Ίσως πρέπει να κάνουμε cancel το “cancel culture” – Της Ιωάννας Τζούλιου
Επηρεάζει το #canceculture, η διαδικτυακή τάση της επίθεσης σε ανθρώπους, διασημότητες, εταιρείες και οργανισμούς για θεωρούμενες κοινωνικές αδιακρισίες ή προσβλητικές συμπεριφορές την ελευθερία του λόγου;
Φαίνεται ότι όλοι μας έχουμε πέσει σε αυτή τη δίνη που ονομάζεται “cancel culture”. Δεν μπορούμε να περιηγηθούμε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς να δούμε κάποιον να ακυρώνεται για κάτι που είπε ή έκανε. Έχει γίνει αυτή η ψηφιακή μανία όπου η φήμη και οι καριέρες χτυπιούνται από επικριτές χωρίς έλεος. Σκέφτομαι τις περιπλοκές του cancel culture, τις ρίζες του και το αντίκτυπο του στην ελευθερία του λόγου.
Για να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε τώρα, είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε στο σημείο όπου αναπτύχθηκε το cancel culture. Στις αρχές των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, οι πλατφόρμες που προορίζονταν για την ανταλλαγή memes με γάτες και τη σύνδεση με φίλους έγιναν χώροι για την έκθεση και την κατάκριση αντιληπτών αδικιών. Ξαφνικά, ο καθένας έγινε δικαστής και ένορκος σε αυτή την τεράστια ψηφιακή αίθουσα δικαστηρίου, και το cancel culture αναδύθηκε ως ετυμηγορία.
Υπάρχει κάποια γοητεία στην έννοια του cancel culture, ένα αίσθημα δικαιοσύνης στο να καθιστά τους ανθρώπους με επιρροή υπεύθυνους για τις πράξεις τους. Είναι μια κραυγή συσπείρωσης ενάντια στη συμπεριφορά που θεωρείται απαράδεκτη, μια έκκληση για συνέπειες σε μια εποχή όπου τα όρια μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής ζωής είναι ασαφή. Αλλά σε αυτή την επιδίωξη της λογοδοσίας, έχουμε εκ παραδρομής φτάσει στην πραγματικότητα να φιμώνουμε την ελευθερία του λόγου;
Πολλές φορές υπάρχει η πιθανότητα το cancel culture να μετατραπεί σε παρενόχληση. Η ακύρωση ενθαρρύνει τον εκφοβισμό και μπορεί να πυροδοτήσει απειλές και πράξεις βίας που είναι πιο σοβαρές από την ίδια την αδικοπραξία που έκανε αυτός που δέχεται την ακύρωση. Αντί να επιφέρει κοινωνική αλλαγή, μπορεί να μετατρέψει το διαδίκτυο σε μια ατίθαση δίκη, ενθαρρύνοντας την προκατάληψη και τον κοινωνικό αποκλεισμό ανθρώπων που διαφωνούν με συγκεκριμένες ιδέες. Η ζωή ενός ατόμου μπορεί να καταστραφεί ανεπανόρθωτα μέσα σε λίγες ώρες από την ταχεία άνοδο ενός ζητήματος που βρίσκεται στην επικαιρότητα, συνήθως σε αναλογία με το ισχυριζόμενο αδίκημα. Είναι σκόπιμο να ακυρώνουμε επειδή κάποια πράγματα θεωρούνται ακατάλληλα ή πρόκειται για έλεγχο; Όταν γίνεται ακύρωση, μπορεί να υπάρξει διανοητική συζήτηση; Υπάρχει μια ιδέα πίσω από την ακύρωση;
Οι άνθρωποι κάθονται μπροστά στις οθόνες τους, σιγοβράζοντας στο συναισθηματικό τους ζουμί, και ξαφνικά, μπουμ! Βλέπουν κάποιον που δεν τους αρέσει, και το παιχνίδι αρχίζει. To cancel culture μετατρέπεται σε αυτό το εκθετήριο όπου αντί να εξομολογηθούν τα συναισθήματά τους στο σωστό άτομο, εξαπολύουν τον συσσωρευμένο θυμό τους σε κάποιον άλλον.
