Με το λαούτο συντροφιά – Της Βέρας Κοσμά
Λένε ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής… Έτσι λοιπόν, όποιος θέλει να μπει στα άδυτα της ψυχής της Ζαχαρούλας Πασχάλη Άσσια, δεν έχει παρά να κοιτάξει τα μάτια της, την ώρα που κρατάει στα χέρια της το αγαπημένο της λαούτο. Η ψυχή της χαμογελά και όταν αποφασίζει να τραγουδήσει παράλληλα, προκαλεί ρίγη συγκίνησης σε όσους την ακούνε.
ΖΑΧΑΡΟΥΛΑ ΠΑΣΧΑΛΗ ΑΣΣΙΑ, 81 ΧΡΟΝΩΝ, ΠΑΡΑΛΙΜΝΙ/ΚΑΤΟΙΚΟΣ ΔΕΡΥΝΈΙΑΣ
Η συνάντηση με την κυρία Ζαχαρούλα φέρνει στο μυαλό μας εικόνες από τα παλιά χρόνια. Χρόνια όπου η γυναίκα δεν είχε λόγο, δεν μπορούσε να ονειρεύεται, δεν μπορούσε να ελπίζει, δεν μπορούσε να αποφασίζει. Παρόλα αυτά, ακόμη και εκείνα τα χρόνια υπήρξαν γυναίκες, που μόνες τους έγραψαν ένα κομμάτι από την ιστορία του τόπου μας. Γυναίκες, που με το σπινθηροβόλο κι άφοβο πνεύμα τους, υπήρξαν πρωτοπόρες για την εποχή τους. Ανάμεσά τους, η Ζαχαρούλα Πασχάλη Άσσια από το Παραλίμνι και πλέον μόνιμη κάτοικος Δερύνειας.
Όταν συναντηθήκαμε ήταν στο «μαειρκό» της και έκανε κουλούρια για τα πέντε παιδιά, δεκατέσσερα εγγόνια και έξι δισέγγονα της. Η συνάντησή μας έγινε λίγο πριν από το Πάσχα και η γειτονιά ευωδίαζε από τις δημιουργίες της. Βλέποντας την κυρία Ζαχαρούλα χαμογελάς. Με την πρώτη ματιά αντιλαμβάνεσαι ότι πρόκειται για μια ευγενική, ρομαντική ψυχή που μόνο αγάπη έχει να προσφέρει. Με κάθε αφορμή κατά τη διάρκεια της συζήτησής μας, μοίραζε απλόχερα χαμόγελα και χωρίς αμφισβήτηση έκανε τη δικιά μου ημέρα λίγο πιο χαριτωμένη. Αυτή η γλυκύτητά της βέβαια έκανε ακόμα πιο δύσκολο να πιστέψω αυτά που είχα ακούσει γι’ αυτήν: πως η γυναίκα που είχα μπροστά μου, κάποτε υπήρξε επαναστάτρια και κόντρα στις υποταγές του πατέρα της κατάφερε να μάθει να παίζει λαούτο χωρίς να τη δασκαλέψει κανείς. Κι’ όμως…
Μιλήσαμε για την πορεία της ζωής της αλλά και για τη μεγάλη αγάπη της, τη μουσική και το τραγούδι. Η κυρία Ζαχαρούλα γεννήθηκε πριν από 81 χρόνια από φτωχούς γονείς γεωργούς. Αν και είναι το όγδοο παιδί της οικογένειας, τα έξι ενδιάμεσα αδέρφια της πέθαιναν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους από ελώδη πυρετό και ανεμοβλογιά. Αναμφισβήτητα η ιστορία της ζωής της μας δίνει την εικόνα μιας Κύπρου που δεν υπάρχει πλέον…Μας περιγράφει τη ζωή στα χωράφια, όταν οι γονείς της έβγαζαν νερό από τον λάκκο για να ποτίσουν τα λαχανικά τους. Ο πατέρας της Μιχάλης, έπαιζε λαούτο. Του άρεσε η διασκέδαση και το κρασί, ήταν τραγουδιστής και χορευτής. Η μητέρα της Μαργαρίτα, καλή νοικοκυρά, εργάτρια και υφάντρα, η οποία τις νύχτες καθόταν στον αργαλειό και ύφαινε τα ρούχα όλης της οικογένειας. Η μοναδική αδερφή της, Δέσποινα ήταν 17 χρόνια μεγαλύτερή της. «Μια φτωχή αλλά αγαπημένη οικογένεια», όπως μας περιγράφει η κυρία Ζαχαρούλα.
