Εδιζησάμην εμεωυτόν

Του Ζανέττου Λουκά


Αιχμηρές σκέψεις τώρα που ξεκάπνισαν τα κάρβουνα και κόπασαν τα νταούλια

Για να μπω κατευθείαν στο χειρότερο. Τι να σε κάνω καρδούλα μου κοτζάμ όμορφη κυρία σαν τα κρύα τα νερά άμα υψώνεις το χέρι σου προβάλλοντας το γιομάτο στρασάκια γκούτσι σου και ξαμολάς από το στόμα σου λόγια που βρομοκοπάνε σκόρδα τύπου «ντάμπου θωρείς ρε τζαι σαλαβατάς» στη μέση του δρόμου επειδή ένας παππούς κατά λάθος σου έκοψε τον δρόμο.

Κυπριακός εξπρεσιονισμός μίστερ. Υπάρχει εγγενώς μάλλον στο κύτταρο της κάθε ξελογιάστρας πως το υπογάστριο της είναι διαμαντένιο και ως εκ τούτοι όλοι οι υπόλοιποι δια γαλαξιακά πρέπει να κάθονται σούζα. Μία κυρία, αν θέλει να κρατάει τον τίτλο της «κυρίας» θα πρέπει να τον υποστηρίζει πρώτα εσωτερικά με τις πράξεις της και μετά εξωτερικά με τη μορφή της. Μιλώντας για μορφή καλό θα είναι να μην είναι θεϊκή και πολύ ωραία. Διότι στη Κύπρο του 20 ́ αν είσαι ωραία και μάλιστα η πιο ωραία θα σε κάνουν σταρ Κύπρο, θα σε παντρέψουν με ποδοσφαιριστή και θα σου δώσουν με το ζόρι απογευματινή εκπομπή να λες τα νέα του φεϊσμπουκ. Σοβαρά πράματα δηλαδή. Τελικά το σοβαρό από το γελοίο, το θεμιτό από το αθέμιτο, είναι πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε.

Το Δεκέμβριο βρέθηκα στην Αθήνα και συνειδητοποίησα ότι άρχισε να αλλάζει. Έμπειρη στις αλλαγές η αρχαία αυτή πόλη ξέρει αυτή και ο λαός της πως να σηκωθεί ξανά από τα κτυπήματα. Την λυπάσαι αυτή την πόλη. Μου θυμίζει κακοποιημένη εβδομηντάρα κυρία, η οποία τι κι αν έχει περάσει τα βάσανα της Ιοκάστης… εν τούτοις βάζει τα καλά της ρούχα στο ταλαιπωρημένο κορμί της, περνάει 5-6 στρώσεις πούδρας στο τσακισμένο και γεμάτο ρυτίδες πρόσωπο της και τσίμα-τσίμα βγαίνει ξανά στη ζωή.

Από την μία οι μισοί Αθηναίοι κυρίως νέοι κάτω των 40 θέλουν να αλλάξουν νοοτροπία και από την άλλη οι άλλοι μισοί ζουν με τις αναμνήσεις του Πολυτεχνείου και της μεταπολίτευσης.

Κάποτε τον Νοέμβριο του 83’ ο Μανώλης Αναγνωστάκης έγραψε το ποίημα «Φοβάμαι» και που ξεκινούσε ως εξής: «Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μία ωραία πρωϊα βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια και φώναζαν δώστε τη χούντα στον λαό».

Αρκετοί από αυτούς είναι μπλεγμένοι σε ένα στάτους μετεμφυλιακού, αυθαίρετου και εξεγερσιακού φονταμενταλισμού. Είναι διαρκώς μίζερο να βλέπεις ανθρώπους κολλημένους σε μία νοσταλγική εμμονή είτε στα 80’ς, 90’ς – πέριξή στην καλύτερη εν έτει 2004, εκεί όπου η χώρα τους έζησε το νέο «χρυσό αιώνα του Περικλή» και περιμένουν, ως θαύμα μέσω μίας χρονομηχανής να τους στείλει πίσω.

