Οι εκκλησίες των Καρπασιτών αγίων στην Καρπασία – Του Άγγελου Σμάγα
Η χερσόνησος της Καρπασίας αποκαλείται τιμητικά και Χερσόνησος Αγίων, καθώς σε αυτήν ασκήτευσαν πολλοί άγιοι, προς τιμήν των οποίων οικοδομήθηκαν περικαλλείς ναοί. Πρόκειται για εκκλησίες αφιερωμένες στους τοπικούς αγίους Φίλωνα, Συνέσιο, Θύρσο, Φωτεινή και Σωζόμενο, των οποίων τα συναξάρια έγραψε τον 18ο αιώνα ο Ακάκιος Μοναχός ο Καρπασίτης, αλλά και στους άγιους Αυξέντιο, Μίκαλλο, Παύλα, στους Δεκατρείς Μοναχούς της Καντάρας και στον απόστολο Ανδρέα.
Η τρίκλιτη βασιλική του Αγίου Φίλωνα θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς και πολυδάπανους ναούς που ανεγέρθηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα στην έδρα της επισκοπής Καρπασίας, βόρεια του Ριζοκαρπάσου, προς τιμήν του πρώτου της επισκόπου. Τα δάπεδα του ναού ήταν καλυμμένα με ψηφιδωτά και πολύχρωμα μαρμαροθετήματα, ενώ οι κίονες και τα κιονόκρανά του ήταν μαρμάρινα, προερχόμενα τόσο από ντόπια όσο και από μακρινά λατομεία, υποδηλώνοντας τον πλούτο και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της Καρπασίας. Μια σειρά, ωστόσο, καθοριστικών για την ιστορία της Κύπρου γεγονότων που ακολούθησαν, όπως οι αλλεπάλληλες αραβικές επιδρομές και οι ισχυροί σεισμοί, οδήγησαν στη σταδιακή κατάρρευση του ναού. Έτσι, στα ερείπια της βασιλικής των πρωτοχριστιανικών χρόνων οικοδομήθηκε κατά τον 11ο αιώνα άλλη εκκλησία στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο.
Στον άγιο Φίλωνα είχε αφιερωθεί ακόμα ένας σπουδαίος ναός, που οικοδομήθηκε τον 12ο αιώνα για να εξυπηρετεί τις λειτουργικές ανάγκες του μικρού οικισμού Αγρίδια, σε ένα νευραλγικό υψίπεδο ανατολικά του Ριζοκαρπάσου. Πρόκειται για μονόχωρο επιμήκη ναό σκεπασμένο με καμάρα, μια σημαντική αρχιτεκτονική εξέλιξη σε σχέση με τις ξυλόστεγες βασιλικές. Η εκκλησία είχε εξαρχής διακοσμηθεί εσωτερικά με σπουδαίο αγιογραφικό διάκοσμο της εποχής των Κομνηνών, που αντανακλούσαν την αισθητική παιδεία και την οικονομική δυνατότητα της Καρπασίας. Δυστυχώς αρκετές από αυτές τις μοναδικές αγιογραφίες καταστράφηκαν μετά την τουρκική εισβολή εξαιτίας της δράσης αρχαιοκαπήλων.

Άγιος Μίκαλλος
Προς τιμήν του Αγίου Συνεσίου είχε ανεγερθεί εκκλησία δίπλα από το σπήλαιο‑αρχαίο τάφο, όπου ασκήτεψε ο Άγιος στο Ριζοκάρπασο. Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους αποτέλεσε την έδρα του εκτοπισμένου επισκόπου Αμμοχώστου, ο οποίος και έλαβε τον τίτλο του επισκόπου Καρπασέων και Αμμοχώστου. Οικοδομήθηκε τον 12ο αιώνα στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού για τον οποίο ο Ακάκιος Μοναχός έγραφε χαρακτηριστικά: «ὁ ἅγιος Συνέσιος, σταυροειδῶς, διὰ νὰ μὴν ἠμπορῇ νὰ ἔμπῃ μέσα εἰς τὸν σταυρὸν τίποτες κανένα ἐνάντιον». Ο ναός του Αγίου Συνεσίου συνεχίζει μέχρι σήμερα να αποτελεί έναν από τους ελάχιστους του Ριζοκαρπάσου που λειτουργούνται από τους εναπομείναντες εγκλωβισμένους.
