνθρωπος, συνήθως έχει δώσει το δικό του αγώνα, χειρουργεία, χημειοθεραπείες, νοσηλείες, ακτινοβολίες, εξετάσεις και τώρα βρίσκεται μπροστά μας, σε ένα κρεβάτι, στο θάλαμο ή στη ΜΕΘ, περιμένοντας υπομονετικά το αναπόφευκτο.
Το πρώτο λάθος που κάνουμε στην αντιμετώπιση αυτών των ανθρώπων, είναι το ψέμα. Αποφεύγουμε να «ακουμπήσουμε» την αλήθεια. Λέξεις όπως καρκίνος, θάνατος, δύσκολα βγαίνουν από το στόμα μας και αρκούμαστε σε γενικόλογα, του τύπου η αιμοσφαιρίνη σου είναι καλή κ.τ.λ. Σε αυτό συμβάλει και το περιβάλλον, το οποίο αρνείται να αποδεχτεί την αλήθεια και ασχολείται με το αν τελείωσε ο ορός και άλλα επουσιώδη, αποφεύγοντας και αυτοί με τη σειρά τους, μία κατά πρόσωπο αντιμετώπιση με τον θάνατο, χάνοντας έτσι πολύτιμες στιγμές με το αγαπημένο τους πρόσωπο.
Πολλές φορές η καλύτερη πράξη, είναι το να μην πράξεις τίποτα! Απλά να καθίσεις δίπλα στη μητέρα σου, στον αδερφό σου, να του χαμογελάσεις, να θυμηθείς τις ωραίες στιγμές που περάσατε μαζί και όταν πονάει να του σφίγγεις το χέρι, ότι είμαι δίπλα σου, δεν είσαι μόνος σου. Στα τόσα χρόνια που εξασκώ αυτό το επάγγελμα, αυτό που έχω διαπιστώσει, είναι ότι αυτοί οι άρρωστοι, δεν φοβούνται τον θάνατο. Αυτό που φοβούνται, είναι να μην πεθάνουν μόνοι τους. Στο μυαλό μου έρχεται μία νέα κοπέλα 33 χρονών, που πέθαινε από καρκίνο και μου λέει: «μην φεύγεις, απόψε θα πάω να βρω την μάνα μου». Η μητέρα της είχε πεθάνει και αυτή από καρκίνο, στα πλαίσια ενός σπάνιου κληρονομικού συνδρόμου. Και τότε «αθώα» την ρώτησα, φοβάσαι να πεθάνεις; Και η απάντησή της ήταν: «Φοβάμαι να πεθάνω μόνη μου». Και πράγματι όταν το βράδυ την επισκέφτηκα, είδα ένα χαμό να γίνεται, από νοσηλεύτριες που έτρεχαν να βάλουν γραμμές, από τη γιατρό που έτρεχε με τις αδρεναλίνες και η κοπέλα, ήρεμη στο κρεβάτι, περίμενε να πάω να της σφίξω το χέρι, να της πω Κωνσταντίνα ήρθα.
Μου έσφιξε το χέρι, έκανε έναν τελευταίο μορφασμό ικανοποίησης, ότι με περίμενε να πάω και αφέθηκε.
Αυτό με κάνει να σκέφτομαι το πόσο λάθος κατά την άποψή μου, είναι το να αφήνουμε τους αρρώστους αυτούς, να πεθαίνουν σε άψυχες ΜΕΘ, διασωληνωμένους, με απλά τους νοσηλευτές της βάρδιας, αντί να σβήνουν σιγά σιγά, σε ένα ήσυχο θάλαμο, δίπλα σε ένα οικείο τους πρόσωπό, ή ακόμη καλύτερα στο σπίτι τους, με τα παιδιά τους και π.χ. το αγαπημένο τους κατοικίδιο. Νομίζω εάν είχαν να επιλέξουν, σίγουρα θα επέλεγαν το δεύτερο. Το πρόβλημα είναι η δικιά μας ανασφάλεια. Των γιατρών και των συγγενών, που θεωρούμε ότι θα προσφέρουμε το καλύτερο ή ότι θα εξαντλήσουμε όλα τα περιθώρια. Αλλά ποια είναι αυτά τα περιθώρια; Είναι ακόμα μία εβδομάδα ζωής στην εντατική διασωληνωμένος;
Στο μυαλό μου έρχεται μια άλλη νέα γυναίκα με δύο μικρά παιδιά.
Πέθανε μόνη της στην εντατική, ενώ η ίδια μας παρακάλεσε να μείνει στο δωμάτιο, με την μαμά της. Τα παιδιά της ποτέ δεν την επισκέφτηκαν.
Να προστατεύσουμε τα παιδιά, σκέφτονται οι οικείοι. Αλλά πόσο λάθος είναι αυτό. Ο θάνατος είναι τόσο σίγουρος, όσο και η ζωή. Το πένθος πρέπει να βιώνεται. Αυτά τα παιδιά, καλό θα ήταν να δουν την μητέρα τους ότι είναι άρρωστη, να πάνε στην κηδεία της. Έτσι, θα ξέρουν τι έχει γίνει. Θα βιώσουν το πένθος τους. Δεν θα περιμένουν την μητέρα τους να ξαναγυρίσει σπίτι, από το υποτιθέμενο «ταξίδι» που πήγε.