Τα μίντια για να κάνουν νούμερα, άλλο που δεν θέλουν κάποιος να πει την άποψη του πάνω σε συγκεκριμένο θέμα. Είναι εκεί και περιμένουν σαν ένα κοπάδι αρπακτικά, έτοιμοι να κατασπαράξουν ανθρώπους. Παίρνουν την άποψη, την κόβουν την ράβουν στα μέτρα τους, για να ανέβουν τα νουμεράκια τους. Καταλαβαίνω, “business is business” όπως λένε και στο χωριό μας, αλλά αλήθεια, έχουμε φτάσει στο σημείο να τους νοιάζει πιο πολύ πόσα περισσότερα νούμερα θα κάνουν από την απέναντί εκπομπή, παρά το ψυχολογικό τραύμα και κακή εικόνα θα δημιουργήσουν σε αυτούς που τολμούν να εκφράσουν την αλήθεια τους. Ορισμένες ιδέες που εκφράζονται βέβαια, είναι αποκλίνουσες απόψεις, που είναι απαράδεκτες στην κοινωνία ή που δεν έχουν αρκετά επιχειρήματα για να υποστηριχθούν. Η ανάρμοστη συμπεριφορά πρέπει να έχει συνέπειες. Οι άνθρωποι δεν μπορούν απλώς να κυκλοφορούν και να λένε ό,τι τους περνάει από το μυαλό, κυρίως αν αυτό συνεπάγεται με την παρενόχληση άλλων ανθρώπων. Σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή η παρενόχληση πρέπει να αντιμετωπιστεί και με κάποιον τρόπο να σταματήσει.
Ωστόσο, το γεγονός ότι όλοι έχουμε εσωτερικεύσει το λόγο μας, δηλαδή έχουμε θέσει περιορισμούς στο τι μπορεί να ειπωθεί, είναι το πιο πιεστικό πρόβλημα. Το ζήτημα είναι αυτή η εσωτερίκευση των ορίων. Αυτολογοκρινόμαστε ως αποτέλεσμα του cancel culture. Αυτός είναι ο απόλυτος θάνατος της κριτικής σκέψης. Το να μετατρέπονται τα παράπονα σε δημόσιες δακτυλοδειξίες και να επιφέρουν την ακύρωση ορισμένων ατόμων δεν φαίνεται ως η πιο αποτελεσματική συμπεριφορά.
Μήπως γινόμαστε διστακτικοί να εκφράσουμε αντιδημοφιλείς απόψεις ή να συμμετάσχουμε σε ανοιχτό διάλογο, όχι επειδή αυτές οι απόψεις είναι εγγενώς επιβλαβείς, αλλά επειδή μπορεί να προκαλέσουν την οργή του ηλεκτρονικού πλήθους ακύρωσης; Πρόκειται για μια λεπτή εξισορρόπηση, η προσπάθεια να διαφυλάξουμε την υπευθυνότητα και ταυτόχρονα να διατηρήσουμε την ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών που θεωρείται πολύτιμη. Το cancel culture λειτουργεί σε έναν δυαδικό κόσμο, είτε είσαι ακυρωμένος είτε δεν είσαι. Πρόκειται για μια νοοτροπία που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ανάπτυξη ή επανόρθωση. Οι ταχύτατες κρίσεις στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συχνά δεν έχουν το βάθος που απαιτείται για την κατανόηση του πλαισίου, της εξέλιξης των ιδεών ή της δυνατότητας για γνήσια μεταμέλεια και αλλαγή.
Μήπως θα έπρεπε, ως κοινωνία, να εξετάσουμε το ενδεχόμενο να κάνουμε cancel το “cancel culture”; Είναι μια σοβαρή ερώτηση και δεν υπάρχει εύκολη απάντηση. Η αρχική πρόθεση του cancel culture, να καταστήσει τα άτομα υπεύθυνα για τις πράξεις τους, δεν είναι εκ φύσεως ελαττωματική. Είναι η εκτέλεση, η έλλειψη διαφοροποιήσεων και η απουσία της δυνατότητας για επανόρθωση που με προβληματίζουν. Ίσως η έμφαση θα πρέπει να μετατοπιστεί από την τιμωρία στην εκπαίδευση και από την καταδίκη στη συζήτηση. Η λύση μπορεί να μην είναι η πλήρης εγκατάλειψη του cancel culture, αλλά η αναδιαμόρφωσή του σε μια δύναμη που ενθαρρύνει τον διάλογο, προωθεί την ανάπτυξη και εκτιμά την έμφυτη ανθρώπινη υπόσταση κάθε ατόμου.
Ίσως, με αυτοκριτική και συλλογική δέσμευση για δικαιοσύνη, μπορούμε να διαμορφώσουμε την κατάλληλη κατεύθυνση που θα διαφυλάσσει τόσο τη δυνατότητα απόδοσης ευθυνών όσο και την ελευθερία της έκφρασης.