Ο άγιος Θύρσος, σύμφωνα με το συναξάρι του Ακακίου Μοναχού, όταν παραιτήθηκε από το επισκοπικό αξίωμα, ασκήτευσε σε ένα παραλιακό σπήλαιο ανατολικά της Γιαλούσας. Αξιοποιώντας τις σωζόμενες βραχώδεις πλευρές του συγκεκριμένου σπηλαίου και οικοδομώντας τα ακάλυπτα μέρη, ανεγέρθηκε τον 16ο-17ο αιώνα μικρή μονόκλιτη καμαροσκέπαστη εκκλησία. Εσωτερικά υφίσταται χαμηλό πέρασμα‑σήραγγα, σκαμμένο στον φυσικό βράχο, που οδηγεί σε αγίασμα απ’ όπου ξεδιψούσε ο άγιος Θύρσος και το οποίο μέχρι την εποχή μας θεωρείται ότι έχει ιαματικές ιδιότητες. Σε απόσταση λίγων μέτρων νότια του ναού του Αγίου Θύρσου, σε υψηλότερο επίπεδο, οικοδομήθηκε κατά τις αρχές του 20ου αιώνα νέος καμαροσκέπαστος ναός, μεγαλύτερου μεγέθους από τον παλαιό, αφιερωμένος στον ίδιο Άγιο.
Η εύρεση του τάφου της Αγίας Φωτεινής τον 15ο αιώνα στο χωριό Άγιος Ανδρόνικος αναφέρεται από τον Λεόντιο Μαχαιρά, ο οποίος γράφει: «Ἔχει ὀλλίγον καιρὸν καὶ εὑρέθην δι᾿ ἀποκαλύψεως Θεοῦ, τὴν λέγουν ἁγίαν Φωτεινήν, καὶ ὁ τάφος της εἶνε κάτω τῆς γῆς· ἔχει βῆμαν καὶ ἔχει νερὸν ἁγίασμαν». Πρόκειται για το ευρύχωρο λαξευτό σπήλαιο στο οποίο ασκήτευσε και τάφηκε η τοπική αγία Φωτού. Η χρήση του σπηλαίου ως ναού μαρτυρείται ήδη από την περίοδο της Φραγκοκρατίας, αφού διαθέτει «βῆμαν» αλλά και λαξευμένες εσοχές στα τοιχώματα για την τοποθέτηση λύχνων, ώστε να υπάρχει φωτισμός κατά την τέλεση της θείας Λειτουργίας. Ο παρακείμενος καμαροσκέπαστος ναός του 19ου αιώνα, είναι επίσης αφιερωμένος στην Αγία Φωτού την Καρπασίτισσα.

Απόστολος Ανδρέας
Ο άγιος Σωζόμενος έζησε και τάφηκε σε σπήλαιο δίπλα από την εποχιακή λίμνη στη Γαλάτεια όπου, σύμφωνα με τον Ακάκιο Μοναχό, «εἶναι ἡ ἐκκλησία του ἐκεῖ κτισμένη, καὶ μέσα εἶναι τὸ σπήλαιον ὅπου ἠσκήτευσε…Καὶ μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν, κατὰ τὸν βορέαν ἔχει μίαν καμάραν, καὶ εἶναι ὁ ἅγιος ἐκεῖ μέσα ζωγραφισμένος». Από τη μνημονευόμενη εκκλησία διασώζεται το χαμηλότερο τμήμα της ημικυκλικής αψίδας του ιερού και οι δύο πλαϊνοί τοίχοι ενός μονόχωρου ναού. Διατηρείται και η περιγραφόμενη καμάρα με σπαράγματα της αγιογραφίας στον βόρειο τοίχο. Ακόμα, είναι εμφανές στη βάση του νότιου τοίχου όρυγμα που οδηγεί στο αναφερόμενο σπήλαιο όπου ασκήτευσε ο Άγιος. Δυστυχώς, η μετατροπή, πριν από πολλούς χρόνους, του χωριού της Γαλάτειας από χριστιανικό σε μουσουλμανικό είχε καταστήσει τον ναό απρόσιτο σε τέτοιο βαθμό, ώστε τα ίχνη του να αγνοούνται για αρκετούς αιώνες, μέχρι να τον εντοπίσουμε σε ερειπιώδη κατάσταση στις αρχές της τρίτης χιλιετίας.