Ένα δεύτερο λάθος που κάνουμε εμείς οι γιατροί, είναι το ότι αποφεύγουμε αυτούς τους αρρώστους. Δηλαδή, στην επίσκεψη, λέμε αυτός πεθαίνει σήμερα αύριο, άσε τον στην ησυχία του. Ίσως και να φοβόμαστε ή να νιώθουμε άβολα να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτόν τον άρρωστο. Θα μπούμε μέσα. Τι θα του πούμε; Και αν μας ρωτήσει τι έχω; Ή πόσο θα ζήσω; Η απάντηση είναι, ότι θα του πούμε την αλήθεια. Εάν θέλει να μάθει, έχει δικαίωμα να μάθει. Εάν ρωτάει, θα του απαντήσουμε με όση παραπάνω ειλικρίνεια μπορούμε. Χωρίς ποτέ στο τέλος να του στερούμε την ελπίδα. Έχεις αυτό, είναι δύσκολα τα πράγματα, αλλά έχουμε δει περιπτώσεις που πήγαν ανέλπιστα καλά. Ή ότι ο κάθε ασθενής είναι διαφορετικός και συνέχεια ανακαλύπτονται νέες θεραπείες, που φέρνουν επανάσταση στον καρκίνο. Αυτό όμως έχει διαφορά, από το να του πούμε, ότι θα γίνεις καλά και ότι δεν έχεις τίποτα.
Άλλωστε οι άρρωστοι ξέρουν. Όταν περνάνε το κατώφλι του ογκολογικού, όταν κάνουν χημειοθεραπείες και πέφτουν τα μαλλιά τους, όταν νιώθουν τις δυνάμεις τους να τους εγκαταλείπουν, ξέρουν τι έχουν. Δεν ωφελεί σε τίποτα να τους λέμε ψέματα και να τρέφουν φρούδες ελπίδες. Τους θέλουμε συμμάχους, να ξέρουν τι έχουν, να συμβάλλουν στις αποφάσεις. Άλλωστε οι αποφάσεις αυτές, αφορούν τους ίδιους, το σώμα τους, το πόσο πονάνε, το πόσο αντέχουν. Επίσης, τον χρόνο που τους απομένει, έχουν δικαίωμα να τον διαχειριστούν όπως αυτοί θέλουν. Μπορεί να θέλουν να τακτοποιήσουν κάποιες εκκρεμότητες, μπορεί να θέλουν να πεθάνουν στο αγαπημένο τους χωριό ή νησί. Πρέπει να τους ρωτάμε. Πρέπει να τους ακούμε. Δεν πρέπει να τους αποφεύγουμε. Μόνο και μόνο, να αφιερώσουμε δύο λεπτά στην επίσκεψη, να τους ακούσουμε προσεχτικά, αυτό από μόνο του δρα θεραπευτικά. Νιώθουν ότι αφουγκραζόμαστε, «απορροφάμε» τις ανησυχίες τους. Αυτή είναι η ενσυναίσθηση. Ποτέ δεν τους λέμε, έλα πώς κάνεις έτσι, έχει και χειρότερα, θα γίνεις καλά. Ο άρρωστος από μέσα του λέει, ότι είμαστε «εκτός τόπου και χρόνου».
Τι μπορούμε να κάνουμε: Μπαίνουμε στο δωμάτιο, χαμογελάμε, μπορούμε να αφιερώσουμε λίγο χρόνο, να του σφίξουμε το χέρι, να του χαϊδέψουμε τα μαλλιά, να του πούμε μία καλή κουβέντα, «τι όμορφη που είσαι σήμερα!», να ρωτήσουμε εάν πονάει, εάν έχει κάποιες απορίες κ.τ.λ. Το πιο σημαντικό είναι αυτοί οι άρρωστοι να μην πονάνε και να μην φύγουν μόνοι τους. Υποστηριχτικά μπορούμε παράλληλα με την αναλγησία, να ρυθμίσουμε τους ηλεκτρολύτες, να βάλουμε λίγο οξυγόνο, να ανακουφίσουμε τον κνησμό.
Εν κατακλείδι, εγώ προσωπικά, δεν δυσκολεύομαι καθόλου να διαχειριστώ αυτούς τους ανθρώπους. Αντίθετα, νιώθω ότι έχουμε να κερδίσουμε από αυτούς. Στα δωμάτιά τους επικρατεί μια ηρεμία, μία γαλήνη. Αυτοί οι άρρωστοι, έφθασαν στο τελευταίο από τα πέντε στάδια που περνάει ένας καρκινοπαθής. Θυμό, άρνηση, συνδιαλλαγή, κατάθλιψη, αποδοχή. Έχουν αποδεχθεί την κατάστασή τους, έχουν συμφιλιωθεί με τον επερχόμενο θάνατο – όσο μπορεί να γίνει αυτό. Ένα πράγμα ζητάνε. Να μην φύγουν μόνοι τους και να μην τους στερήσουμε την αξιοπρέπεια τους! Άλλωστε, μάλλον είχε δίκαιο κάποιος που είπε, ότι ερχόμαστε σε αυτό τον κόσμο κλαίγοντας και φεύγουμε χαμογελώντας.
