«Μια -όχι και τόσο ωραία- ιστορία από χθες» – Η συγκλονιστική αφήγηση ενός Έλληνα που ζει στη Νορβηγία
Λοιπόν, πάμε μια -όχι και τόσο ωραία- ιστορία από χθες:
Πάω στις 11 παρά το βράδυ να ψωνίσω για σήμερα ώστε να μην τα έχω για το πρωί.
Στο ταμείο είναι ήδη έναν υπερήλικας ο οποίος δείχνει να δυσκολεύεται να ισορροπήσει αλλά και να βάλει τα πράγματα στις σακούλες.
Έχω πληρώσει, αλλά περιμένω καθώς μπλοκάρει την νησίδα στο τέλος με ένα τεράστιο καρότσι το οποίο προφανώς χρησιμοποιεί για στήριγμα/Π.
Κρατάω αρκετή απόσταση ώστε να μην τον στρεσάρω για να βιαστεί. Βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, αλλά ταυτόχρονα αγχώνεται από την παρουσία μου για να βιαστεί και να φύγει. Του λέω «δεν υπάρχει πρόβλημα, έχω χρόνο», δυσανασχετεί ο ταμίας που θέλει να κλείσει.
Ο σχεδόν τυφλός μαθουσάλας βγάζει μια κραυγή «πώς;». Και κωφός. Του λέω στο αυτί σχεδόν, πως δεν υπάρχει πρόβλημα.
Βγάζει τα γυαλιά ηλίου (22:45) και μου λέει «βοήθεια». Φοράει ένα ζακετάκι (μείον 5 έξω).
Εδώ ο μέσος Έλληνας δεν θα καταλάβει τι συμβαίνει.
Οι Νορβηγοί [στη Νορβηγία συμβαίνουν όλα αυτά] ΔΕΝ προσφέρουν βοήθεια σε τέτοιες περιπτώσεις, και ΔΕΝ ανακατεύονται. Όχι επειδή είναι κακοί άνθρωποι, αλλά επειδή είναι κοινωνικά αμήχανο. Δεν προσφέρουν, και δεν ζητούν.
Εγώ μελαχροινός, ξένος, νύκτα, στην μέση του πουθενά στα δάση, και ένας τυφλός και κωφός υπερήλικας. Ευτυχώς με γνωρίζουν στο κατάστημα πλέον, διαφορετικά θα ήταν δύσκολο.
Του λέω να τον πάω σπίτι. Τον πάω στο αυτοκίνητο, βάζω και τις σακούλες του πίσω.
Πού πάμε;; «Δεν ξέρω»
Πώς σας λένε; «Δεν ξέρω»
Με κοιτάει μία στιγμή με πλήρη επίγνωση πως έχει άνοια και απελπίζεται.
Αντιλαμβάνεται πλήρως πως είναι σχεδόν τυφλός, κωφός, ανήμπορος να περπατήσει και να θυμηθεί το παραμικρό, αλλά έχει ΕΠΙΓΝΩΣΗ όλων αυτών.
Και έχει επίγνωση πως έχει πεθάνει η γυναίκα του.
Σκεφτείτε πόσο τραγικό είναι να βρείτε τον εαυτό σας σε ένα ξένο σώμα, να μην θυμάστε τίποτα, και να σας έχουν εγκαταλείψει όλες οι λειτουργίες σας.
Το μόνο που θυμάται είναι «ο κηπουρός που μιλάει αγγλικά».
Τύχη. Τον ξέρω. Κινητό, ίντερνετ, χάρτες, πάω σπίτι του.
Βρίσκουμε το σπίτι. Τον πάω στην πόρτα, γυρνάει έξω και λέει «πρέπει να πάρω το ταχυδρομείο, η γυναίκα μου συγχύζεται αν δεν το παίρνω». Πάει σε ένα κουτί (καμία σχέση) παίρνει ότι πιάσει και επιστρέφει.
Τον βάζω μέσα στην πόρτα, και επιστρέφω με τις σακούλες.
Η μία έχει μέσα λουλούδια.
«Για την γυναίκα μου.»
Σήμερα έμαθα ότι είναι 97 ετών.
Έχει χάσει την γυναίκα του εδώ και 20 χρόνια, και τα τελευταία 10 έχει άνοια, ενώ ζει σε ειδικό σπίτι.
Θα τον χάσουν πολλές φορές,
όλες θα ψάξει να βρει ένα κατάστημα,
και όλες για να πάρει λουλούδια στην γυναίκα του…
Πηγή mikropragmata.lifo.gr/