Η κυρία Ζαχαρούλα ήταν μια έξυπνη μαθήτρια, αγαπούσε τα γράμματα γι’ αυτό και οι δάσκαλοι της παρακαλούσαν τους γονείς της να μην την βγάλουν από το σχολείο, πως έπρεπε να συνεχίσει στο Γυμνάσιο. Οι γονείς της όμως ήταν ανένδοτοι. Μια κοπέλα δεν θα πήγαινε καθημερινά μόνη της στην Αμμόχωστο. Δεν ήταν σωστό. Έτσι βγήκε από το σχολείο και έμαθε ράψιμο. Ακόμη και εκεί υπήρξε μια από τις καλύτερες μαθήτριες. Το λαούτο μπήκε στη ζωή της όταν ήταν 13 χρονών. «Όταν έπιασα το λαούτο στα χέρια μου ανακάλυψα πως η μουσική στη ζωή μου, από εκείνη τη στιγμή και μετά, θα ήταν ό,τι ήταν και η αναπνοή μου», μας αναφέρει.
Πρότυπο της φυσικά ήταν ο πατέρα της κοντά στον οποίο γνώρισε και αγάπησε την παραδοσιακή μουσική. Έφευγε από το ράψιμο και πήγαινε στο σπίτι όπου προσπαθούσε να μάθει να παίζει μόνη της. Φυσικά, όλο αυτό γινόταν στα κρυφά από όλους, γιατί εκείνη την περίοδο δεν ήταν δυνατό μια «σωστή» κοπέλα να παίζει λαούτο. Όταν το έμαθε ο πατέρας της έγινε έξω φρενών. Προσπαθώντας λοιπόν, να τον καλοπιάσει η Ζαχαρούλα έμαθε να παίζει μόνη της τα αγαπημένα τραγούδια του. Όταν ήταν έτοιμη, θέλησε να του αποδείξει ότι μια γυναίκα είναι ικανή να μάθει να παίζει λαούτο. Την πρώτη φορά που την άκουσε ο πατέρας της δάκρυσε και κάπως έτσι κέρδισε την έγκρισή του, ο οποίος όχι μόνο τη στήριξε σε αυτή τη μεγάλη της αγάπη αλλά επίσης της χάρισε και το λαούτο του. Γι’ αυτή την εξέλιξη η κυρία Ζαχαρούλα έγραψε το πιο κάτω ποίημα.
«Ο τζιύρης μου εμάλωνε που παίζα το λαούτο, κρυφά εγώ επέμενα τζιαί έμαθα το τούτο. Τραούθκια που τ’αρέσκασιν έμαθα τζιαί έπαιζα τα, ξεφτέρι πιον εγίνηκα ασέν και έτσι κλεφτάτα. Πρώτη φορά που μ’άκουσε είπεν συγκινημένος: κόρη μου έχεις δίκαιο, είμαι μετανιωμένος Λαλώ το τζιαί υπογραφω το αξίζεις το λαούτο Γι’ αυτό τζ’ αποφάσισα…τωρά χαρίζω σου το»
Η κυρία Ζαχαρούλα αρραβωνιάστηκε όταν ήταν 15 χρονών και παντρεύτηκε στα 16 της. Ο σύζυγός της Πασχάλης ήταν 11 χρόνια μεγαλύτερος της. Για μια μεγάλη περίοδο της ζωής της άφησε τη μουσική και το λαούτο και αφοσιώθηκε στην οικογένειά της. Αρκετά χρόνια της ζωής της δούλεψε σε ξενοδοχεία, είχαν μαγαζί με σουβλάκια και μαζί με τις υποχρεώσεις της ως μητέρα δεν είχε χρόνο. Επαναφέρει τη μουσική στην καθημερινότητά της μετά το θάνατο του συζύγου της και τα τελευταία χρόνια ντύνει με τη φωνή της γάμους, βαφτίσια, πανηγύρια και φεστιβάλ. Στο στόλισμα της νύφης και του γαμπρού είναι η πρώτη επιλογή αφού με τη σβελτάδα της εκτός από τα παραδοσιακά τραγούδια συνθέτει τσιαττιστά της ώρας που συγκινούν και ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο αυτή τη διαδικασία.
Της αρέσουν τα νησιώτικα και τα κυπριακά. Πιστή υποστηρίκτρια της μουσικής παράδοσης προσπαθεί να προστατεύσει την παράδοση από αλλοιώσεις, παραμορφώσεις και παραποιήσεις… Σήμερα περνά τις ώρες της γράφοντας τον βίο της και αυτό τη βοηθά να αναπολεί τις πιο ωραίες στιγμές της ζωής της. Δηλώνει ευχαριστημένη με την εξέλιξη της ζωής της και μόνο θετικά έχει να πει. «Η ζωή είναι ωραία και κάθε ηλικία έχει τη χάρη της. Θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια και αναπολώ πόσο όμορφα περνούσα με τους καλούς μου τους γονείς. Που ήταν πρόσχαροι παρόλη τη φτώχια και τις δυσκολίες της ζωής. Μετά τον αρραβώνα μου, τον σύζυγό μου, τον ερχομό των παιδιών, των εγγονιών και των δισέγγονών μου. Τη ζωή που μας έδωσε ο Θεός πρέπει να την αγαπούμε. Να ευχαριστούμε και να δοξάζουμε τον Θεό για όλα».