Ιούλιος-Αύγουστος 1974: Το μαύρο ημερολόγιο
Ο Παύλος Ιακώβου μας περιγράφει λεπτό προς λεπτό τις δραματικές εξελίξεις του 1974, όταν ο ίδιος υπηρετούσε στην στρατιωτική του θητεία.
Της Βέρας Κοσμά
15 Ιουλίου 1974, ημέρα Δευτέρα. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα. Ήμουν αποσπασμένος στο φρουραρχείο και μαζί
με δύο άλλους βαθμοφόρους ξεκινήσαμε την πρωινή μας περίπολο με τα πόδια από την πρώτη Ανωτέρα με κατεύθυνση την Λεωφόρο Δημοκρατίας. Όταν φτάσαμε στην γωνία των οδών Ερμού και Δημοκρατίας ακούσαμε ότι στην Λευκωσία εξελίσσεται Πραξικόπημα εις βάρος του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Σε χρόνο μηδέν και τροχάδην επιστρέψαμε στην Ανωτέρα.

Εκεί ενημερωθήκαμε από τον Διοικητή μας για τα κακά μαντάτα. Μια ανήσυχη κατάσταση επικρατούσε στην Ανωτέρα. Ευτυχώς, χάρη στην καλή διαχείριση από μερικούς ανωτέρους μας και του Διοικητή του Εφεδρικού Σώματος δεν υπήρχαν εχθροπραξίες. Οι άντρες του εφεδρικού και της Αστυνομίας παραδόθηκαν στις στρατιωτικές αρχές, χωρίς να υπάρχουν θύματα.

Στους δρόμους της Πόλεως μας επικρατούσε μια χαώδης κατάσταση. Πραξικοματίες οπλισμένοι σε Land Rov-
er κυκλοφορούσαν σε όλη την Πόλη και απειλούσαν οικογένειες που υποστήριζαν την κυβέρνηση Μακαρίου. Τα ραδιόφωνα μετέδιδαν ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Η Αμμόχωστος βρισκόταν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Ο κόσμος ανησυχούσε για το αύριο.
Τα ξενοδοχεία λόγω και της περιόδου ήταν γεμάτα από τουρίστες, οι οποίοι ήρθαν στην Κύπρο και την πόλη μας για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Το προσωπικό των ξενοδοχείων τους καθησύχαζε να μην ανησυχούν.

20 Ιουλίου 1974, ημέρα Σάββατο. Κανείς δεν πίστευε αυτό που μας περίμενε. Η Τουρκία διεξήγαγε την πρώτη φάση της εισβολής. Η πόλη σε χρόνο ρεκόρ εκκενώθηκε από τους τουρίστες. Οι ξένες πρεσβείες μερίμνησαν για την απομάκρυνσή τους. Τα περισσότερα καταστήματα έκλεισαν γιατί οι άνδρες ιδιοκτήτες κλήθηκαν σε επιστράτευση. Οι μάχες είχαν αρχίσει στην παλιά Αμμόχωστο και στο βάθος του ορίζοντα φαίνονταν καπνοί από τις εκρήξεις. Οι κραδασμοί και ο κρότος των μυδραλιοβόλων ήταν εκκωφαντικοί. Στην Διοίκηση της 1ης Ανωτέρας επικρατούσε ένας πανικός. Όλα ήταν προδομένα. Η 1η Ανωτέρα μόλις 500 μετρά από το Τουρκικό Γυμνάσιο και την Περίκλειστη Πόλη δεχόταν πυρά από ελεύθερους σκοπευτές.

21 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή. Τα τούρκικα αεροπλάνα έρχονταν κατά κύματα και έριχναν βόμβες και ρουκέτες. Το παραλιακό ξενοδοχείο «Σαλαμίνια» γκρεμίστηκε σαν να ήταν από χαρτί και έφραξε τον δρόμο. Η Τουρκική αεροπορία στόχευσε το ξενοδοχείο διότι στην ταράτσα υπήρχε παρουσία της Εθνικής Φρουράς που ζητούσε ψηλά σημεία για να κτυπήσει τους Τούρκους στην εντός των τειχών πόλη. Η πρώτη βόμβα έσκασε στην παραλία όπου δημιουργείται μεγάλος κρατήρας. Η δεύτερη βόμβα πλήττει και καταστρέφει το ξενοδοχείο. Νεκρός ένας Κύπριος υπάλληλος του ξενοδοχείου που εργαζόταν στις κουζίνες του ξενοδοχείου που είχε την ατυχία να κοιμηθεί στο ξενοδοχείο μη έχοντας άλλο μέρος για να μείνει. Το πτώμα του άτυχου νέου κρέμεται μέσα από τα συντρίμμια.
Άλλες βόμβες πέφτουν σε κτίρια και σπίτια στο κέντρο της πόλης.

