Η Αγία Νάπα…του Γιώργου Σεφέρη
“Θα με χάσεις, θα με φάει η Κύπρος…”
Για το Γιώργο Σεφέρη, η Κύπρος λειτούργησε ως ένα θαύμα με το οποίο βρήκε τη χαμένη του πατρίδα. Μέσα από την περιπλάνησή του στο νησί μας και κυρίως στην Αμμόχωστο, θυμάται τα παιδικά του χρόνια, εμπνέεται, γράφει ανεκτίμητα ποιήματα και κερδίζει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Γιώργος Σεφέρης, μέχρι το 1953 θεωρούσε τον εαυτό του πρόσφυγα ταξιδιώτη. Όταν όμως έφτασε στην Κύπρο ένιωσε ως νέος Τεύκρος, βρήκε στο νησί μας μια νέα πατρίδα, μετά τη Σμύρνη. Ύστερα από τη μακρά περιπλάνησή του βρίσκεται αναπάντεχα στον κόσμο του Ομήρου – έναν κόσμο που έχει ήδη χαθεί στην Ελλάδα. Αναβιώνει ξανά τα παιδικά του χρόνια, νιώθει ότι ξαναβρίσκει απροσδόκητα τη χαμένη του πατρίδα σε ένα χώρο έξω από τα συμβατικά ελληνικά όρια. «Βρήκα έθιμα που μόνο από παιδί είχα γνωρίσει», γράφει στο ημερολόγιό του.

Έκτοτε επισκεπτόταν πολύ συχνά το νησί μας, έγραφε ποιήματα, ενώ σημείωνε στο ημερολόγιό του τις εντυπώσεις του. Τον εντυπωσίαζε η απλότητα του κόσμου και παραλλήλιζε ακριβώς αυτό τον κόσμο με τους αγρότες της περιοχής της Σμύρνης ή μάλλον με τον κόσμο των Βουρλών, δηλαδή της περιοχής όπου περνούσε τα καλοκαίρια του στο κτήμα της γιαγιάς του, που προερχόταν από την οικογένεια Τενεκίδη.

Λίγους μήνες νωρίτερα έγραφε από το νησί στην αδελφή του: ««…Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα… ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας.


Στις 12 Μαρτίου 1954, έγραψε στον Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή:
«Στο μικρό διάστημα που έμεινα στην Κύπρο, άρχισαν πολλά πράγματα και νομίζω θα με κυνηγούν αδυσώπητα ώσπου να πάρουν μορφή. Παραξενεύομαι όταν το συλλογίζομαι. Η Κύπρος πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα. Κάποτε λέω πως μπορεί να με πήρε για ψυχοπαίδι της».

Λίγους μήνες νωρίτερα έγραφε από το νησί στην αδελφή του: ««…Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον τόπο. Ίσως γιατί βρίσκω εκεί πράγματα παλιά που ζουν ακόμη, ενώ έχουν χαθεί στην άλλη Ελλάδα… ίσως γιατί αισθάνομαι πως αυτός ο λαός έχει ανάγκη από όλη μας την αγάπη και όλη τη συμπαράστασή μας.

Ένας πιστός λαός, πεισματάρικα και ήπια σταθερός. Για σκέψου πόσοι και πόσοι πέρασαν από πάνω τους: Σταυροφόροι, Βενετσιάνοι, Τούρκοι, Εγγλέζοι – 900 χρόνια. Είναι αφάνταστο πόσο πιστοί στον εαυτό τους έμειναν και πόσο ασήμαντα ξέβαψαν οι διάφοροι αφεντάδες πάνω τους.»

Την ίδια χρονιά έγραψε στο Γιώργο Θεοτοκά: «Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου.