Ναι η Αθήνα αλλάζει. Έχουν πάρει μυρωδιά καμπόσοι Ισραηλίτες ότι το πράμα ξεβρωμάει και κατέβηκαν μαζικά και αγοράζουν αβέρτα κάθε λογής ελεύθερη γη και κτίριο για να το μετατρέψουν σε άψυχο εαρ μπι ενμπί. «Τόχου Μπόχου» το λένε στα εβραϊκά. Χαοτικός κόσμος. Σε άλλα λόγια έχουν εξαφανιστεί και κάμποσα φουσκωτά ούγκα που μοιρολογούσαν τους Μιχαλολιάκους και τους Κασιδιάρηδες και μοιρολογούσαν τον Παττακό τον οποίο, φώναζαν και πατριώτη. – “Κάποτε με τον Στέλιο (Παττακό) κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοικτά” λέγανε. Κοιμόσασταν μίστερ, αλλά μία καλοκαιρινή ημέρα του Ιούλη ξυπνήσατε, κοιτάξατε απ’ το παράθυρο και έλειπε η μισή Κύπρος.

Η χειρότερη φράση που μπορεί να ακούσει κανείς είναι η εξής: «μα τι θα πει ο κόσμος». Θα έπρεπε αυτός που το λέει να διώκεται ποινικά και να τον βασάνιζουν. Αν ήταν άντρας να τον έβαζαν σε ένα δωμάτιο με την πεθερά του για 24 ώρες. Αν ήταν γυναίκα να την έβαζαν σε δωμάτιο με μία κατσαρίδα. Ήμαρτον! 100 χρόνια ζωής να μην μπορεί να κάνει κάτι λάθος διότι θα λογοκριθεί λέει από τον σοφό λαό! Ε και; Ας λογοκριθεί. Τι να του κάνει η κοινή γνώμη; Εγώ ένα ξέρω: Την κοινή γνώμη ή θα την θάψεις ή θα σε θάψει. “Κουμάνταρε το θεριό πριν σε καταπιεί ολόκληρο” λένε οι σύντεκνοι στην Κρήτη.

Εν τη αταξία η τάξις! Η διαρκώς εξέλιξη των social media, αυτή η αναθεματισμένη κουβέντα που συνεχώς κάνουμε για τον καινούριο τρόπο ζωής μας, έχει φέρει ένα νέο τρόπο αντίληψης των καθημερινών μας ιδεολογιών και τα έχει κάνει όλα φάσιοναμπλ. Κυρίως στην τέχνη. Παλαιότερα γνωρίζαμε τους βασικούς πυλώνες και στερεότυπα της τέχνης.

Γνωρίζαμε τους γνωστούς καλλιτέχνες των τελευταίων αιώνων που μας πέρασαν και από αυτούς παίρναμε το αποζούμι της τέχνης. Πλέον ο κάθε αόρατος αρτίστας προσπαθεί να δείξει την ύπαρξη του όχι με μεγάλα έργα αλλά με παράξενα έργα λειτουργώντας με ένα αντικομφορμισμό απέναντι στους βασικούς κανόνες της τέχνης.

Πάρε παράδειγμα τον Ιταλό καλλιτέχνη Μαουρίτσιο Κατελάν ο οποίος, ως πριν λίγες εβδομάδες δεν υπήρχε στα βιβλία κανενός και ξαφνικά μεσουρανεί σε κάθε ιστοσελίδα στο ίντερνετ, δια του λόγου ότι στερέωσε σε ένα τοίχο… μία μπανάνα κολλημένη με ταινία. Ίσως φταίει και ο κόσμος σε αυτό. Δεν ξέρει να κρίνει βάσει της εικόνας αλλά βάσει του τι θα δει ή διαβάσει από τους υπόλοιπους. Σου λέει αφού γίνεται ντόρος γύρω από αυτό, τότε μάλλον θα είναι σπουδαίο.

Δε βαριέσαι. Εδώ ο κόσμος δεν ξέρει να ψηφίζει, τα έργα θα κρίνει; Φανταστείτε όμως εν καιρό αναγέννησης, όπου το πάνθεον της τέχνης μεσουρανούσε να εμφανιζόταν ένας κυριούλης και να κολλούσε μία μπανάνα και να έλεγε… εγώ, εδώ κάνω τέχνη… ιδού κύριοι το έργο μου. Θα τον έπαιρναν σίγουρα με τις μπανάνες.

Κάποτε ο Σαλβατόρε Νταλί εμφανίστηκε σε ένα καμπαρέ στο Παρίσι. Ανέβηκε στο μπαλκόνι και τους είπε απόψε θα σας παρουσιάσω το νέο μου έργο που ονομάζεται «η αγελάδα πάνω στη στέγη». Είναι καινούρια Τέχνη! Ο μεγάλος Ανδαλουσιανός φώναξε «Κύρίες και Κύριοι σας κατουράω». Και αυτοί χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν! «Αφού είναι καινούρια Τέχνη, τότε κατούρα μας κι άλλο!».