22 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα. Η επιδρομή των αεροπλάνων γίνεται πιο συχνή. Κτυπήθηκαν και παραδόθηκαν στις φλόγες το Διοικητήριο, τα Δικαστήρια, το Δημαρχείο, κι’ όλα τα κτίρια (γραφεία, αποθήκες, εργοστάσια) που βρίσκονταν σ’ απόσταση περίπου 500 μέτρων από τον δρόμο του λιμανιού. Οι περισσότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και αναζήτησαν ασφαλέστερα καταφύγια μέσα σε σπίτια στα περιβόλια, στα υπόγεια πολυκατοικιών, συνήθως μισοτελειωμένων, και εκεί διανυκτερεύουν. Και παρόλο τον σφοδρό και αδιάκριτο βομβαρδισμό οι κάτοικοι δεν τρομοκρατήθηκαν και δεν εγκατέλειψαν την πόλη τους. Στις 22 Ιουλίου, ώρα 4μ.μ. αναγγέλθηκε από ραδιοφώνου η ανακωχή, αλλά και τότε ακόμα ένα σμήνος αεροπλάνων ξεφόρτωσε τις τελευταίες του βόμβες.

14 Αυγούστου, ημέρα Σάββατο. Με την έναρξη του δεύτερου γύρου της εισβολής, οι Τούρκοι χαράματα της 14ης Αυγούστου βομβαρδίζουν ξανά την Αμμόχωστο. Οι κάτοικοί της με τους πρώτους βομβαρδισμούς πήραν τους δρόμους να σωθούν…
Το πως αφέθηκε στη συνέχεια η πόλη του Ευαγόρα να καταληφθεί αμαχητί είναι ένα θέμα για το οποίο σχεδόν πέντε δεκαετίες μετά δεν υπάρχει επαρκής και πειστική εξήγηση. Το βέβαιο είναι ότι οι Τούρκοι δεν είχαν στο αρχικό τους σχέδιο την κατάληψη της πόλης. Όπως και να έχουν τα πράγματα, κάποιοι εθνοφρουροί παρέμειναν αντιστεκόμενοι για ώρες στην πόλη. Χωρίς πυρομαχικά, χωρίς ενίσχυση και χωρίς καθοδήγηση. Ταμπουρωμένοι σε δύο-τρία σημεία (μεταξύ των οποίων και το νοσοκομείο της πόλης) κράτησαν με όσα πυρομαχικά είχαν. Ακολούθως εγκατέλειψαν και αυτοί.

Στην 1η Ανωτέρα από την πρώτη εισβολή της 20ης Ιουλίου μέχρι την 14ην Αυγούστου δεν υπήρχε καθόλου οργάνωση και μεγάλη σύγχυση. Η ανωτέρα σε αυτή την περίοδο μετακινήθηκε αρχικά στην Κλινική Κουλία και μετά από λίγες μέρες στο ξενοδοχείο Ασπέλια (ιδιοκτησία της Αρχιεπισκοπής) κατασκευασμένο από μπετόν αρμέ. (αναγκαστήκαμε να το εγκαταλείψουμε γιατί ήρθαν πληροφορίες ότι
θα το κτυπούσαν). Οι κατοχικές δυνάμεις είχαν λανθασμένες πληροφορίες και κτύπησαν το ξενοδοχείο «Σαλαμίνια». Τέλος, μετακινηθήκαμε στο 201 ΤΠ στο δυόμιση μίλι. Εκεί γράφτηκε και ο επίλογος.
Στις 14 Αυγούστου όταν φάνηκε η σκόνη των τεθωρακισμένων στην Μεσαορία ο Διοικητής διέταξε ΓΕΝΙΚΗ ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ. Ο τότε Διοικητής μου Δ.Λ. μου είπε: «Πάρε το αμάξι μου πήγαινε στο ξενοδοχείο σας και ό,τι τρόφιμα βρεις φόρτωσε το αμάξι γιατί η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου και πρέπει να έχουμε φαγητό για τους στρατιώτες μας και θα μας συναντήσεις στο δημοτικό σχολείο του Φρενάρου».

Έτσι και έγινε. Ξεκίνησα μονάχος, πήγα στο ξενοδοχείο μας και ότι έβρισκα το φόρτωνα στο αμάξι. Χαλούμια σε τενεκέδες, χαμ, μπισκότα, λουκάνικα, τσιγάρα, και νερά. Τα τούρκικα αεροπλάνα βομβάρδιζαν την Αμμόχωστο.
Δεν γνώριζα εάν θα τα κατάφερνα να φτάσω στο Φρέναρος ζωντανός. Μια απόσταση 12 χιλιομέτρων χρειάστηκε 4 ώρες για να τη διανύσω.
Στις 16 Αυγούστου του 1974 ο τουρκικός στρατός βρέθηκε στην πόλη της Αμμοχώστου. Το ΡΙΚ ανακοίνωνε ότι «αι ημέτεραι δυνάμεις, αμυνόμεναι του πατρίου εδάφους, αναδιπλούνται ομαλώς…”, ενώ το αγγλικό ΒΒC μετέδιδε ότι «οι Τούρκοι είχαν ήδη φτάσει στην Αμμόχωστο». Το μέγεθος της προδοσίας απερίγραπτο.
Η πόλη αφού λεηλατήθηκε αποκλείστηκε από τα τουρκικά στρατεύματα και σε κανέναν δεν επιτρεπόταν η είσοδος. Η Αμμόχωστος σιγά-σιγά μετετράπη σε «πόλη φάντασμα», φράση που χρησιμοποίησε σε τίτλο ρεπορτάζ ένας Σουηδός δημοσιογράφος ο οποίος την επισκέφθηκε το 1977, τρία χρόνια μετά την εισβολή. Βουβή παραμένει μέχρι και σήμερα παρά την θέληση των Αμμοχωστιανών για επιστροφή στην πόλη τους.