Άν υπήρχες,θα σε αγκάλιαζα… – Του Παντέλή Θεοδοσίου

Ο Αύγουστος με τα δύο φεγγάρια μας μπήκε ζεστός και έκανε πρεμιέρα με την πανσέληνο του Οξύρρυγχου. Δεν ξέρω το γιατί, όμως τα αυγουστιάτικα φεγγάρια πάντα μου ξυπνούν μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια. Τότε που οι μέρες και οι νύχτες ήταν ανέμελες. Τότε που απλά ήξερα ότι το αυγουστιάτικο φεγγάρι είναι το πιο όμορφο του χρόνου. Τότε που δεν ήξερα ότι λεγόταν το φεγγάρι του Oξύρρυγχου. Τότε που δεν ήξερα καν τι είναι ο Oξύρρυγχος!

Πλέον μεγάλωσα και το έμαθα κι αυτό…! Ξέρω, επίσης, ότι είναι το τελευταίο υπερφεγγάρι (supermoon) του 2023 και η δεύτερη πανσέληνος (blue moon) θα είναι καταθλιπτική. Δεν ήθελα το μπλε φεγγάρι να μου το επιβεβαιώσει, την βλέπω να απλώνεται γύρω μου και μπροστά μου την καταθλιψάρα, μα πιο πολύ την αισθάνομαι ακόμα περισσότερο μέσα μου. Όπως και να τα λένε τα αυγουστιάτικα φεγγάρια, δε θα πάψουν ποτέ να με στοιχειώνουν, ποτέ να μου θυμίζουν τη χαμένη μου αθωότητα, κτυπώντας αλύπητα το τωρινό μου κατάντημα!
Ένα απέραντο γιατί κατάντησε η ζωή μας και πλέον αντιλαμβάνομαι περισσότερο τα σοφά λόγια του μακαριστού θείου μου Μάμα. Απόφοιτος του δημοτικού σε δύσκολα χρόνια. Η ανάγκη για επιβίωση δεν άφηνε περιθώρια για σχολεία και γνώσεις. Αμόρφωτος, ασπούδαστος, αλλά είχε ένα δικό του μοναδικό τρόπο, χωρίς ακαδημαϊκές φανφάρες και όμορφα λόγια, να ξέρει πότε, πώς και πάνω από όλα τι να πει. «Μην ρωτάς ποτέ γιατί! Το γιατί είναι του διαβόλου, μόνο αχρείαστους λογισμούς και προβλήματα προκαλεί».
Ο θείος Μάμας! Ο δεύτερός μου πατέρας! Αν ζούσε αυτόν τον Αύγουστο θα έκλεινε τα ογδόντα εφτά. Κάναμε σχέδια με την Ευαγγελία για τα γενέθλιά του. Ήθελε να του φτιάξει μια τεράστια κάρτα. Τόσο μεγάλη όσο το οκτώ από την ηλικία του. Δεν προλάβαμε όμως, μπήκε σφήνα ο χάρος στα σχέδιά μας και έριξε κάτω το 8 με τη σπάθα του, κάνοντάς το να μοιάζει πιο πολύ με το άπειρο παρά με το οκτώ. Εκείνο το άπειρο της αιωνιότητας. Εκείνο το άπειρο που μετατρέπει το πραγματικό και τη ζωή σε κορνίζα. Άπειρο, λοιπόν, όσες και οι στιγμές που τον ανακαλώ στη μνήμη μου καθημερινά. Πάνε κοντά έξι μήνες που «έφυγε», δεν πήρε κάτι μαζί του, εκτός από την αγάπη μας. Όλα τα άφησε εδώ, φρόντισε να μας μπολιάσει με τις ιερότερες αξίες, τα πιο αγνά ιδανικά και τις ομορφότερες αναμνήσεις. Με όλα αυτά τα όπλα πολεμάω κάθε βράδυ ήρεμα τον χρόνο και την απουσία. Με όλα αυτά που στέκουν αθέατα κρυφά μέσα στο σώμα μου που υποφέρει ανθρώπινα και με όλα όσα αγγίζουν ιερά και πνευματικά την ψυχή μου και μοιάζουν με αγίασμα. Όλα αυτά που μου άφησε και είναι ένας από τους λόγους που αξίζει να υπάρχω.
Σεβασμός, το μεγαλύτερο μάθημα και παρακαταθήκη του θείου Μάμα. Σε κάθε ευκαιρία, σε κάθε γεγονός έβρισκε τον τρόπο να τον «πλασάρει», δίνοντάς του κάθε φορά έναν ξεχωριστό χαρακτήρα ανάλογα της περίστασης. Σεβασμός, σπάνια λέξη στις μέρες μας κι όσο η νέα τάξη πραγμάτων τον θέλει να εξαφανίζεται σιγά-σιγά, τόσο περισσότερο πεισμώνω και θέλω να τον διδάξω στην Ευαγγελία. Σεβασμός, εκείνος
ο πετυχημένος συνδυασμός γλυκύτητας και αυστηρότητας μαζί, φόβου και αγάπης. Εκείνη η ιδιαιτερότητα που δίνεται και λαμβάνεται, αλλά κυρίως κερδίζεται! Δεν μπορεί να μετρηθεί ως ποσότητα, δεν μπορεί να αγοραστεί και πάνω από όλα δεν διαπραγματεύεται. Χτίζεται δύσκολα με την πάροδο του χρόνου και εύκολα χάνετε σε μια στιγμή, γιατί απλά οι άνθρωποι προσπέρασαν τα δύο βασικότερα συστατικά που τον αποτελούν: ηθική και δίκαιο. Θείε μου, με έμαθες πάντα να αναλαμβάνω τις ευθύνες που μου αναλογούσαν και να τιμάω τα παντελόνια μου.
Με έμαθες να λέω και να επιζητώ πάντα την αλήθεια με οποιοδήποτε κόστος. Με δίδαξες να σέβομαι τις γυναίκες, να τιμάω το στεφάνι μου και να έχω την οικογένειά μου ψηλά στη λίστα με τις προτεραιότητες. Να πορεύομαι στον δρόμο του Θεού, ζώντας με ενσυναίσθηση.
Σε ευχαριστώ για όλες τις ιστορίες που με τόσο πάθος μου αφηγούσουν σαν παραμύθι από τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ. Πάντα μου υπενθύμιζες να τιμώ ταπεινά την ελληνική καταγωγή μας. Να σέβομαι την ηρωική καταβολή της οικογένειάς μας και να μην προδώσω ποτέ τις αξίες, για τις οποίες εσύ πολέμησες, αξίες τις οποίες ο ήρωας αδελφός σου πότισε με το αίμα του.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά τις τελευταίες μέρες θυμάμαι πολύ έντονα όλες εκείνες τις φορές που κερνούσες καφέ όλον τον καφενέ. Ειδικότερα, όλες εκείνες τις μέρες που οικονομικά δεν ήσουν και στα καλύτερά σου, επειδή πίστευες ακράδαντα πως το καλό, η αβροφροσύνη, η γενναιοδωρία και η φιλανθρωπία ανακυκλώνονται, κάνοντας τον κόσμο μας ομορφότερο. Πόσο δίκιο είχες και πόσο υπέροχα αισθάνομαι κάθε φορά που βοηθάω και κάνω το καλό. «Σπέρνεις καλοσύνη, θερίζεις ανθρωπιά», όπως μου το ‘λεγες, έτσι ακριβώς με το ίδιο ύφος το λέω και εγώ στην Ευαγγελία. Λογικά, θα μας βλέπεις από εκεί ψηλά κάθε φορά που της μιλάω για σένα.