Ο άγιος Αυξέντιος ασκήτευσε σε μέρος σχετικά κοντά στον χώρο άσκησης του αγίου Σωζόμενου. Όπως καταγράφει ο Ακάκιος Μοναχός: «Ὁ δὲ ἅγιος Αὐξέντιος δὲν ἀπεχωρίστην ἀπὸ τὸν ἅγιον Σῳζόμενον, ἀλλὰ ὀλίγον μακρὰν ἀπόμειναν». Σύμφωνα με την παράδοση, ασκητήριο του Αγίου Αυξεντίου αποτελούσε ένα παραθαλάσσιο σπήλαιο δίπλα στον εντυπωσιακό βραχώδη λόφο Γιούτι, μεταξύ των χωριών Επτακώμη και Κώμη Κεπήρ. Σε αυτό το σπήλαιο‑αρχαίο τάφο είχε εντοπιστεί σε λαξευμένο τάφο το λείψανό του και μεταφέρθηκε στην Κώμη Κεπήρ όπου και ανοικοδομήθηκε ναός προς τιμήν του. Ο υφιστάμενος καμαροσκέπαστος ναός που περιβάλλεται με στοά είχε ανακαινιστεί το 1859 και βρίσκεται πάνω σε θεμέλια παλαιότερου ναού.
Βόρεια της Ακανθούς, η οποία έχει υπάρξει τόπος μοναστικού αναχωρητισμού, σε ένα παραθαλάσσιο βραχώδες ύψωμα, βρίσκεται η εκκλησία όπου τιμάται ο άγιος Μίκαλλος. Οικοδομήθηκε δίπλα από δύο σπήλαια, στα οποία, σύμφωνα με την παράδοση, είχε μονάσει ο Άγιος και όπου είχε ενταφιαστεί. Πρόκειται για μονόκλιτο καμαροσκέπαστο ναό του 19ου αιώνα, με πέτρινο ανάγλυφο εικονοστάσι από το οποίο, όπως και σε όλες τις προηγούμενες εκκλησίες, έχουν κλαπεί οι εικόνες, ενώ αυτός επιπρόσθετα, για πολλά χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, έμεινε ανοιχτός και εκτεθειμένος στα καιρικά φαινόμενα και στα άγρια ζώα.
Η αγία Παύλα, σύμφωνα με την τοπική παράδοση, ήταν Καρπασίτισσα και αδερφή της αγίας Φωτούς. Ο υπόγειος χώρος όπου οι ντόπιοι πιστεύουν ότι ασκήτευσε και τάφηκε η Αγία, αποτελεί ένα σταυροειδές ταφικό συγκρότημα κάτω από το Ιερό Βήμα του μονόχωρου καμαροσκέπαστου ναού όπου τιμάται η αγία Παύλα. Όσον αφορά τη χρονολόγηση του ναού υπάρχει ασάφεια σε ποια εποχή μπορεί να οριστεί η ανέγερσή του, καθώς φαίνεται να είναι θεμελιωμένος σε αρχαιότερο κτίσμα. Επιπλέον, παράσταση που σώζεται στον νότιο τοίχο και απεικονίζει Άγιο έφιππο σε λευκό άλογο, ίσως τον άγιο Γεώργιο, χρονολογείται την περίοδο της Λατινοκρατίας. Σήμερα ο ναός είναι εγκαταλελειμμένος και πριν λίγα χρόνια μάλιστα ο υπόγειος τάφος της αγίας Παύλας κατασκάφθηκε για ληστρικούς σκοπούς.

