Η μεσαιωνική πόλη της Αμμοχώστου
Η ΕΝΤΟΣ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΝΑ ΥΠΑΙΘΡΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΕΝΑ ΖΩΝΤΑΝΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΠΙΟ ΠΛΟΥΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ ΤΗΣ, ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ. ΚΑΤΑ ΤΟΝ 14Ο ΑΙΩΝΑ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΝ ΤΟ ΑΚΡΙΒΟ ΠΕΤΡΑΔΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ, ΚΑΘΩΣ ΕΙΧΕ ΓΝΩΡΙΣΕΙ ΜΕΓΑΛΗ ΑΚΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΗΣ ΗΤΑΝ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΔΙΑΜΕΤΑΚΟΜΙΣΤΙΚΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΑΝΑΤΟΛΗΣ – ΔΥΣΗΣ.
ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ ΣΜΑΓΑ
Είχε προηγηθεί η πτώση όλων των σταυροφορικών πόλεων της Ανατολής στα χέρια των μουσουλμάνων, που εξανάγκασε τους χριστιανούς κατοίκους των Αγίων Τόπων να αναζητήσουν τη σωτηρία στην πλέον εγγύς, τόσο από άποψη απόστασης όσο και πίστης και φυσικού περιβάλλοντος, περιοχή. Κατέφθασαν λοιπόν στην Κύπρο πληθυσμοί, οι οποίοι αποτελούνταν κυρίως από εύπορους εμπόρους με τα πολύτιμα υπάρχοντά τους, που έδωσαν μεγάλη ώθηση στην οικονομία της πόλης. Στο πλαίσιο αυτό, η Αμμόχωστος γνώρισε επιπλέον μια πρωτόγνωρη πολιτιστική άνθηση, ενώ ταυτόχρονα έγινε απαραίτητη και η κατασκευή ισχυρών οχυρωματικών έργων για την προστασία του οικονομικού και πολιτιστικού πλούτου της. Τη συγκεκριμένη εικόνα αποκαλύπτουν σήμερα τα πάμπολλα μεσαιωνικά μνημεία της, κυρίως εκκλησίες, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την έκταση της τειχισμένης πόλης.
Ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της είναι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου, που ξαφνιάζει με το μεγαλείο του. Οικοδομήθηκε σύμφωνα με γαλλικά αρχιτεκτονικά πρότυπα και σε αυτόν, στέφονταν βασιλείς της Ιερουσαλήμ, οι Φράγκοι βασιλείς της Κύπρου. Αρχικά έφερε τοιχογραφίες αλλά και διάκοσμο με αγάλματα, τα οποία καταστράφηκαν από τους Οθωμανούς όταν, με την κατάκτηση της Κύπρου το 1571, μετατράπηκε σε τζαμί.
Εξίσου εντυπωσιακός ναός είναι αυτός του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, ο οποίος μάλιστα αποτελούσε τον μεγαλύτερο ορθόδοξο ναό της εποχής της Φραγκοκρατίας στην Κύπρο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό αρχιτεκτονικό κράμα τόσο γοτθικών όσο και βυζαντινών στοιχείων, με ανάγλυφες διακοσμήσεις γύρω από τις εισόδους αλλά κι έναν επιβλητικό τρούλο, ο οποίος, όταν κατά την οθωμανική περίοδο κατέρρευσε, συμπαρέσυρε στην καταστροφή και τις περισσότερες αγιογραφίες του ναού. Όσες μάλιστα σώθηκαν, εξακολουθούν να είναι έρμαιο των καιρικών φαινομένων και κακόβουλων ενεργειών, προξενώντας στον ευλαβή προσκυνητή ένα αίσθημα βαθιάς θλίψης. Το ίδιο συναίσθημα δημιουργούν και οι μεταλλικές μπάλες κανονιών, που εξακολουθούν να βρίσκονται σφηνωμένες στην μισογκρεμισμένη πρόσοψη του ναού, φέρνοντας στο μυαλό τις ώρες αγωνίας που θα βίωναν οι ηρωικοί υπερασπιστές της Αμμοχώστου την περίοδο της ενδεκάμηνης πολιορκίας της πόλης από τους Οθωμανούς.
