Τρεις καλογήροι Κρητικοί και τρεις απ’τα Κοκκινοχώρια

Ένα από τα λιγότερο γνωστά, αλλά πραγματικά ξεχωριστά δημοτικά τραγούδια της Κύπρου είναι το «Τρεις καλογήροι Κρητικοί». Με τον ίδιο τίτλο υπάρχουν αρκετά τραγούδια σε όλον τον ελληνικό χώρο, αλλά με διαφορετική μελωδία και λόγια από το κυπριακό, το οποίο αναφέρεται στην αναχώρηση κάποιων υπερασπιστών της Κωνσταντινούπολης με πλοία, μετά την Άλωσή της από τους Οθωμανούς και συνεχίζει με την ασθένεια ενός ναύτη.

Το συγκεκριμένο τραγούδι είχε πρωτοκαταγραφεί από τον Θεόδουλο Καλλίνικο το 1951 στην περίφημη συλλογή τραγουδιών «Κυπριακή λαϊκή μούσα». Σε αυτό το βιβλίο ο Καλλίνικος, άρχων πρωτοψάλτης της εκκλησίας της Κύπρου, είχε δημοσιεύσει δεκάδες παραδοσιακά τραγούδια, στα οποία ανέφερε το έτος καταγραφής, το ονοματεπώνυμο αυτού που του το τραγούδησε και το χωριό του. Για το συγκεκριμένο τραγούδι όμως δεν ανέφερε καμία από τις παραπάνω πληροφορίες κι έτσι κανείς δεν γνώριζε πού τραγουδιόταν παλιότερα. Μετά το 1987 μάλιστα που ο Χρήστος Σίκκης το τραγούδησε εξαιρετικά στον δίσκο του «Ώρα καλή», έγινε γνωστό παγκυπρίως και άρα δεν είχε νόημα να το ψάξει κάποιος περεταίρω. Γι’ αυτό κι εγώ, που τόσο μου άρεσε το συγκεκριμένο τραγούδι, αισθανόμουν ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να μάθω την περιοχή της Κύπρου στην οποία τραγουδιόταν, ούτε βεβαίως αυτόν από τον οποίο το κατέγραψε ο Καλλίνικος.

Πριν λίγο καιρό όμως συνέβη κάτι αναπάντεχο. Ήμασταν καλεσμένοι σε φίλους στη Λεμεσό και έβγαλα κάποια στιγμή το ούτι μου για να τραγουδήσουμε παραδοσιακά τραγούδια, ανάμεσά τους και το «Τρεις καλογήροι Κρητικοί». Ο οικοδεσπότης μας τότε είπε συγκινημένος ότι το συγκεκριμένο τραγούδι τον “άγγιζε” πολύ γιατί του θύμιζε τον πόλεμο του ́ 74, στον οποίο ήταν στρατιώτης. Ανέφερε επίσης ότι στο μέτωπο της μάχης, “κάτι παληκάρια” από τα Κοκκινοχώρια, το τραγουδούσαν με πάθος, προσπαθώντας να δώσουν θάρρος στους υπόλοιπους και να ξορκίσουν το κακό. Έμαθα λοιπόν ξαφνικά ότι το τραγούδι, πριν γίνει ευρέως γνωστό με τον δίσκο που κυκλοφόρησε ο Σίκκης, το τραγουδούσαν κάποιοι Κοκκινοχωριάτες στρατιώτες, οι οποίοι, προφανώς, το γνώριζαν βιωματικά. Έτσι, αποφάσισα να το ψάξω περισσότερο και λίγες μέρες μετά πήρα μια συνέντευξη από τον οικοδεσπότη μας τον κ. Αύγουστο Μαυρογιάννη, ο οποίος μου είπε κατά γράμμα:

