Ήταν όλοι τους εκεί
Tζινάκι, μου λέει η γάργαρη φωνή της, έχω βάλει άδεια στα γενέθλεια σου, τι μας ετοιμάζεις;
Της Ginaς Κωνσταντίνου
ΦΙΛΟΙ, το σπουδαίο δώρο που μας έδωσε ο Θεός για να μας προσέχει όταν αυτός είναι απασχολημένος. Τους προσφέρει υπό την μορφή τάχα μου των τυχαίων συναντήσεων και εισχωρούν στη ζωή σου δυναμικά δημιουργώντας δεσμούς ψυχικούς και σωματικούς που αντέχουν στο χρόνο και στην καθημερινότητα.
Το τηλεφώνημα της φιλενάδας μου, μου υπενθύμισε ότι η γενέθλιος ημέρα μου πλησιάζει και ότι είναι ευκαιρία να διευθετήσω συνάντηση με τους φίλους μου, παλιούς και νέους. Πριν λίγα χρόνια όντας ερωτικός μετανάστης αποφάσισα να εγκατασταθώ μόνιμα σε άλλη πόλη, μα ο φόβος για την απώλεια των φίλων μου, ίσως ήταν και η αιτία, που την έκανε την πιο δύσκολη απόφαση της ζωής μου. Δεν υπάρχει ψυχική βιωσιμότητα χωρίς αυτούς και η απομάκρυνση μου από αυτούς μου στοίχισε, ακόμα μου στοιχίζει θα έλεγα, καθημερινά.
Κατασταλάζοντας στο προορισμό μου, μου στάλθηκαν νέα δώρα, νέοι φύλακες άγγελοι, που βέβαια δεν μπορούν να γεμίσουν το κενό της απώλειας των υφιστάμενων αλλά μου έδωσαν την ευκαιρία για δημιουργία νέων δεσμών, νέων εμπειριών, νέων αναμνήσεων.
Φίλος, μία τόση δα μικρή και ταπεινή λέξη που κρύβει έναν τεράστιο θησαυρό αγάπης, σεβασμού, αλληλοκατανόησης και αποδοχής των πιο σκοτεινών σου πλευρών και εμείς σαν άμυαλα όντα τη χρησιμοποιούμε παντού και για όλους.
Οι φίλοι άλλωστε δε μπορούν να είναι πολλοί, δεν έχουν όλοι σταθεί δίπλα σου να σου δείξουν το δρόμο όταν έχεις χαθεί, να σου δώσουν το χέρι όταν έχεις πέσει, να απορροφήσουν τους κραδασμούς των λανθασμένων σου επιλογών, να πανηγυρίσουν όταν θριαμβεύεις, να καμαρώσουν όταν είσαι ο καλύτερος, να ξαγρυπνήσουν ψάχνοντας λύση για το πρόβλημα σου, να σου πουν “ξύπνα μαλάκα, τα έχεις κάνει όλα μαντάρα”.
Οι μέρες κύλησαν, γρηγορότερα από ότι θα επιθυμούσα και η γιορτινή βραδιά κατέφθασε. Ήταν σχεδόν όλοι εκεί, όλοι όσοι επιθυμούσα, όλοι αυτοί που πορευτήκαμε παρέα και ελπίζω να πορευτούμε για πολλά χρόνια ακόμα. Μα κι ακόμα και αυτοί που δεν ήταν εκεί σωματικά, τους είχα στην καρδιά μου, όπως είναι εκεί κάθε μέρα.
Η τούρτα με τα κεριά αναμμένα, φάνταζε λες και είχε παραδοθεί στις φλόγες, “φέρτε τον πυροσβεστήρα” είπα και όλοι έσκασαν στα γέλια. Το κρασί έρεε άφθονο και τα ποτήρια τσουγκρούσαν ασταμάτητα, κάπου – κάπου από τον καπνό τσιγάρων και κεριών διέκρινες μικρές λάμψεις από τα χαμόγελα τους σα διαμαντάκια στην ατμόσφαιρα.
Αυτό είναι οι φίλοι, σκέφτηκα, έστω κι αν είναι λίγοι, είναι εκλεκτοί, μοναδικοί, ουσιαστικοί, και σπάνιοι σαν διαμαντάκια.