Σε βλέπω συχνά στα όνειρά μου, στα εγωιστικά όνειρά μου αφού πάντα είμαστε μόνοι μας εγώ κι εσύ. Τις περισσότερες φορές οδηγείς το φορτηγό σου κι εγώ κάθομαι συνοδηγός. Για κάποιο λόγο (δεν ξέρω αν το σύμπαν μου στέλνει κάποιο μήνυμα) πάντα κάνουμε την ίδια διαδρομή. Κάθε φορά περνάμε δίπλα από τη νεκρή ζώνη και οι Τούρκοι κόβουν τα δέντρα έξω από το κατεχόμενο χωριό της Άχνας και τα ερημωμένα σπίτια φαίνονται πιο θλιμμένα από ποτέ. Ίσως να θέλεις να μου υπενθυμίζεις συνεχώς το ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ, όπως έκανες πάντα όταν απαριθμούσες τα κατεχόμενα χωριά μας και παρότι δεν ήσουν πρόσφυγας, ανυπομονούσες για τη μέρα που κάποτε θα ερχόταν και πάλι η λευτεριά. Αγαπητέ μου θείε, είναι πολλά εκείνα που θα ήθελα να κάνω αν ήσουν ακόμα εδώ. Αν υπήρχες, θα άφηνα στην άκρη όλες εκείνες τις «αντρικές» χειραψείες και θα σ’ αγκάλιαζα. Το μόνο που δεν έκανα ποτέ μου και δεν μπορείς να φανταστείς πόσο το μετάνιωσα.

Ο Μάμας Σουρουκλής γεννήθηκε στο χωριό Τρούλλοι
της Επαρχίας Λάρνακας τον Αύγουστο του 1937. Μέλος πολυμελούς αγροτικής οικογένειας με 9 παιδιά. Με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα του 1955, ο Μάμας Σουρουκλής μυήθηκε στις τάξεις των αγωνιστών της
ΕΟΚΑ από τον ήρωα αδελφό του τον αείμνηστο Ανδρέα Σουρουκλή. Δρούσε με την αντάρτικη ομάδα της περιοχής του εφοδιάζοντας τους καταζητούμενους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που βρίσκονταν κρυμμένοι σε κρησφύγετα πέριξ του χωριού Τρούλλοι. Το 1974 κατά την έναρξη της Τουρκικής εισβολής έθεσε τον εαυτό του σαν έφεδρο στην υπηρεσία
της πατρίδας επιτάσσοντας αυτόβουλα το μοναδικό του περιουσιακό στοιχείο, το φορτηγό του, για να ενισχύσει την Εθνική Φρουρά κουβαλώντας πολεμοφόδια στην περιοχή του αεροδρομίου Λευκωσίας, τραυματίες και νεκρούς από και προς τα νοσοκομεία.