«Εκείνες τες νύχτες εκαθούμασταν, ετραουδούσαμε παρέες παρέες τζιαι θυμούμαι θκυο-τρία παιθκιά που ‘ταν ‘που τα Κοτσινοχώρκα, όσο θυμούμαι γιατί έσιει σχεδόν 50 χρόνια, που τραουδούσαν τούτα τα τραούθκια, το «Τρεις καλοήροι», το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», το «Τέσσερα τζιαι τέσσερα». Εντάξει, το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» εγώ ήξερα το καλά, αλλά το «Τέσσερα τζιαι τέσσερα» τζιαι το «Τρεις καλοήροι Κρητικοί» εν τα ήξερα. Ήμουν σε μιαν ηλικία που εν τα ήξερα. Ήταν παραδοσιακά τραούθκια, εν είχαν εγγραφεί ποτέ σε δίσκους για να τα ακούμε, εν ηπαίζουνταν ‘που τα ράδια, εν ηξέραμέν τα καθόλου. Έκαμέ μου εντύπωση που είσιεν παιθκιά τούτης της ηλικίας που τα τραγουδούσαν εξαιρετικά. Φωνές που εκάθουνταν ακριβώς πάνω στο στίχο τζιαι πάνω στη μελωδία ακριβώς. Ήταν εξαιρετικές φωνές. Εγώ επροσπάθουν να παρακολουθήσω τον στίχο, πώς ξεκινά, πώς προχωρά τζιαι πού καταλήγει τζιαι έκαμέ μου εντύπωση που είχαμε τέθκοια τραούθκια. Χαρακτηριστικά έμεινέ μου ‘που την τελευταία νύχτα, 13 του Αυγούστου προς 14, που είχαμε τζιαι ραδιούθκια, τρανζιστορούθκια τζιαι ακούγαμε τες ειδήσεις τζιαι καταλάβαμεν ότι ξημερώνει δύσκολη μέρα, ότι εν’ να προελάσουν οι Τούρτζιοι. Επεριμέναμέν το. Ήμασταν ούλοι έτσι σε πολά δύσκολη κατάσταση, ούλοι μας, εν ηξέραμε τι ξημερώνει. Όπως εκαθούμασταν τζιαμαί παρέες παρέες, τραουδούσαμε, κάναμε το καλαμπούρι μας, λέαμε να κοπιάσουν, εν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε τζιαι τραουδούσαμε. Αλλά το «Τρεις καλοήροι Κρητικοί» τζιαι το «Τέσσερα τζιαι τέσσερα» με
τι πάθος το τραγουδούσαν τα παιθκιά τζιαμαί, εν μπορώ να σου περιγράψω. Ήταν λες τζιαι έβκαινε ‘που μέσα τους. Λες τζιαι ‘τζείνα που αφηγείται το τραούδι εζούσαν τα, έζησαν τα σε κάποια ζωή. Εννοείται ότι εν εκοιμηθήκαμε τζείνη τη νύχτα τζιαι, πριν να χαράξει το φως, άρκισαν τα πλοία απέναντι στη βόρεια πλευρά, όπως ήμασταν τζιαμαί ήταν η θάλασσα, ήρταν γραμμή τα πλοία, τρία – τέσσερα πλοία πολεμικά τζιαι αρκίσαν να κανονιοβολούν».

Αναζητώντας ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι Κοκκινοχωριάτες που το τραγούδησαν, ο κ. Μαυρογιάννης μου ανέφερε δυο ονόματα που θυμόταν. Ο ένας ήταν ο κύριος Σέργιος Σεργίου-Κερκουλλάς από το Παραλίμνι, που το ’74 είχε τραυματιστεί σε βαθμό θανάτου και ο οποίος μου είπε ότι τραγουδούσε το «Τρεις καλογήροι Κρητικοί» ως εκπαιδευτής των Λοκατζήδων στο πλαίσιο μιας εθνικής διαπαιδαγώγησης, όπως την αισθανόταν ο ίδιος και ότι το συγκεκριμένο τραγούδι το είχε μάθει από τον παππού του Σέργιο Κωνσταντή-Κερκουλλά που είχε γεννηθεί το 1887 και έζησε ως ναυτικός μέχρι το 1957. Ο άλλος που αναφέρθηκε ήταν ο Αβραάμ Δημητρίου από το Λιοπέτρι. Ήταν αυτός συγκεκριμένα που τραγούδησε το «Τρεις καλογήροι Κρητικοί» την τελευταία βραδιά πριν τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής. Σύμφωνα με τον κ. Αβράμη, σε εκείνη την περίεργη ατμόσφαιρα του πολέμου, ο ίδιος τραγουδούσε όχι μόνο για να εμψυχώσει τους άλλους αλλά και για δική του παρηγοριά. Επειδή το τραγούδι μιλούσε για θάνατο και επειδή φοβόταν ότι την επόμενη μέρα μπορεί να πέθαιναν, ταυτιζόταν μαζί του. Το τραγουδούσε με καημό, μάλιστα κρυφά, όταν κατέρρεε το μέτωπο και ο ίδιος έμεινε εγκλωβισμένος στη κατεχόμενη Κύπρο μέχρι να ξεφύγει ανέλπιστα, πολλές μέρες μετά, από τα χέρια των Τούρκων στρατιωτών. Το τραγούδι αυτό είπε ότι το έμαθε από κάποιον που έπαιζε μανιωδώς πιθκιαύλι στον στρατό και έτσι του αποτυπώθηκε στο μυαλό.