Άγιος Θύρσος
Η Μονή της Παναγίας της Κανταριώτισσας αναφέρεται σε σχέση με το μαρτύριο των δεκατριών Μοναχών, το 1231. Είναι, όμως, πιθανό να προϋπήρχε, τουλάχιστον από τον 11ο-12ο αιώνα, οπότε ιδρύθηκε μια σειρά ακόμα μοναστηριών σε όλη την έκταση του Πενταδακτύλου. Αυτό που σήμερα υπάρχει από το κτηριακό συγκρότημα είναι ό,τι διασώζεται από τα έργα του αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, το 1777, ο οποίος «ἐδιόρθωσε τὸ τῆς Καντάρας μοναστήριον, ἐκκλησίαν καὶ ὠτάδες ἐκ βάθρων». Κάποια χρόνια αργότερα μάλιστα επιχρυσώθηκε το εικονοστάσιο και αγιογραφήθηκαν οι εικόνες της μονόχωρης καμαροσκέπαστης εκκλησίας. Μετά την τουρκική εισβολή το σωζόμενο καθολικό λεηλατήθηκε και, αφού χρησιμοποιήθηκε ως στάβλος, εγκαταλείφθηκε στη φθορά του χρόνου. Όσον αφορά τα υπόλοιπα κτήρια του μοναστηριού, σήμερα δεν διατηρούνται παρά μόνο τα θεμέλια των κελιών.
Ο Άγιος που οι Καρπασίτες ευλαβούνται περισσότερο από όλους είναι ο άγιος Ανδρέας, ο οποίος κατά την παράδοση καθαγίασε με την παρουσία του τη Χερσόνησό τους. Δεν είναι παράδοξο λοιπόν ότι τουλάχιστον στη βυζαντινή εποχή, σύμφωνα με γραπτές πηγές του 12ου αιώνα, υπήρχε «ισχυρά οχυρωμένο μοναστήρι με την ονομασία Ακρωτήριο Αγίου Ανδρέου». Στις επόμενες περιόδους το μοναστήρι γνώρισε διαστήματα λειτουργίας, αλλά και απόλυτης εγκατάλειψης, ώσπου, στα μέσα του 19ου αιώνα, η μοίρα του επισφραγίζεται από τη θεμελίωση νέου ναού. Πρόκειται για το υφιστάμενο μεγάλο καμαροσκέπαστο οικοδόμημα, το οποίο διαθέτει περιμετρικά ευρύχωρη στοά με τοξοστοιχία. Πάνω από τη νότια στοά-ηλιακό οικοδομήθηκαν τα κελιά των μοναχών και κάποιοι ακόμα μοναστηριακοί χώροι, καθώς και το κωδωνοστάσιο. Δίπλα, προς τη θάλασσα, υπήρχε και ο παλαιός γοτθικός ναός του Αγίου Ανδρέα του 15ου αιώνα, ο οποίος προφανώς αντικατέστησε άλλον, ακόμα παλαιότερο. Ήταν ένα από τα λίγα μνημεία που οικοδομήθηκαν την περίοδο αυτή στην εξαθλιωμένη Καρπασία. Για δεκαετίες τόσο οι δύο ναοί όσο και το σύνολο των υπόλοιπων μοναστηριακών χώρων κατέρρεαν κάτω από το βάρος της αδιαφορίας των κατοχικών δυνάμεων. Εντούτοις η κατάσταση άλλαξε με τη συντήρηση και αποκατάσταση του νέου ναού του Αγίου Ανδρέα, αν και εκκρεμεί ακόμα η συντήρηση του παλαιού ναού.
Αυτοί οι ναοί της Καρπασίας δεν είναι απλώς εκκλησίες αφιερωμένες σε κάποιους Αγίους. Αποτελούν κιβωτούς της πίστης, που θα διασώζουν στο διηνεκές την ταυτότητα του τόπου, γιατί ακόμα και «ἐὰν ἡμεῖς σιωπήσωμεν, οἱ λίθοι κεκράξονται».

Άγιος Συνέσιος