Ένας εξίσου μεγάλος ναός, ο οποίος όμως δεν καταστράφηκε
από τους κανονιοβολισμούς της οθωμανικής επίθεσης και έτσι μετατράπηκε σε τζαμί, είναι η εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, η οποία, κατά την Αγγλοκρατία, είχε χρησιμοποιηθεί ως σιταποθήκη. Αγροτικές ανάγκες, συγκεκριμένα σταβλισμού ζώων, κάλυψε για μεγάλο διάστημα και ο ναός του Αγίου
Γεωργίου Εξορινού, με αποτέλεσμα να καταστραφούν πολλές από τις τοιχογραφίες του. Πρόκειται για μια υπέροχη εκκλησία, δομημένη με αρμονία και απλότητα η οποία, σύμφωνα με τον μεσαιωνικό χρονογράφο Λεόντιο Μαχαιρά, αναγέρθηκε από τον Αμμοχωστιανό έμπορο Λαχανουστέρη, που τα μυθικά πλούτη του ήταν παροιμιώδη.
Σήμερα, από τις 365 εκκλησίες, που σύμφωνα με την παράδοση υπήρχαν στη μεσαιωνική πόλη της Αμμοχώστου, ώστε να λειτουργείται μία ξεχωριστή κάθε ημέρα, εξακολουθούν να διατηρούνται δεκάδες ακόμα ναοί, όπως ο Άγιος Γεώργιος των Λατίνων, ο Άγιος Φραγκίσκος με το ομώνυμο μοναστήρι, το βασιλικό παρεκκλήσιο, η διπλή εκκλησία των Ναϊτών και Ιωαννιτών ιπποτών, οι ορθόδοξοι ναοί του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Ζώνης, η Αγία Άννα, η Αγία Μαρία, η εκκλησία των Καρμελιτών και πλήθος άλλων άγνωστων ναών, απαρτίζοντας ένα μοναδικό σύνολο θρησκευτικών οικοδομημάτων.
Δεν αποτελούν όμως τα μόνα κτήρια δημόσιου χαρακτήρα που εξακολουθούν να διατηρούνται από τη μεσαιωνική Αμμόχωστο. Δίπλα στην πλατεία της πόλης κυριαρχεί τόσο με την έκταση που καταλαμβάνει όσο και με τους εντυπωσιακούς στιβαρούς τοίχους των πτερύγων του, γύρω από τη μεγάλη εσωτερική αυλή, το βασιλικό παλάτι, το οποίο αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της.Το παλάτι είχε υποστεί σοβαρότατες ζημιές από τους κανονιοβολισμούς των Οθωμανών, οι οποίοι, χωρίς να το επιδιορθώσουν, συνέχισαν να το χρησιμοποιούν και να κατοικούν σε ένα τμήμα του. Σε καλή κατάσταση διασώζονται μέχρι τις μέρες μας τα προπύλαια της εισόδου στην ανατολική πλευρά, όπου η πρόσοψη μάλιστα κοσμείται με τέσσερεις αρχαίους μονόλιθους κίονες, που μεταφέρθηκαν από την ερειπωμένη Σαλαμίνα και με το μαρμάρινο έμβλημα ενός στρατηγού της Κύπρου.
Για να προστατευτεί τόσο το παλάτι όσο και οι πολλές αρχοντικές λιθόκτιστες κατοικίες, από τις οποίες κάποιες διατηρούνται έως σήμερα,ανεγέρθηκε ισχυρό τείχος κατά την ενετική περίοδο, περιμέτρου τρεισήμισι χιλιομέτρων και ύψους δεκαπέντε μέτρων, το οποίο θεωρούνταν το σημαντικότερο οχυρωματικό έργο της Ευρώπης και για το οποίο λέγεται ότι συνεργάστηκαν είκοσι αρχιτέκτονες, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Διέθετε δύο πύλες, την πύλη της στεριάς και την πύλη της θάλασσας, δεκαπέντε προμαχώνες και άλλες οχυρώσεις, ενώ περιβαλλόταν από βαθιά τάφρο με θαλασσινό νερό, καθιστώντας
το πραγματικά απόρθητο. Ιδιαίτερη προστασία με επιπλέον τάφρο που το απομόνωνε από τα υπόλοιπα τείχη, παρείχε το κάστρο του Οθέλλου, του οποίου την είσοδο κοσμούσε μαρμάρινη πλάκα που απεικονίζει φτερωτό λιοντάρι.
Ενώ όμως τα τείχη της πόλης άντεξαν στην ενδεκάμηνη πολιορκία των Οθωμανών το 1571, ο φτερωτός λέοντας της Βενετίας δεν στάθηκε ικανός να προστατέψει τους κατοίκους της, οι οποίοι είτε σφαγιάσθηκαν είτε εκδιώχθηκαν βιαίως, αφήνοντας πίσω τους δεκάδες μνημεία μιας Αμμοχώστου που, κατά τον μεσαίωνα, αποτελούσε, εκτός από οικονομικό κέντρο, λίκνο πολιτισμού.