Μετά από διάφορες ερωτήσεις δεξιά και αριστερά, τελικά καταλήξαμε ότι αυτός που έπαιζε πιθκιαύλι ήταν μάλλον ο κ. Ανδρέας Χρίστακκος από το Αυγόρου. Σε συνέντευξη που του πήρα, μου είπε ότι πάντα στον πόλεμο τραγουδούσανε τραγούδια παραδοσιακά που ταίριαζαν με την κατάσταση, όπως το «Τρεις καλογήροι Κρητικοί». Εντελώς απρόσμενα μάλιστα πρόσθεσε για το τραγούδι «Τρεις καλογήροι Κρητικοί» ότι μάλλον από τον παππού του το κατέγραψε ο Καλλίνικος. Με βάση την παραπάνω μαρτυρία λοιπόν, δεν φαίνεται απίθανο το συγκεκριμένο τραγούδι, το οποίο κάποιους άλλους τους σημάδεψε και τους συγκινεί ακόμα, να το κατέγραψε ο Θεόδουλος Καλλίνικος τον καιρό της Αγγλοκρατίας από τον Θεοχάρη Κασάπη από το Αυγόρου, που είχε γεννηθεί το 1860, την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας δηλαδή και πέθανε το 1965, στα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε ηλικία 105 ετών.

Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι δεν έχει και τόση σημασία τελικά αν ίσως βρήκα το πρόσωπο και την περιοχή όπου καταγράφηκε το κυπριακό παραδοσιακό τραγούδι «Τρεις Καλογήροι Κρητικοί», ακόμα κι αν σχετίζεται με τον τόπο που μένω και πάω σχολείο στα Κοκκινοχώρια Αμμοχώστου, όπου εξακολουθεί να υπάρχει μια έντονη σχέση με τη μουσική μας παράδοση μέχρι σήμερα. Μεγαλύτερη σημασία έχει πια για μένα ο σωτήριος ρόλος που αντιλήφθηκα ότι έπαιξε το συγκεκριμένο τραγούδι στην ψυχολογία των παλληκαριών, που αγωνίστηκαν μέσα στη φωτιά του πολέμου ενάντια στους Τούρκους το 1974. Η λυτρωτική αξία που κατάλαβα ότι έχει γενικά η αλήθεια της μουσικής.

Τρεις καλοήροι κρητικοί και τρεις ‘που τ’ Άγιον Όρος Καράβιν αρματώσανε με το Χριστός Ανέστη
Και με το Κύρ’ ελέησον στην Κρήτη για να πάσι
Κι ναύτης τους αρρώστησε στου καραβκιού την πλώρη Δεν έχει μάναν να τον κλαί’, κύρην να τον λυπάται Μητ’ αδερφόν, μήτ’ αδερφήν να τον μοιρολοάται

Τον κλαίει ο καπετάνιος του, τον νιόν το παλικάρι
Αχ, σήκου πάνω ναύτη μας, σήκου να κουμπασάρεις Πκιάστε με για να σηκωθώ, και βάλτε με να κάτσω Και φέρτε μου τη χάρτα μου, τον αργυρόν κουμπάσον Να κουμπασάρω τον καιρόν, να βγούμε σε λιμάνι Θωρείτ’ εκείνα τα βουνά, ανάμεσα να πάτε
Δεξιά ρίξτε την άγκυραν, κι αριστερά εμένα
Κι εσείς μικρά ναυτόπουλα να βγάλετε το μνήμαν
Να μη το βγάλετε μακράν, κοντά στο παραγιάλι
Να μ’ αχτυπούν τα κύματα, να ‘χω δροσιάν μεγάλη Να μ’ αχτυπούν τα κύματα